Σινεμά με πλακάτ, αίθουσες κλειστές– Οι 10 καλύτερες ταινίες του 2023

admin Από admin 17 Λεπτά Ανάγνωσης

Το 2023 ήταν γενικά μια χρονιά με πολλές συγκρούσεις και ανατροπές στον κινηματογράφο, κάτι γενικά καλό, αφού στη σύγκρουση πάντα αναδεικνύονται εκείνα τα στοιχεία της τέχνης που τελικά σημαδεύουν μια εποχή. Πολύ μακριά από το ακόμα μουδιασμένο από τον Covid και τους περιορισμούς του 2022, η χρονιά που φεύγει είχε πολλές ταινίες που θα συζητάμε για καιρό και γεγονότα που θα σχολιάζουμε για περισσότερο.

Ίσως το σημαντικότερο από αυτά, το οποίο είχαμε αναφέρει και στην αντίστοιχη λίστα για τις σειρές (αφού πλέον η κινηματογραφική και τηλεοπτική παραγωγή είναι αλληλένδετες, ειδικά με την είσοδο του streaming και στη μεγάλη αίθουσα) ήταν η απεργία των σεναριογράφων η οποία συνοδεύτηκε και από αυτή των ηθοποιών. Με μια ξεκάθαρη επίθεση στα εργασιακά κεκτημένα σεναριογράφων και ηθοποιών, η στουντιακή εργοδοσία ήθελε όχι απλά να επεκτείνει το περιθώριο κέρδους της πετσοκόβοντας μισθούς και χειροτερεύοντας συνθήκες εργασίας αλλά αυτή τη φορά το πήγε ένα βήμα παραπέρα. Μέσα στα βασικά της πλάνα ήταν η, σταδιακή τουλάχιστον, δυστοπική απομάκρυνση των ίδιων των δημιουργών από τις ταινίες και τις σειρές που καταναλώνουμε, με τη χρήση του ΑΙ. Έτσι είχαν την απαίτηση όχι μόνο να γράφονται σενάρια με ΑΙ, αλλά ήθελαν ακόμα και την ίδια την εικόνα των ηθοποιών, σε σκηνές πλήθους αρχικά, αλλά εάν είχε επιτυχία, το μέτρο χωρίς αμφιβολία θα προχωρούσε. Απέναντι σε αυτή τη επίθεση, για πρώτη φορά εδώ και τουλάχιστον 60 χρόνια, σεναριογράφοι ΚΑΙ ηθοποιοί βγήκαν στους δρόμους, η παραγωγή παρέλυσε και η «ομαλότητα» διασπάστηκε, όπως δηλαδή έπρεπε κανονικά να λειτουργεί μια απεργία. Η τελική νίκη αυτού του αγώνα δεν είναι το τέλος, αξίζει όμως μια σημαντική αναφορά καθώς δείχνει ότι είναι δυνατό να πετύχουν οι εργαζόμενοι νίκες ακόμα και τη Μέκκα του Καπιταλισμού.

Δεύτερο, για εμάς, στοιχείο της χρονιάς είναι η πλήρη κατάρρευση του υπερηρωικού είδους, το οποίο για 15 χρόνια έφερνε κόσμο στις αίθουσες και λεφτά με τη σέσουλα στα σχετικά studio, κυρίως τη Marvel/Disney. Πέρα από τη δημιουργική πτώχευση του είδους, καθώς ό,τι υπερηρωική ταινία βγήκε τη χρονιά που φεύγει στις αίθουσες ήταν το λιγότερο ντροπιαστικά κακή, του κακοφορμίσματος της φόρμουλας της Marvel αλλά και τη γενική απαξίωση του Multiverse, το φρενάρισμα της οικονομικής πορείας του είδους είναι ίσως και ένα καλό δείγμα, αφού, ελπίζουμε, να δώσει γενικά μια άλλη κατεύθυνση στον blockbuster κινηματογράφο και να μας λυτρώσει από τη λαίλαπα και των shared universe αλλά και των sequel/prequel/spin-offs που κατακλύζουν τις οθόνες μας τα τελευταία πολλά χρόνια.

