Ήταν Σεπτέμβριος του 2009 όταν διατυπώθηκε για πρώτη φορά η ιδέα για μία ταινία βασισμένη στην δημοφιλέστερη κούκλα όλων των εποχών. Τότε, η εταιρεία κατασκευής του παιχνιδιού, Mattel, είχε συνάψει συμφωνία με την Sony η οποία αγνοώντας κάθε προθεσμία και μέσα από πολλές συγκρούσεις και συνεχείς αλλαγές στο δημιουργικό και παραγωγικό τμήμα της ταινίας και στην διαλογή των πρωταγωνιστών, δεν κατάφερε ποτέ να ολοκληρώσει τα γυρίσματα. Τον Οκτώβριο του 2018, πια, τα δικαιώματα είχαν περάσει στην Warner Bros και το όνομα της Margot Robbie για τον ομώνυμο ρόλο ήταν ήδη στην κορυφή της λίστας.
Τον Ιούλιο του 2021, μάθαμε πως η Greta Gerwig (Little Women, Lady Bird) θα ξανασυνεργαστεί με το ταίρι της στον κινηματογράφο και την ζωή, Noah Baumbach (Marriage Story, Frances Ha), και θα αναλάβει την σκηνοθεσία της ταινίας και πως ο Ryan Gosling θα έχει επιτέλους τον ρόλο του Ken, δίπλα στην Barbie Margot Robbie. Έκτοτε ακολούθησε ένα φρενήρες promotion, το οποίο μεταξύ άλλων περιελάμβανε και το απόλυτο meme-hashtag “Barbenheimer”, αφού το ροζ σύμπαν της Gerwig έμελλε να ανταγωνιστεί το σοβαρό και σκοτεινό εκείνο σύμπαν της τελευταίας ταινίας του Chistopher Nolan, Oppenheimer, κάνοντας πρεμιέρα ακριβώς την ίδια μέρα.
Πράγμα που προφανώς ζώντας στην Ελλάδα δεν είχαμε την τύχη να βιώσουμε.
Η αλήθεια είναι πως, ένα τόσο επιθετικό μάρκετινγκ για κάποιο όχι τόσο blockbuster τύπου φιλμ ίσως είχαμε να δούμε από το remake του IT ή, μιλώντας ξανά για τον ασταμάτητο σχολιασμό στα social media, στις indie παραγωγές της A24. Η ανακοίνωση του ολοκληρωμένου καστ συνοδευόταν από δεκάδες ειδικά διαμορφωμένα για τον καθένα ξεχωριστά posters, τα trailers διαδέχονταν το ένα το άλλο μέχρι και μια βδομάδα πριν την πρώτη παγκόσμια προβολή, με κορυφαίο, ασφαλώς, το πρώτο teaser-φόρο τιμής στο Space Odyssey του Stanley Kubrick, το Google πετάει ακόμα ροζ πυροτεχνήματα όταν κάποιος αναζητήσει κάτι που αφορά το έργο.
Όλα αυτά πληρούσαν αδιαμφισβήτητα τις προδιαγραφές για ένα έργο που τόσα χρόνια δεν ξέραμε πόσο ανάγκη το είχαμε, προετοίμαζαν το κινηματογραφικό κοινό, δε, για την θέαση της, ήδη, πιο ανατρεπτικής ταινίας των 20s, δημιουργία μίας εξίσου έως τώρα ανατρεπτικής σκηνοθέτιδος με σοβαρές αναφορές στο female gaze.
Η ιστορία αρχίζει με την αφήγηση της Helen Mirren, έναν πρόλογο που εξηγεί το πώς η Barbie κατάφερε να εδραιωθεί στον κόσμο των παιδιών και να αποτελέσει το πιο αγαπημένο παιχνίδι, ενσαρκώνοντας στιγμές από την μετέπειτα ζωή τους, για τα κορίτσια που οι μέχρι τότε κούκλες τους απλώς τα εκπαίδευαν για να γίνουν μητέρες.
Μεταφερόμαστε στο Barbieworld, εκεί όπου η ζωή μοιάζει ουτοπική, είναι κάθε μέρα η ίδια, άλλα αυτό δεν δείχνει να πειράζει καμία από τις Barbie ή από τους Ken που φαίνεται να ζουν αρμονικά σε ένα άκρως μητριαρχικό περιβάλλον. Αυτό, βέβαια, δεν θα κρατήσει πολύ, αφού η πρωταγωνίστρια, το μοντέλο της στερεοτυπικής Barbie, όπως την αποκαλούν, αρχίζει να έχει δυσμενείς σκέψεις για το μέλλον, πράγμα που την οδηγεί σιγά σιγά στο να αποβάλει τα Barbie-χαρακτηριστικά της και να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην υπαρξιακή κρίση.
