To Dungeons and Dragons έχει σίγουρα τις ρίζες του στη (δυτικοευρωπαϊκή) λογοτεχνία φαντασίας. Ιστορίες όπως ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, το Μπέογουλφ και η Νάρνια επηρέασαν όχι μόνο τον σχεδιασμό του αλλά και, πολύ βασικότερα, το πώς αντιλαμβανόμαστε εμείς οι ίδιοι τους κόσμους στους οποίους μεταφερόμαστε ως παίχτες. Ωστόσο, επειδή όλα είναι αμφίδρομα, το Dungeons and Dragons χρησιμοποίησε τελικά αυτό το δάνειο για να παράξει και μια δική του λογοτεχνία, η οποία μπορεί να μην έχει πάντα το ίδιο βάθος και επιδραστικότητα όπως τα κλασικά έργα από τα οποία προήλθε, αλλά για εμάς, ως παίχτες και δημιουργούς, έχει τη δική της αξία και χαρά.
Το Dragonlance και ο κόσμος του Krynn αποτελούν, πλέον, το δεύτερο μεγαλύτερο τέτοιο παράδειγμα, μετά την απόλυτη κυριαρχία των Forgotten Realms και την εποποιία των δικών του ηρώων, όπως ο Elminster και πλέον κυρίως, ο Drizzt Do’Urden. Επίσης, σε αντίθεση με τα Forgotten Realms, τα οποία έχουν επισκεφθεί ως συγγραφείς αρκετά ονόματα, το Dragonlance αποτελεί κυρίως έργο δύο ανθρώπων, της Margaret Weis και του Tracy Hickman. Γεννημένο από πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους επιρροές (από τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών μέχρι τη μυθολογία και τη γλώσσα της Ινδονησίας, αλλά και το προσωπικό DnD παιχνίδι των δημιουργών του), το Dragonlance αποτέλεσε έναν πιο συγκροτημένο, παραδοσιακό κόσμο φαντασίας, σε αντιπαράθεση με το πάντα δημιουργικό χάος των Λησμομηνένων Βασιλείων. Παράλληλα, αποτέλεσε και έναν κόσμο πιο ευρύ, κατά μία έννοια, στον οποίο οι ήρωες δε θα ήταν ελεύθεροι να κάνουν τις συνηθισμένες ασυδοσίες, αλλά θα καλούνταν να πάρουν σημαντικές αποφάσεις, να ηγηθούν στρατών και τελικά, να σώσουν ή να καταστρέψουν τον κόσμο.
Πρώτη και βασική του τριλογία είναι το Dragonlance Chronicles, μια, κατά μία έννοια, πολύ παραδοσιακή και στρωτή ιστορία fantasy για μια αρχαία θεά που θέλει να επιστρέψει στον κόσμο του Krynn και να τον κατακτήσει, και μια ομάδα απρόθυμων ηρώων θα βρει το μοναδικό αντικείμενο που μπορεί να τη σταματήσει, υπό την καθοδήγηση ενός περίεργου και σοφού μάγου. Ίσως πλέον, 40 χρόνια πια μετά την πρώτη της κυκλοφορία, η τριλογία να μη φαντάζει ιδιαίτερα συναρπαστική ή πρωτοπόρα, σε σύγκριση ειδικά με πιο πρόσφατα και ρηξικέλευθά έργα, που προκαλούν τα fantasy στερεότυπα που έχουμε συνηθίσει αντί να τα αναπαράγουν. Ίσως σε έναν νεώτερο αναγνώστη, ο οποίος αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό το παρελθόν να μην έχει να πει πια κάτι. Ωστόσο, οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι τα στερεότυπα αυτά καθιερώθηκαν για κάποιο λόγο και ότι έργα όπως το Dragonlance Chronicles κάνει το καλύτερο δυνατό που μπορεί με αυτά. Ναι, η ιστορία ποτέ δεν κρύβει τις Tolkien-ικές της επιρροέςΠροσπαθεί όμως πάντα να μην αφεθεί στο να γίνει μια παρωδία ή παρήχηση του κλασικού έργου, αλλά να πει τη δική της ιστορία. Και αυτό το καταφέρνει εξαιρετικά.
Καθώς η ιστορία εκτυλίσσεται, οι αναγνώστες οδηγούνται σε ένα καταιγιστικό roller coster από αναζητήσεις, μάχες και πολιτικές ίντριγκες. Η αφήγηση έχει αριστοτεχνικό ρυθμό, εξισορροπώντας στιγμές υψηλής έντασης με πιο ήρεμες, εσωστρεφείς σκηνές. Αυτή η ισορροπία κρατά τους αναγνώστες αφοσιωμένους και ανυπόμονους να αποκαλύψουν την επόμενη ανατροπή στην ιστορία.
Αυτό που ξεχωρίζει στο Dragonlance Chronicles είναι ο τρόπος με τον οποίο συνδυάζει άψογα την επική φαντασία με τις προσωπικές σχέσεις και το συναισθηματικό βάθος. Οι δεσμοί φιλίας και αγάπης που δημιουργούνται μεταξύ των χαρακτήρων βρίσκονται στο επίκεντρο της ιστορίας. Αυτές οι σχέσεις δοκιμάζονται από τις αντιξοότητες και προκαλούνται από τα ατομικά ελαττώματα και τα αντικρουόμενα κίνητρα, δημιουργώντας συναρπαστικές και αληθοφανείς δυναμικές. Οι συγγραφείς εμβαθύνουν σε θέματα πίστης, θυσίας και λύτρωσης, εξερευνώντας την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης και τη δύναμη των γνήσιων δεσμών.
Παράλληλα, ο Krynn είναι ένας πλήρως πραγματωμένος κόσμος με πλούσια ιστορία, ποικίλους πολιτισμούς και ένα πάνθεον θεών.
Οι συγγραφείς δημιούργησαν με επιμέλεια ένα πιστευτό και καθηλωτικό περιβάλλον που μοιάζει ζωντανό και ζωηρό. Από τη μεγαλοπρεπή πόλη της Solace μέχρι τους απειλητικούς πύργους του Πύργου της Υψηλής Μαγείας, κάθε τοποθεσία περιγράφεται με γλαφυρό τρόπο, προκαλώντας μια αίσθηση θαυμασμού και μεταφέροντας τους αναγνώστες απευθείας στην ιστορία.
Η ίδια η γλώσσα του έργου είναι ελκυστική και προσιτή, επιτρέποντας στους αναγνώστες να χαθούν εύκολα στις σελίδες του βιβλίου. Οι διάλογοι είναι καταιγιστικοί και ρεαλιστικοί, ζωντανεύοντας τους χαρακτήρες και ενισχύοντας τη συνολική εμπειρία της αφήγησης. Το στυλ γραφής των Weis και Hickman είναι περιγραφικό χωρίς να είναι υπερβολικά φλύαρο, επιτυγχάνοντας μια ισορροπία μεταξύ λεπτομέρειας και συντομίας που διατηρεί την αφήγηση σε ομαλή ροή.
Εν κατακλείδι, η τριλογία Dragonlance Chronicles είναι ένα ίσως κακογερασμένο αλλά σίγουρα αξιόλογο έργο της λογοτεχνίας φαντασίας. Οι συναρπαστικοί χαρακτήρες και πλοκή πλοκή, η περίπλοκη οικοδόμηση του κόσμου και η εξερεύνηση των θεμάτων της φιλίας και του ηρωισμού το καθιστούν ενδιαφέρον ανάγνωσμα για τους πιο παραδοσιακούς οπαδούς του είδους.