Ταινία μύθος που μέχρι σήμερα εκθειάζεται από όλους. Το ‘’Easy rider’’ εμφανίστηκε στο μεγάλο κινηματογραφικό πανί το 1969 και μίλησε κατευθείαν στην καρδιά της αμερικανικής νεολαίας. Ήταν η αυγή του ‘’Νέου Χόλυγουντ’’ το οποίο ερχόταν, σχεδόν με μια 5ετία καθυστέρηση, από το νέο κύμα του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Πόση σκόνη σήκωσε μέσα στην αμερικανική (και όχι μόνο) κινηματογραφική βιομηχανία και κοινωνία;
Η δεκαετία του ’60 στην Αμερική ήταν σαν μια πυρηνική έκρηξη μέσα σε μια κοινωνία η οποία είχε συνηθίσει να κρύβει τα προβλήματα της κάτω από το χαλί. Η Αμερική μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε γίνει αδιαμφισβήτητα μια υπερδύναμη. Προσπαθώντας να διαχωρίσει τη θέση της από την κομμουνιστική ιδεολογία της έτερης υπερδύναμης, φρόντισε να ενισχύσει τον συντηρητισμό της κρατώντας κατ’ επίφαση την έννοια της ελευθερίας με εμμονικό τρόπο στο κέντρο της αμερικανικής κοινωνίας, αλλάζοντας πλήρως το νόημα της μέσα στα στενά πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος και του ατομικού success story.
Eδώ, λοιπόν, βλέπουμε την αντίφαση της ή μάλλον την σχιζοφρένεια της αμερικανικής κοινωνίας, η οποία στηλιτεύεται στην ταινία ‘’Easy rider’’: Από τη μια έχουμε μια κοινωνία συντηρητική με στεγανά που ονομάζει ‘’ελευθερία’’ τον υλικό πλούτο και από την άλλη βλέπουμε να προσπαθεί να γεννηθεί μια νέα Αμερική με άλλα ιδανικά και προτεραιότητες, πιο ανθρώπινη, η οποία αντιμετωπίζει πραγματικά την ελευθερία ως αφηρημένη έννοια.
Οι κοινωνικές και πολιτικές διεκδικήσεις σε Ευρώπη και Αμερική από τη νεολαία των λεγόμενων baby boomers θα κάνει τις δεκαετίες του ’60 και ’70 να αλλάξουν μια για πάντα την ισορροπία του τρόμου ανάμεσα στις δυο υπερδυνάμεις. Η αμφισβήτηση του ορθόδοξου μαρξισμού από άλλα αριστερά και νεομαρξιστικά ρεύματα οδήγησε πολλά ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα να απογαλακτιστούν από την Σοβιετική Ένωση, ενώ έφερε στην επιφάνεια νέα κινήματα και αιτήματα τα οποία δεν συμπεριλαμβανόταν στο σκληρό πυρήνα του μαρξισμού: η σεξουαλική απελευθέρωση, η αναγνώριση των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων, το δικαίωμα στην άμβλωση, η ελεύθερη χρήση ναρκωτικών ουσιών κ.α.
Οι καπιταλιστικές κοινωνίες δεν μπορούσαν να χαρούν με αυτά τα χτυπήματα στην κομμουνιστική ιδεολογία καθότι δεν είχαν καμία όρεξη να αντιμετωπίσουν και να αγκαλιάσουν τέτοια κινήματα προς όφελός τους.
Η Αμερική ταλανιζόταν εκτός των άλλων και από τις φυλετικές διακρίσεις. Οι διεκδικήσεις των Αφροαμερικανών έγιναν όλο και πιο έντονες τη δεκαετία του ’60 και όλο πιο βίαιες μέσα στη δεκαετία του ’70. Η σεξουαλική απελευθέρωση, τα ναρκωτικά, τα κοινόβια, οι χίπηδες ερχόντουσαν κόντρα με την συντηρητική εικόνα της Αμερικής. Όλες αυτές οι νέες ιδέες και μόδες διαχώριζαν όλο και περισσότερο την αμερικανική κοινωνία σε μικρότερα κομμάτια, σε μια χώρα μωσαϊκό και δύσκολα διαχειρίσιμη.
