Από τις εκδόσεις Anubis κυκλοφορεί στα ελληνικά το Doomsday Clock της DC σε δύο τόμους, με τον κάθε τόμο να έχει έξι τεύχη από τα συνολικά 12 της σειράς.
Το Doomsday Clock κυκλοφόρησε για 2 χρόνια (2017-2019) και είναι μία δημιουργία των Geoff Johns (σενάριο) και των Gary Frank & Brad Anderson (σχέδιο και χρώματα). Πρόκειται για μία προσπάθεια που θέλει να ενώσει τις δύο μεγάλες επιτυχίες της DC: τους ιστορικούς Watchmen με το τεράστιο σύμπαν των υπερ-ηρώων, του Superman, του Batman και όλων αυτών, ειδικά όπως διαμορφώθηκε τα τελευταία πέντε χρόνια, κατά την περίοδο που ορίστηκε ως Rebirth. Πρόκειται προφανώς για πολύ φιλόδοξο εγχείρημα: δεν είναι εύκολο να ακουμπήσει κανείς τους Watchmen πόσο μάλλον να γράψει μία ιστορία που θα έχει και χαρακτήρα σίκουελ — βέβαια η επιτυχία της σειράς δείχνει ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό.
Επιπλέον, οι ομάδα των δημιουργών έβαλε και ένα ακόμα «καθήκον» στον εαυτό της: να εξηγήσει και να επιλύσει τις συνέχειες και ασυνέχειες που χαρακτηρίζουν τον κόσμο των υπερ-ηρώων. Αυτό ανοίγει μία σειρά ερωτημάτων που πάντοτε ταλαιπωρούν τα υπερ-ηρωικά κόμικ που μετράνε σχεδόν 90 χρόνια ζωής. Πώς διατηρούνται νέοι αυτοί οι χαρακτήρες; Σε ποια χρονική περίοδο τοποθετούνται; Πώς εξηγούνται τα διαρκή reboot, οι αλλαγές στους χαρακτήρες και όλα αυτά που προκαλούν πονοκέφαλο ακόμα και στους πιο «διαβασμένους» φαν; Από αυτή την άποψη, το Doomsday Clock είναι ένα «μετά-κόμικ», ένα κόμικ για το πώς γράφονται και εξελίσσονται τα κόμικ — πράγμα ιδιαίτερα ταιριαστό αν σκεφτούμε ότι έναν παρόμοιο ρόλο επιτέλεσε το -πολύ πρωτοποριακό για την εποχή του- Watchmen.
Το σενάριο τοποθετεί τους Watchmen ως ένα ακόμα διακριτό σύμπαν μέσα στο πολύ-σύμπαν (Multiverse) της DC και όλα ξεκινάνε 7 χρόνια μετά το τέλος του κλασικού κόμικ. Οι προσπάθειες του Ozymandias να σώσει τον κόσμο (σκοτώνοντας εκατομμύρια στην προσπάθεια του) πέφτουν στο κενό: το σχέδιο του αποκαλύπτεται, ο ίδιος είναι κυνηγημένος ενώ η γεωπολιτική ένταση και η απειλή πυρηνικού πολέμου (κεντρικό θέμα στους Watchmen) επανέρχεται. Ο ίδιος ο Ozymandias ξεκινάει να ψάχνει τον πανίσχυρο Dr. Manhattan για να του ζητήσει να διορθώσει την κατάσταση, ενώ στην πορεία θα μαζέψει τον νέο Rorschach καθώς και δύο νέους χαρακτήρες, τη Μαριονετίστα και τον Μίμο. Η αναζήτηση του Manhattan (o οποίος έχει διακόψει κάθε επαφή με την ανθρωπότητα) θα τον φέρει σε ένα ταξίδι σε ένα διαφορετικό σύμπαν και θα καταλήξει στο Gotham.
Μένοντας πιστοί στην παράδοση της ανατροπής των συμβάσεων, οι δημιουργοί του Doomsday Clock δεν μας δίνουν μία τυπική συνάντηση ηρώων. Κάθε ένας από τους χαρακτήρες του σύμπαντος των Watchmen ακολουθεί διαφορετική πορεία, ψάχνοντας να βρει κάτι οικείο στη νέα πραγματικότητα. Το πιο σημαντικό βέβαια είναι τα κοινά σημεία ανάμεσα στα δύο σύμπαντα. Η ένταση και η απειλή της καταστροφής δεν απουσιάζει ούτε από τον κόσμο των υπερηρώων. Η «θεωρία των μετανθρώπων» έχει γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής και, σύμφωνα με αυτή, οι περισσότεροι υπερ-ήρωες έχουν εμφανιστεί στις ΗΠΑ γιατί το αμερικανικό κράτος διεξάγει πειράματα και συγκεντρώνει έναν στρατό με υπερ-δυνάμεις ώστε να ισοπεδώσει τους αντιπάλους του. Η ένταση ανάμεσα σε διαφορετικά γεωπολιτικά στρατόπεδα (ΗΠΑ vs Ρωσία/Ιράν) ανεβαίνει και οι υπερήρωες, παρά τις καλές προθέσεις τους, αποτυγχάνουν να εξομαλύνουν την κατάσταση.