Τελευταίο, και εγχώριο, είδαμε στην Ελλάδα το κλείσιμο πολλών αιθουσών, του Ideal κυρίαρχου ανάμεσά τους και την επίθεση συνολικά στον κινηματογράφο ως μορφή μαζικής ψυχαγωγίας. Όλο αυτό από μια πολιτική η οποία δεν ενδιαφέρεται για την τέχνη εάν δεν έχει την αιγίδα κάποιου σπόνσορα, που δεν ενδιαφέρεται για τους κατοίκους μια πόλης αλλά για τους τουρίστες και που στην τελική η μόνης της επαφή είναι «ταινίες» του Σμαραγδή, θέατρα του Λιγνάδη και γενικά όπου έρχεται κάποιος γνωστός ηθοποιός στην Ελλάδα, ξεφυτρώνει δίπλα του σα φίκος για φωτογραφίες. Γενικά είναι λίγο δύσκολο να την παλέψει κανείς πια σε αυτή τη χώρα που λέγεται καπιταλισμός.

Οπότε… πάμε να δούμε πράγματα από άλλες χώρες, της φαντασίας και με αυτό εννοούμε τις ταινίες που μας κράτησαν στο ύψος μας και φέτος!

Η αλήθεια είναι πως, ένα τόσο επιθετικό μάρκετινγκ για κάποιο όχι τόσο blockbuster τύπου φιλμ ίσως είχαμε να δούμε από το remake του IT ή, μιλώντας ξανά για τον ασταμάτητο σχολιασμό στα social media, στις indie παραγωγές της A24.

Μεταφερόμαστε στο Barbieworld, εκεί όπου η ζωή μοιάζει ουτοπική, είναι κάθε μέρα η ίδια, άλλα αυτό δεν δείχνει να πειράζει καμία από τις Barbie ή από τους Ken που φαίνεται να ζουν αρμονικά σε ένα άκρως μητριαρχικό περιβάλλον. Αυτό, βέβαια, δεν θα κρατήσει πολύ, αφού η πρωταγωνίστρια, το μοντέλο της στερεοτυπικής Barbie, όπως την αποκαλούν, αρχίζει να έχει δυσμενείς σκέψεις για το μέλλον, πράγμα που την οδηγεί σιγά σιγά στο να αποβάλει τα Barbie-χαρακτηριστικά της και να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην υπαρξιακή κρίση.

Μπορεί η ταινία της Greta Gerwig (Lady Bird, Little Women) να μην είναι το πρωοθημένο φεμινιστικό ανάγνωσμα με το οποίο θα ήμασταν ικανοποιημένοι, αλλά σε μια κοινωνία που αρνείται να δεχθεί κάτι στοιχειώδη ζητήματα, όπως η γυναικοκτονία και οι ομόφυλοι γάμοι, καλό είναι να λέμε (ξανά) έστω και τα βασικά.

Άλλη μια ταινία για το διαφορετικό, τ@ Άλλο. Άλλη μια ταινία για την οποία οι χριστιανοταλιμπάν που κυβερνάνε αυτόν τον κόπο έκαναν χαμούλη. Μόνο και μόνο για αυτό θα άξιζε ίσως η αναφορά του Νimona στις ταινίες της χρονιάς, και ας μην ήταν ένα πανέμορφο animation, με τρομερή ενέργεια, voice acting και συγκινητική ιστορία. Που ήταν όλα αυτά.

Το Nimona είναι μία ταινία η οποία βάζει τα γυαλιά σε πολλές σύγχρονες ταινίες animation. Και αν αναλογιστεί κανείς το γεγονός ότι αυτή η ταινία λίγο έλλειψε να μην τη δούμε ποτέ σε κάνει να αναρωτιέσαι πόσα ακόμα ωραία πράγματα δεν έχουμε καταφέρει να δούμε λόγω της απληστίας των μεγάλων εταιριών που κινούν το Hollywood. Ευτυχώς το Nimona τη γλίτωσε. Και πάλι καλά γιατί είναι υπέροχο.

