Μία από τις πιο ιδιαίτερες δουλειές που έχουμε δει εδώ και καιρό, ίσως ακόμα περισσότερο και εξαιτίας της (νέας) καραντίνας μέσα στην οποία κυκλοφόρησε είναι το Berlin: Πρώτος Θάνατος, μια σκοτεινή noir/horror ιστορία σε σενάριο του Κυριάκου Αθανασιάδη και σε σχέδιο του Νικόλα Κούρτη, από τις εκδόσεις Jemma Press.
Kαι είναι ιδιαίτερη όχι μόνο για το σμίξιμο κλασσικών noir στοιχείων με μια γοτθική ή και καθαρά horror αισθητική, πράγματα που αποτελούν κάτι το ασυνήθιστο στην ελληνική σκηνή, αλλά και για την προσοχή με την οποία οι δύο δημιουργοί έχουν φιλοτεχνήσει το πλαίσιο στο οποίο λαμβάνει χώρα η ιστορία, την ίδια τη μόνιμα βροχερή πόλη της Μπερλίν (και όχι Βερολίνου), μια μητροπολιτική χοάνη γεμάτη γοτθικά και επιβλητικά δυσοίωνα μπρουταλιστικά οικοδομήματα και ανθρώπους μεταφορικά ή και κυριολεκτικά νεκρούς. «Υπάρχουν πολλοί τρόποι να πεθάνεις στην Μπερλίν» μας υπενθυμίζει με μια τελετουργική επανάληψη ο πρωταγωνιστής. Πολλοί από αυτούς δεν είναι (μόνο) φυσικοί αλλά απλωνουν τα πλοκάμια τους σε εφιαλτικές, αλλοδιάστατες καταστάσεις, μεταξύ θανάτου και ζωής.
Η Μπερλίν μέσα από το επιβλητικό, φωτορεαλιστικό σχέδιο του Κούρτη απλώνεται σε μια απέραντη έκταση, χωρίς αρχή ή τέλος, πάνω η κάτω. Κάθε καρέ στο οποίο ο πρωταγωνιστής χάνεται όλο και πιο βαθιά σε αυτή, αναζητώντας τη femme fatale της ιστορίας του, είναι επιβλητικό και μνημειώδες. Η πόλη αυτή μοιάζει ζωντανή, μια ύπαρξη πέρα από τους κατοίκους της, και μάλιστα πρωταγωνιστεί στην ιστορία, στο ίδιον βαθμό (ή και μεγαλύτεροίσως) από ότι ο Lovecraft-ικός ντεντέκτιβ Ράντολφ Κάρτερ.
Η μιαρή και μολυσματική πόλη παίρνει τη συμβολική θέση ενός (κοινωνικού) ψυχισμού, γεμάτου φαντάσματα από το παρελθόν, τρόμους για το μέλλον, δηλητήρια από το παρόν. Η Μπερλίν βρίθει από λυκανθρώπους, ζόμπι, Εμπρηστές και lovecraft- ικά πλοκαμοειδή και αντιανθρώπινα πλάσματα, όλα παρμένα από τη δυτική παράδοση του τρόμου και απεικονισμένα με τα συμβολικά μέσα του noir ως είδους αφήγησης. Καταδυόμενοι σε αυτή οι αναγνώστες μαζί με τον πρωταγωνιστή, σπρωγμένοι από μια ενόρμησης ζωής, σφιχταγκαλιασμένης με τον θάνατο, παρατηρούν το ατέλειωτο αστικό τοπίο να τους καταπίνει. Και αισθάνονται ασυνήθιστα οικεία με αυτό.