Όλα αυτά θυμίζουν φυσικά σε μεγάλο βαθμό το σενάριο των Watchmen, το οποίο ο σεναριογράφος Geoff Johns προσπαθεί να προσαρμόσει στις νέες συνθήκες, αναμειγνύοντας ζητήματα πόλωσης «νέου τύπου», fake news και ψηφιακές ειδήσεις, με σαφείς βολές προς τον Trump αλλά και την ευρύτερη διχόνοια εντός της αμερικανικής κοινωνίας και παγκοσμίως. Υπό αυτή την έννοια, το Doomsday Clock είναι ένα βαθιά πολιτικό κόμικ που εκφράζει τις απόψεις και τις ανησυχίες των δημιουργών του και προσπαθεί να επικοινωνήσει με το πνεύμα της εποχής μας. Φυσικά, οι απόψεις αυτές ορίζονται από την αμερικανική πολιτική σκηνή και πολιτική κουλτούρα και αντίστοιχα προβάλλονται αυτά τα στοιχεία στο διεθνές πλαίσιο. Ωστόσο, το κόμικ, παρά τις όποιες αστοχίες, δεν ξεφεύγει σε μία τυπική προπαγάνδα ενάντια στους «κακούς Ρώσους», ενώ δίνει και κάποιες πολύ δυνατές (και σπάνιες) στιγμές κριτικής στην αμερικανική εξωτερική πολιτική καθώς την εύλογη δυσπιστία απέναντι της.
Τα κοινά σημεία με τους Watchmen δεν τελειώνουν εδώ. Το αριστούργημα των Alan Moore – Dave Gibbons χαρακτηρίστηκε, μεταξύ άλλων, ως ένα μεταμοντέρνο κόμικ που καταργεί τόσο τις συμβάσεις των υπερ-ηρωών όσο και τις συμβάσεις της αφήγησης: σπάει την ενότητα εικόνας-κειμένου, παρεμβάλλει (φαινομενικά άσχετες) ιστορίες μέσα στην κεντρική ιστορία, δίνει ρόλο αφηγητή στον Dr. Manhattan ο οποίος έχει μη γραμμική αντίληψη του χωροχρόνου. Όλο αυτό συνθέτει ένα κατακερματισμένο, πολυσχιδές κόμικ που κατόρθωσε να διευρύνει συνολικά τους ορίζοντες των κόμικ. Το Doomsday Clock δεν καταφέρνει να είναι τόσο καινοτόμο. Ωστόσο, ως φόρος τιμής στο Watchmen στέκεται εξαιρετικά. Κάθε κεφάλαιο κλείνει με υλικό από εφημερίδες και γράμματα που συμπληρώνουν ή και ανατρέπουν όσα διαβάσαμε στις προηγούμενες σελίδες, ενώ συχνά παρεμβάλλονται σκηνές από μία ταινία νουάρ, η σημασία της οποίας θα αποκαλυφθεί στο τέλος. Επιπλέον, όταν η αφήγηση περνάει σε πρώτο πρόσωπο από την οπτική του Dr. Manhattan, που είναι πλέον πλήρως αποκομμένος από την ανθρωπότητα και την επεξεργάζεται ως πειραματόζωο, έχουμε μερικές από τις καλύτερες στιγμές του Doomsday Clock.
Σε σχέση με το σχέδιο, η παρουσία του Gary Frank (Midnight Nation, Incredible Hulk, Batman Earth One και πολλά άλλα) αποτελεί εγγύηση για ένα κόμικ που θέλει να είναι συγχρόνως επικό και ανθρώπινο, καθημερινό. Η λεπτομέρεια στα πρόσωπα , στις εκφράσεις είναι αναγκαία στοιχεία που «εξανθρωπίζουν» χαρακτήρες που, πέρα από υπερ-άνθρωποι, είναι βασανισμένοι, απογοητευμένοι, πολύ συχνά ακόμα και ανήμποροι μπροστά σε δυνάμεις που τους ξεπερνούν. Το πιο απαιτητικό στοιχείο σχεδιαστικά είναι η προσήλωση στην κατανομή της σελίδας σε 9 καρέ, 3χ3 — στοιχείο που και αυτό αναφέρεται στους Watchmen. Aυτή η διάταξη καταφέρνει να αποδώσει την αίσθηση του κατακερματισμού αλλά και να κορυφώσει την αγωνία. Σε πολλά σημεία πιθανώς να γίνεται κατάχρηση αυτής της τεχνικής, όμως το συνολικό αποτέλεσμα είναι αρκετά καλό.
Αν κάπου υστερεί το Doomsday Clock, αυτό είναι η προσπάθεια να «επιδιορθώσει» τη συνοχή του σύμπαντος της DC, αντιφάσεις που είναι αναπόφευκτες μετά από τόσες δεκαετίες, τόσους διαφορετικούς δημιουργούς, τόσες αλλαγές στα ίδια τα κόμικ και το κοινό τους. Οι «απαντήσεις» που δίνονται στο τέλος δεν είναι ικανοποιητικές αλλά, το πιο βασικό είναι πως δεν χρειάζονται καν. Όλοι και όλες καταλαβαίνουν ότι χαρακτήρες με υπόβαθρο τόσων χρόνων, θα έχουν κενά και αντιφάσεις στις ιστορίες τους. Το Doomsday Clock βασανίζεται στο τέλος από ερωτήματα χωρίς πραγματική σημασία. Αυτό που τραβάει το κοινό στους υπερ-ήρωες ακόμα δεν είναι το πόσο «τακτοποιημένο» ή ρεαλιστικό είναι το σύμπαν τους ή ιστορία του καθενός. Μία ιστορία που μπορεί να χρησιμοποιήσει τον Superman, τον Dr. Manhattan και μία νέα εκδοχή του Rorschach για να πει μία ιστορία επίκαιρη, που μιλάει στην καρδιά των κοινωνιών του 21ου αιώνα, δεν χρειάζεται κάτι άλλο.
Aπό αυτή την άποψη, το Doomsday Clock τα καταφέρνει περίφημα. Στέκεται τόσο ως ένας φόρος τιμής σε ένα από τα καλύτερα κόμικ που έχουν βγει ποτέ, ενώ εμπνέεται από αυτό για να διηγηθεί μία νέα ιστορία.