Ο Βορράς και ο Νότος, οι πόλεις και οι επαρχίες, οι πλούσιοι και οι φτωχοί, οι λευκοί και οι έγχρωμοι, οι γυναίκες, οι άνδρες και οι ομοφυλόφιλοι, τα διάφορα κοινωνικά και θρησκευτικά κινήματα απασχόλησαν έντονα σαν αντιθέσεις τις δεκαετίες ’60 και ’70.
Όταν το ‘’Easy rider’’ προβάλλεται το 1969 ήδη η πρώτη ταραχώδη δεκαετία της Αμερικής κλείνει με τις δολοφονίες δυο Κένεντι , του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, του Μάλκολμ Χ, διαδηλώσεις σχεδόν για τα πάντα και ένα τεράστιο ωστικό κύμα από τον Μάη του ’68.
Η ταινία ήταν ανεξάρτητης παραγωγής, χαμηλού budget γραμμένη από τους Peter Fonda, Dennis Hopper και Terry Southern σε σκηνοθεσία του Hopper. Πρόκειται για μια ταινία road-trip δυο φίλων, του Billy και του Wyatt, πάνω σε chopper μοτοσυκλέτες. Την περισσότερη ώρα, τους βλέπουμε να οδηγούν μέσα σε αχανή τοπία των νότιων περιοχών της της βόρειας αμερικανικής ηπείρου υπό τους ήχους ενός επικού soundtrack που δύσκολα θα μπορούσε κάποια άλλη ταινία του είδους να συναγωνιστεί.
Τα ονόματα τους είναι επίτηδες επιλεγμένα από τους διάσημους Billy the Kid και Wyatt Earp. Ο ένας διαβόητος καταζητούμενος και ο άλλος επιτηρητής του νόμου. Το παιχνίδι της Άγριας Δύσης και των αρχέτυπων αρσενικών ρόλων που ΄χουμε συνηθίσει στις κλασικές αμερικάνικες ταινίες γουέστερν.
Το σενάριο δεν είναι σπουδαίο. Μπορεί κάποιος να ισχυριστεί πως δεν υπάρχει καν ή πως θα μπορούσαν οι διάλογοι να έχουν γραφτεί καλύτερα αλλά ο σκοπός αυτής της ταινίας δεν είναι τόσο ο διάλογος ή τα βαρύγδουπα συμπεράσματα που μπορούν να βγουν από τα λόγια, όσο η αίσθηση που αφήνει στον θεατή.
Μια αίσθηση πίκρας, αποσύνθεσης, απαισιοδοξίας, ανημποριάς, αναπόφευκτου, ανικανοποίητου, ακύρωσης, απογοήτευσης…
Οι δυο πρωταγωνιστές φαίνεται να μην μπορούν να κολλήσουν πουθενά. Περιπλανιόνται από μέρος σε μέρος έχοντας στο μυαλό τους να ξεφύγουν με τα χρήματα που έχουν κερδίσει από την αγοραπωλησία ναρκωτικών και να ζήσουν το μεγάλο όνειρο της ανεξαρτησίας τους, της ελευθερίας τους ως πλούσιοι και ευτυχείς. Το αμερικάνικο όνειρο.
Δεν γνωρίζουμε τίποτα για το παρελθόν τους. Δεν φαίνεται να προβληματίζονται ιδιαίτερα για τα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα παρά μόνο για την προσωπική τους ικανοποίηση. Μπορεί η εμφάνιση τους να προσομοιάζει με τους χίπηδες, ωστόσο το όνειρο τους είναι αρκετά συμβιβασμένο με τα ιδεώδη για την ‘’ιδανική ελεύθερη ζωή’’ στην Αμερική.
Στο δρόμο τους συναντούν σαν άλλοι ‘’Μικροί Πρίγκιπες’’ τα πολλά πρόσωπα της: Τον αγρότη, τον αστό που αποφάσισε να γίνει χίπης ζώντας μια αντι-συμβατική ζωή, τον μεσοαστό δικηγόρο μιας επαρχιακής πόλης ο οποίος φαίνεται να είναι ο μόνος που αντιλαμβάνεται την ματαιότητα των αμερικάνικων αξιών, τους άξεστους Νότιους επαρχιώτες που επιθυμούν να μείνουν αγροίκοι κολλημένοι σε παραδόσεις νεκρές.