Γιατί το πιο θλιβερό πράγμα σε αυτή δεν είναι οι νεκροζώντανοι που προσπαθούν να ζήσουν, αλλά οι άνθρωποι που δρουν σα νεκροί, που έχουν χάσει κάθε ελπίδα. Βέβαια στο noir τοπίο, αυτός ο μηδενισμός ελάχιστες φορές δρα ως κάτι παραπάνω από μια τάση απόδρασης. Ή, όπως εδώ, μιας απελπισμένης αντίστασης που αγκαλιάζει την καταστροφή και θέτει την εκδίκηση πάνω από όλα. Γνωρίζοντας, μέσα μας, πόσο πραγματικά σαθρή είναι η κοινωνία (της Μπερλίν) δύσκολα η αλήθεια είναι μπορούμε να αρνηθούμε έστω αυτή τη λογική. Η Μπερλίν είναι τόσο τεράστια, που στην ιστορία πιάνει ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος από όσο θα περίμενε κανείς, αφήνοντας τελικά χώρο για ένα κάπως γραμμικό σενάριο, χωρίς τις περιπλοκές που θα είχε μια noir ιστορία. Αυτό βέβαια δικαιολογείται και από το ότι δεν είναι παρά η πρώτη από τις περιπέτειες του Ράντολφ Κάρτερ στην Μπερλίν…
Σε αυτό το γνήσια αστικό τοπίο, παρά τις horror προεκτάσεις του, η ιδιαίτερα γραμμένη μορφή του πρωταγωνιστή Ράντολφ Κάρτερ είναι ίσως και μια δύναμη συντήρησης. Μπορεί ο μονόλογος του να είναι πολλές φορές η μόνη συντροφιά του αναγνώστη, όμως δύσκολα μπορεί να γίνει συμπαθητικός σε αυτόν. Πολύ πιο κοντά στη στερεοτυπική μορφή του hard bolied ντετέκτιβ, από αυτές που έλαμψαν στα πρώτα βήματα των noir στις ΗΠΑ, ο Κάρτερ δίνει την απαραίτητη, αλλά ψυχρή ξενάγηση στην πόλη και τους χαρακτήρες της. Επικεντρωμένος και αυτός στην επιβίωση και τη φυγή από τη θλιβερή πραγματικότητα, είναι αποφασισμένος να μην αφήσει την Μπερλίν να τον νικήσει, με κάθε κόστος. Ψυχικό ή άλλους είδους.
Οι αρετές του Αθανασιάδη στους χαρακτήρες λάμπουν περισσότερο στις δύο femme fatale της ιστορίας του, της βρυκόλακα Ντανς και της κυνηγημένης Σούαν. Η πρώτη, την οποία οι αναγνώστες είχαν δει και στον πέμπτο τεύχος του Μπλε Κομήτη (με διαφορετικό σχέδιο και εντελώς άλλη ατμόσφαιρα) δίνει μια συναισθηματική βαρύτητα όχι μόνο στον πρωταγωνιστή, αλλά και στην ιστορία. Παρότι τέρας η ίδια, ανθρωποποιεί με τη τραγικότητα της τους χαρακτήρες που την περιβάλλουν. Ταυτόχρονα η ίδια εμφανίζεται ως η πιο συνειδητοποιημένη φιγούρα στην ιστορία, γνωρίζει, βαθιά μέσα της, πως η Μπερλίν είναι ατέλειωτη και προσοπωποιεί την επιλογή της παράδοσης στις δυνάμεις της
Από την άλλη, η Σουάν λειτουργεί αντιθετικά, αντιστεκόμενη στις συνέπειες που έχει η εκμετάλλευση. Ο χαρακτήρας της δεν παραδίνεται στον πόνο, δρα αποφασιστικά και εκτελεί, με την απρόθυμη βοήθεια του Κάρτερ, ένα απελπισμένο σχέδιο να ξεφύγει από μια σήψη κοινωνική και προσωπική. Ό,τι και αν της στοιχίσει. Η Σούαν είναι, παρά τις λίγες γραμμές διαλόγου της, ίσως τελικά και ο πιο ανθρώπινος χαρακτήρας της ιστορίας.
Ο Πρώτος Θάνατος σίγουρα ανοίγει την όρεξη στους αναγνώστες να συνεχίσουν να εξερευνούν την αχανή γοτθική μητρόπολη (τους). Έτσι και αλλιώς, όπως λέει και ο Κάρτερ, «υπάρχουν πολλοί τρόποι να πεθάνεις στην Μπερλίν».