8 – How to Have Sex

Η Τάρα είναι 17 χρονών. Αλλά αυτή είναι μια πληροφορία που στα Μάλια της Κρήτης ξέρουν μόνο εκείνη και οι φίλες της. Μπροστά στο άγχος του ενδεχόμενου να μην περάσει τις τελικές σχολικές εξετάσεις της, αποφασίζει αυτό το καλοκαίρι να αποτελέσει μια περίοδο ξέφρενης διασκέδασης. Το οποίο άμεσα σημαίνει πολύ (μα πολύ) αλκοόλ και… αγόρια. Αυτό το καλοκαίρι προβλέπεται αξέχαστο, αλλά όχι όπως θα το περίμενε η ίδια. 

Το How To Have Sex είναι ένα ψυχογράφημα που καθόλη τη διάρκειά του, αλλάζει τόνο και αποχρώσεις όσο και η Τάρα βυθίζεται στην πραγματικότητα της σεξουαλικής κακοποίησης εντός αυτής της πατριαρχικής κοινωνίας. Η Molly Manning Walker, στη πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία, μας χαρίζει μια ταινία γύρω από την έννοια της συναίνεσης, εμβαθύνοντας στις ψυχολογικές και συναισθηματικές προεκτάσεις του σεξ. Μια ταινιά αναφορική στην σύγχρονη gen-z νεολαία. Ένα έργο που μας κανεί να ανατρέξουμε και να αναλογιστούμε επί των προσωπικών μας βιωμάτων, αλλά πάνω απ’ όλα να αναφωνήσουμε, ΚΑΝΕΝΑΣ ΜΟΝΟΣ – ΚΑΜΙΑ ΜΟΝΗ. 

7 - Killers of the Flower Moon

Μπορούν να ειπωθούν πολλά για το σινεμά του Scorsese και γενικά ναι είναι από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες έβερ, δεν υπάρχει άνθρωπος που να αντιλέγει σε αυτό. Το ότι όμως ακόμα και μετά από τόσα χρόνια, καταφέρνει να κάνει μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς είναι αξιοθαύμαστο. Γιατί το Killers Of The Flower Moon δεν πρόκειται απλά για μια ταινία με εξαιρετική σκηνοθεσία, κινηματογραφία και μερικές από τις καλύτερες εμφανίσεις των “μεγάλων” DiCaprio (The Revenant, Once Upon A Time In Hollywood) και De Niro (Joker, The Irishman), αλλά και της αγαπημένης Lily Gladstone. Αλλά οι «Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού» είναι μια καθαρόαιμη σκορσεζική ταινία, αφού στον τεράστιο καμβά της χωράει όλο το γνώριμο και ταγμένο σύμπαν του δημιουργού της. Ένα εγκώμιο γύρω από την βία, την πατριαρχική οικογένεια, το καπιταλιστικό ιδεώδες, τις ανθρώπινες σχέσεις, μπλέκοντάς το καλό, το κακό και το γκρί και αποδίδωντας νέες αποχρώσεις. Μια ταινία για την γενοκτονία των Ινδιάνων και το “Αμερικανικό όνειρο”, πάντα στο βωμό του κέρδους. Η επιτυχία της διαφαίνεται και μόνο από το πως επί 3,5 ώρες σε έχει κρατημένο στην οθόνη σου και όταν τελειώνει να θες κι άλλο.

Μετά από μια χλιαρή ενασχόληση με τη δυτική άρχουσα τάξη στο Τhe Truth, ο Kore-eda Hirokazu του εξαιρετικού The Shoplifters επιστρέφει στις ρίζες του, σε μια ενασχόληση με την ιαπωνική εργατική τάξη, η οποία όμως δεν περιορίζεται σε μια ιστορία για την Ιαπωνία, αλλά, μέσα από την ανώνυμη επαρχία στην οποία διαδραματίζεται, καταφέρνει και αγκαλιάζει πολύπλευρα τις πιο (δια)προσωπικές και βαθιές στιγμές της ύπαρξης σε ένα πλαίσιο ζωής τόσο ασφυκτικό όσο ο ύστερος καπιταλισμός, που κάθε σχέση είναι διαμεσολαβημένη και πηγή κέρδους. Τελικά, ποιος ήταν το τέρας; Ίσως όλοι μας, όμως μπορούμε να πάψουμε να είμαστε εάν δούμε πραγματικά ο ένας τον άλλον.