Είναι φοβερό πως μέχρι σήμερα αυτοί οι χαρακτήρες υπάρχουν ακόμα στην Αμερική ολοζώντανοι..
Οι δυο ξέγνοιαστοι καβαλάρηδες έχουν ταυτιστεί με το αρχέτυπο του καουμπόι ο οποίος ταξίδευε στην Άγρια Δύση και ‘’δάνειζε’’ το γρήγορο πιστόλι του σε όποιον έδινε τα περισσότερα. Στην ταινία αυτό που φαίνεται να υπηρετούν είναι η ανάγκη τους να μην ανήκουν πουθενά, να ζήσουν ελεύθεροι τόσο από τις νέες όσο και από τις παλιές αξίες της χώρας τους.
Πράγματι, όταν πρωτοείδα την ταινία, το πρώτο πράγμα που μου πέρασε από το μυαλό ήταν πως αυτοί οι δυο τύποι είναι μέσος όρος ανθρώπων που συνήθως χάνονται μέσα στις ‘’χαραμάδες’’ μιας εποχής που αλλάζει. Ένας ενδιάμεσος κρίκος μεταξύ παλιού και νέου. Δυο χαμένοι τύποι που μισοπατούν στο παρελθόν, προσπαθούν να συμβαδίσουν με την μόδα του παρόντος και ασθμαίνοντας κυνηγούν το ‘’υπέροχο όνειρο που τους έταξαν από τότε που γεννήθηκαν σε αυτή την χώρα της ελευθερίας’’.
Αντιμετωπίζονται τόσο από τους χίπηδες όσο και από τους αγρότες σαν απειλή. Δεν είναι αρκετά ‘’ψαγμένοι’’ για τους πρώτους και είναι εμφανισιακά ίδιοι άρα επικίνδυνοι για τον συντηρητισμό για τους δεύτερους. Και η ματιά που ρίχνουν οι σεναριογράφοι σε αυτά τα δυο άκρα δεν είναι η καλύτερη. Δεν αγιοποιούν καμία απο τις δυο καταστάσεις αντίθετα υπερτονίζουν τα αδιέξοδα και το γεγονός πως οι πρωταγωνιστές παραμένουν παντού οι παρείσακτοι.
Η αμερικανική επαρχία παρουσιάζεται εξαιρετικά καθυστερημένη και εχθρική. Ο Νότος δεν έχει ξεπεράσει ακόμα την υποταγή του στον Βορρά. Ο Νότος σφυρηλάτησε την ιδιαίτερη ταυτότητα του πάνω στους σκλάβους και οι αξίες της αμερικάνικης λευκής κοινότητας παραμένουν απαράβατες, οτιδήποτε ξεφεύγει πρέπει να εξοντώνεται.
Παράλληλα νιώθουμε σαν θεατές και το αδιέξοδο των δυο δρόμων: του συντηρητισμού αλλά και της υποτιθέμενης ελευθερίας των κοινοβίων. Ο μόνος χαρακτήρας που φαίνεται να γνωρίζει μαζί με εμάς την φριχτή αλήθεια πως ‘’την ελευθερία δεν θα στην δώσει κανείς πραγματικά’’ είναι ο νεαρός δικηγόρος George Hanson τον οποίο υποδύεται ο Jack Nicholson. Ο μοναδικός καλογραμμένος ρόλος ο οποίος προοικονομεί το τραγικό τέλος των δυο φίλων (και το δικό του) λέγοντας πως δεν πρόκειται να αφήσουν ποτέ κανέναν να είναι πραγματικά ελεύθερος, όχι μόνο στην Αμερική αλλά και παντού.
Αυτή η αλήθεια σίγουρα ‘’χτύπησε’’ φλέβα στη νεολαία της Αμερικής, η οποία ένιωθε χαμένη. Ο λόγος που η ταινία αυτή άρεσε τόσο στους εφήβους και στους early twenties είναι ακριβώς γιατί ένιωθαν σαν εκείνους τους ήρωες που δεν ήξεραν ποιο προσανατολισμό να διαλέξουν και ούτε καν γιατί.