Λύση στο πρόβλημά της θα δώσει η γνωστή στις γειτονιές του Barbieworld και ως “Weird Barbie”, εξηγώντας της πως η πηγή όλων αυτών συνδέεται με τον πραγματικό κόσμο, στον οποίο και πρέπει να ταξιδέψει. Κάνοντας -απρόθυμα- αυτό το ταξίδι με τον δικό της Ken και φτάνοντας να γνωρίσουν τους κοινούς θνητούς, συνειδητοποιούν ότι η ζωή δεν είναι όπως την ήξεραν μέχρι τώρα. Η Barbie πιστεύοντας ότι όλα τα θέματα του φεμινισμού και των ίσων δικαιωμάτων έχουν λυθεί-ή μην ξέροντας καν ότι υπάρχουν-, έρχεται αντιμέτωπη με την σκληρή κανονικότητα της πατριαρχίας και του μισογυνισμού, τον οποίο και βιώνει σε υπέρτατο βαθμό όταν καταδιώκεται από τον διευθυντή της ίδιας της Mattel (Will Ferrel). Από την άλλη, ο Ken, ενθουσιασμένος από αυτό το πατριαρχικό μοντέλο, είναι έτοιμος να γυρίσει πίσω στους κλώνους του και μαζί να κυριαρχήσουν, δημιουργώντας το δικό τους “Kendom” βασίλειο.
Παρακολουθώντας την πλοκή να αλλάζει συνεχώς και η προσοχή να στρέφεται συνεχώς αλλού, μαρτυρείται η ανομοιομορφία του σεναρίου. Η ταινία, δυστυχώς, έχει χάσει την ζωντάνια της από το πρώτο μισάωρο και τα νοήματά της ολοένα και ξεθωριάζουν.
Συνηθισμένοι πια στην συρροή αυτοαναφορικότητας στον κινηματογράφο και την τηλεόραση των τελευταίων χρόνων, ίσως εδώ να παραβλέψουμε το υπερβολικά meta στοιχείο, κυρίως στις σκηνές που μεσουρανεί ο Ryan Gosling, παίζοντας τον ρόλο της ζωής του και προσφέροντας αλλεπάλληλες literally me στιγμές ή στο ολιγόλεπτο standout του Michael Cera -αν και μέχρι και αυτό σε κάποιες σκηνές φαίνεται ελάχιστα εκβιασμένο.
Ως παιδί που οι γονείς του ίσως χρειαζόταν να πληρώνουν δεύτερο σπίτι για να ζουν μόνο οι Barbie μου μέσα, αλλά και ως ενήλική, η ταινία αυτή δεν είχε να μου προσφέρει ούτε μισή στιγμή νοσταλγίας. Ως λάτρης της κινηματογραφικής και προσωπικής πορείας της Gerwig, δεν γινόταν παρά να περιμένω μία σαφή, υποδειγματική τοποθέτηση για την εκμετάλλευση και την αντικειμενοποίηση των γυναικών, όταν μάλιστα μιλάμε κυριολεκτικά για κούκλες. Αντ’ αυτού, η ταινία καταλήγει να εξετάζει με περισσότερη επιείκεια την ευθραυστότητα των αντρών (male fragility) και να επεξηγεί την έννοια του φεμινισμού εντελώς επιδερμικά με ένα ολιγόλεπτο κήρυγμα, γεμάτο από τσιτάτα, απευθυνόμενο σαν σε οκτάχρονο παιδάκι, για να επέλθει τελικά το γενικευμένο συμπέρασμα του πόσο δύσκολο είναι να ζεις, να ορίζεις τον εαυτό σου, να ανήκεις κάπου.
Δεν ξέρω αν η παραγωγή με την υπογραφή της Mattel στέρησε από το Barbie τον επαναστατικό χαρακτήρα και την συνοχή που απαιτούνταν, σίγουρα, όμως, προσέφερε στην εταιρεία ένα δίωρο διαφημιστικό σποτ με το οποίο θα ασχολούμαστε πολύ όλη την χρονιά.