Το The Old Oak ολοκληρώνει μία τριλογία ταινιών που ξεκίνησε με το I, Daniel Blake και συνεχίστηκε με το Sorry, We Missed You. Όλες τους καταπιάνονται με διαφορετικά σύγχρονα κοινωνικά θέματα, στρέφοντας το φακό στις ζωές και τα προβλήματα των «από κάτω». Πρόκειται για ταινίες βαθιά πολιτικές, με σαφείς θέσεις ενάντια στην κοινωνική ανισότητα, στην φτώχεια, στον πόλεμο· μία ταινία που πιθανόν να μην έβρισκε τον δρόμο για τις αίθουσες αν δεν είχε την δική του καλλιτεχνική υπογραφή.

Kαταδεικνύοντας τη δύναμη της μνήμης, στην ταινία ξετυλίγεται ένα διαγενεακό νήμα, με το οποίο ο Loach και ο Laverty επιχείρησαν να συνδέσουν το παρελθόν με το παρόν. Οι κοινότητες των βιομηχανικών εργατών που αφηγούνταν ο Hobsbawm ή των απεργών ανθρακωρύχων που θυμάται ο πρωταγωνιστής της ταινίας, μπορεί να έχουν πλέον διαλυθεί, όμως επιζούν οι ηθικές αξίες τους, ακόμα κι αν παραμένουν ξεθωριασμένες. Οι «από κάτω» προκειμένου να αντιπαλέψουν τις ανισότητες, την φτώχεια, τον πόλεμο, οφείλουν να παραμένουν ενωμένοι, με συλλογικότητα και αλληλεγγύη μεταξύ τους.

Η επάνοδος του Φινλανδού κλασικού, πια, Aki Kaurismaki -μετά το The Other Side of Hope του 2017, όταν και δήλωσε την απόσυρσή του από τον κινηματογράφο- με το φετινό Fallen Leaves διαψεύδει τα παραπάνω και αποτελεί, για μένα τουλάχιστον αδιαπραγμάτευτα, την ταινία της χρονιάς.

Το Fallen Leaves φημολογούταν ως η συνέχεια της «Τριλογίας του Προλεταριάτου» του Kaurismaki, μαζί με τα προγενέστερα, Shadow of Paradise (1986), Ariel (1988) και The Match Factory Girl (1990), όμως ο ίδιος άφησε να διαρρεύσει πως είχε χάσει το σενάριο.

Πιστός στην φόρμα του και στην γεμάτη ανθρωπιά, χιούμορ και ρομαντισμό αφήγησή του, δημιουργεί μία ακόμα one-take τραγικωμωδία με τους ανέκαθεν περιθωριοποιημένους και δυστυχισμένους ανθρώπους της γενέτειρας του να έχουν ακόμα λίγο ακόμα κουράγιο για ένα ρομάντζο στα πρότυπα Ιταλικής ταινίας του ‘60.Δεν υπάρχει κάτι πρωτότυπο, κάτι που να παρεκκλίνει από το ακατέργαστο και πολύτιμο σύμπαν του Kaurismaki, υπάρχει μόνο μία υπερβατική ιστορία αγάπης!

Ένας Βρετανός σκηνοθέτης, μία υποψηφιότητα για Χρυσό Φοίνικα και μία παραγωγή από την A24 δεν θα μπορούσαν παρά να αποτελέσουν το τρίπτυχο του επιτυχημένου κινηματογράφου των τελευταίων δεκαετιών. Η ταινία του Βρετανού Jonathan Glazer, γνωστού κινηματογραφιστή μερικών από των σπουδαιότερων video clips (Karma Police, Rabbit in your Headlights, Virtual Insanity) και σκηνοθέτη (Under the Skin, Sexy Beast), με την υπογραφή της Α24, απέσπασε υποψηφιότητα στις Κάννες το 2023 και κέρδισε τελικά το βραβείο των κριτικών κινηματογράφου (FIPRESCI).

Ο Rudolf Hoess (Christian Friedel) ο διοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης, ζει με την γυναίκα του, Hedwig (κατά κόσμον -φανταστική– Sandra Hueller) και τα πέντε τους παιδιά, κυριολεκτικά, στην μεσοτοιχία του Άουσβιτς. Η καθημερινότητά τους, είναι, και φαίνεται, ανέμελη, εντελώς ανεπηρέαστη από όσα συμβαίνουν δίπλα τους. Διατηρούν την κοσμικότητά τους, τι κι αν στην πλάτη τους έχουν την ίδια την κόλαση.