Το ‘’Easy rider’’ μαζί με τις ταινίες ‘’Bonnie and Clyde’’ και ‘’ The Graduate’’ θεωρούνται η χαραυγή του Νέου Χόλυγουντ στα τέλη της δεκαετίας του ’60, αρχές ’70, που διήρκησε μέχρι και την δεκαετία του ’80. Μικρά ανεξάρτητα κινηματογραφικά στούντιο γύρισαν πραγματικά ταινίες διαμάντια, από τις οποίες ξεπήδησαν πολλοί νέοι πρωταγωνιστές και σκηνοθέτες, οι οποίοι μας απασχόλησαν τα επόμενα χρόνια. Ανάμεσα τους οι Steven Spielberg, Martin Scorsese, Francis Ford Coppola, Brian de Palma, James Cameron, Woody Allen..
Πως έσβησε; Όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 τα μεγάλα στούντιο άρχισαν να αγοράζουν σωρηδόν και να καταβροχθίζουν τα μικρά…Ωστόσο οι ανεξάρτητες παραγωγές στην Αμερική ακόμα συμβαίνουν και τα καταφέρνουν εξαιρετικά… Δυστυχώς σπανίως όμως γίνονται γνωστές εκτός εγχώριων συνόρων.
Δεν μπορώ να μην αναφέρω δυο λόγια για το soundtrack της ταινίας γιατί το βλέπω να με σταυρώνετε. Τα κομμάτια ήταν επιλεγμένα ένα προς ένα από προηγούμενους δίσκους καλλιτεχνών της εποχής όπως Steppenwolf, Jim Hendrix, Mars Bonfire, Byrd Brothers κ.α.
Κανένα άλλο τραγούδι δεν συνδέθηκε τόσο πολύ με την ταινία και τις chopper μηχανές όσο φυσικά το δεύτερο κατά σειρά track ‘’Born to be Wild ‘’ του Mars Bonfire. Δεν είναι τυχαίο πως μέχρι και σήμερα, σε ολόκληρο το κόσμο, σε άπειρες ταινίες και σειρές όταν σκάει κάποιος με μηχανή ακούγεται αυτό το τραγούδι, ακόμα και αν δεν οδηγεί καν chopper. Δεν είναι τυχαίοι οι στίχοι του τραγουδιού μια που συνοψίζουν ουσιαστικά ”τα θέλω ” μιας ολόκληρης γενιάς που επιζητά την ”απόλυτη ελευθερία” και απόλυτη ελευθερία υπήρχε μόνο όταν ήμασταν πρωτόγονοι στην φύση. Οι στίχοι μας κλείνουν ειρωνικά το μάτι πως αυτό δεν πρόκειται να ξανασυμβεί όσο και αν προσποιούμαστε πως είμαστε ελεύθεροι.
Κλείνοντας θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί στο σήμερα αν αυτή η ταινία, πέρα από την καλλιτεχνική της αξία, μπορεί να προσφέρει κάτι στο σύγχρονο θεατή. Σίγουρα δεν θα μας κάνει τόση εντύπωση όσο έκανε στους παππούδες μας ή στους νεαρούς γονείς μας (ο πατέρας μου ήταν 19 ετών όταν βγήκε στους κινηματογράφους η ταινία). Έχουμε δει άπειρα road trips και σίγουρα γνωρίζουμε όλοι πως κατέληξε η ”άγρια γενιά ” των baby boomers (στην αγκαλιά του Ρήγκαν για όσους το αγνοούν). Τι παραμένει διαχρονικό σαν θεματική της ταινίας; Δυο αδήριτες ανάγκες αντικρουόμενες μεταξύ τους: της αναζήτησης της προσωπικής ελευθερίας και ταυτότητας αλλά ταυτόχρονα και η ανάγκη να νιώθεις πως ”ταιριάζεις” κάπου. Από την στιγμή που αυτά τα δυο θέματα παραμένουν πυρηνικά για όλη την ανθρωπότητα, η ταινία παραμένει επίκαιρη.