Η φρικαλεότητα της γενοκτονίας που διαπράττεται στην άλλη μεριά του παραμυθένιου κτήματός τους δεν δίδεται ποτέ ωμή στον φακό, παρόλα αυτά, κάθε στιγμή, η απόκοσμη μουσική του Mica Levi (Under the Skin, Zola) και οι ήχοι του Johnie Burn από τα ποδοβολητά και τα ουρλιαχτά των αιχμαλώτων σοκάρουν και αποσυντονίζουν τα μάτια μας από την απεχθή ευτυχισμένη ζωή των Hoess. Ένα αποστειρωμένο περιβάλλον, όπως ο φωτογράφος (Lukasz Zal) φρόντισε να τονίσει προσθέτοντας διαρκώς έντονα λευκό χρώμα σχεδόν σε κάθε σκηνή της ταινίας, είναι αρκετό για να τους κρατήσει μακριά από την απανθρωπιά και την εξαχρείωση που έχουν περιέλθει, αυτοαποκαλούνται κομπάζοντας, βασιλείς του Άουσβιτς.

Το The Zone of Interest είναι μία ταινία φτιαγμένη για να συντηρεί την πραγματική διάσταση του κακού και των κακών, σαν ανάμειξη του τότε και του τώρα.

Μέχρι πριν λίγο καιρό το συλλογικό νούμερο 1 μας. Η ταινία είναι μια πανδαισία χρωμάτων, σχεδίων, αλλοπρόσαλλων γραμμών που έχουν απίστευτη ψυχή και δύναμη. Είναι μία πραγματικά άχαστo, κινηματογραφικό παλίμψηστο, στο οποίο κάθε χρώμα είναι γεμάτο συναίσθημα, κάθε (πρωτοποριακό τεχνικά και πάντα ενδιαφέρον καλλιτεχνικά) καρέ είναι προσεκτικά τοποθετημένο, κάθε αστείο εξαιρετικά χρονολογημένο για να ελαφραίνει μια κατάσταση δύσκολη. Σε αντίθεση με τις teen σάχλες των live action Spider-Man της Marvel, τα αστεία εδώ δε βαραίνουν την ταινία και δεν είναι απλά pop culture αναφορές (το χιούμορ του σύγχρονου τεμπέλη). Αντίθετα, διασχίζουν και τα 60 χρόνια ζωής του χαρακτήρα στα κόμικς, τα video games, τη μικρή και τη μεγάλη οθόνη και, τελικά, δημιουργούν ένα διακειμενικό πλαίσιο στο οποίο η ταινία στοχάζεται τόσο το παρελθόν αλλά και, περισσότερο, το μέλλον του ήρωα.

Όλα αυτά είναι συγκλονιστικά, γιατί δε θα έπρεπε να δουλεύουν. Δε θα έπρεπε τόσο ετερόκλητα στοιχεία, τόσοι πολλοί διαφορετικοί τρόποι να πεις, να σχεδιάσεις και να εικονογραφήσεις μια ιστορία, τρόποι που όχι μόνο δεν ταιριάζουν μεταξύ τους, αλλά οι διαφορές τους τονίζονται ακόμα περισσότερο από τη γειτνίαση, να δένουν τόσο καλά μεταξύ τους. Αυτή η μαξιμαλιστική πολυφωνία μέσων είναι μια συγκεκριμένη και δύσκολη καλλιτεχνική επιλογή, που για να δημιουργηθεί χρειάστηκαν γενναία βήματα στην ίδια την Τέχνη του animation. Kαι απέδωσε άψογα.

1 – Poor Things

Αλλά είμαστε και γραμμένοι Λάνθιμος Χούλιγκανς η αλήθεια είναι. O Λάνθιμος (The Favourite, Ο Aστακός), παραδίδει την πιο ώριμη, ψυγαγωγική ταινία του, με μια βαθιά σωματική Emma Stone (La la land, Maniac) να κλέβει την παράσταση (και τα διεθνή βραβεία) στο ρόλο μιας θηλυκότητας που, κυνικά, δομεί την εαυτή της. Must see σε κινηματογράφο!

Μοιραστείτε το Άρθρο