Της Ιφιγένειας Αθανασοπούλου
Παρά τους ενδοιασμούς μου για το κατά πόσο μια λευκή, δυτική γυναίκα μπορεί να εξιστορήσει τις εμπειρίες μιας μαύρης, αποφάσισα να διαβάσω το βιβλίο «Κορίτσι» της Edna O’ Brien (σε μετάφραση της Χριστίνας Σωτηροπούλου, εκδόσεις Κλειδάριθμος) και να προβώ στα δικά μου συμπεράσματα. Θετική εντύπωση μου προκάλεσε το γεγονός ότι η συγγραφέας, στα 90 της χρόνια, παραμένει ακμαία και γράφει με ιδιαίτερη διαύγεια, ζωντανεύοντας στα μάτια του αναγνώστη ένα σύμπαν δυστυχώς αληθινό: αυτό της νιγηριανής εξτρεμιστικής οργάνωσης Μπόκο Χαράμ.
Ηρωίδα του έργου αποτελεί η Μαριάμ, που έχει οριακά πατήσει το κατώφλι της εφηβείας όταν οι άντρες της Μπόκο Χαράμ λεηλατούν το σχολείο θηλέων όπου φοιτά, στη Νιγηρία, και αρπάζουν την ίδια και τις συμμαθήτριές της, οδηγώντας τες στις εγκαταστάσεις τους στο δάσος. Από εκείνη τη στιγμή, η ζωή της αλλάζει δραματικά, καθώς καλείται να αφήσει πίσω της την αθωότητα της ηλικίας της και να γνωρίσει το αδυσώπυτο πρόσωπο της κακοποίησης και της έμφυλης βίας. Οι άντρες της οργάνωσης δεν δείχνουν έλεος: εξαρχής υποδεικνύουν στα νεαρά κορίτσια τη θέση τους και αφήνουν ξεκάθαρα να εννοηθεί ότι η απόδραση ισούται με θάνατο.
Ζωή υπό τη σκέπη μιας τρομοκρατικής ισλαμικής οργάνωσης σημαίνει κακοπέραση, στερήσεις και φυσικά ανελέητη βία, εν είδει βιασμών, ακόμα και λιθοβολισμών για τις μη υπάκουες. Η Μαριάμ και οι συνομήλικές της βιάζονται όχι μία, αλλά πολλαπλές φορές από τους άντρες, μόνο και μόνο επειδή οι ίδιοι θέλουν να ικανοποιήσουν τις ορέξεις τους, και το μη συναινετικό της υπόθεσης τούς ενθουσιάζει. Δεν αποτελεί καινούργια γνώση αυτό για το αναγνωστικό κοινό, κυρίως τις θηλυκότητες, καθώς είναι γνωστό τοις πάσι ότι πολλοί άντρες αρέσκονται στο να υφαρπάζουν αυτό που με νύχια και με δόντια έχουμε μάθει κυρίως οι γυναίκες να διαφυλάσσουμε, τη συναίνεσή μας, την απόλυτη και ενθουσιώδη συμφωνία να συμμετέχουμε στη σεξουαλική πράξη. Σε μια περίοδο όπου για άλλη μία φορά παρατηρούμε με οργή το δικαίωμά μας στη συναίνεση να καταπατάται, μιας και οι γυμνές φωτογραφίες δεκάδων (και περισσότερων) γυναικών διαμοιράζονται σε διάφορα χέρια μέσω telegram και λοιπών δικτύων, το εν λόγω βιβλίο και η υπόθεσή του με χτύπησε κατακέφαλα, και ας θεωρείται κάτι πολύ πιο ανάλγητο ο βιασμός. Κοινή συνισταμένη είναι η παραβίασή μας, που τελειωμό δεν έχει.
Επιστρέφοντας, όμως, στο βιβλίο, ο αναγνώστης παρακολουθεί τη Μαριάμ να προσπαθεί να επιβιώσει στην κοίτη της οργάνωσης όσο πιο αναίμακτα γίνεται. Στη διάρκεια της παραμονής της εκεί, έρχεται κοντά με μια κοπέλα, την Μπούκι, αλλά νυμφεύεται κιόλας (αναγκαστικά και υπό εντολές, όπως καταλαβαίνει κανείς) έναν άντρα ο οποίος τουλάχιστον της φέρεται με κάποιον σεβασμό, μάλλον αδιάφορα, πάντως όχι με βία. Στην πορεία, η κοπέλα μένει έγκυος και αποκτά ένα παιδί μαζί του. Λίγο μετά τη γέννηση τής κόρης της, η Μαριάμ βρίσκει την ευκαιρία να αποδράσει μαζί με την Μπούκι, και φυσικά την αρπάζει με τα δυο της χέρια.
Από αυτό το σημείο και έπειτα, η συγγραφέας παρουσιάζει τις δύο νεαρές κοπέλες, με συνοδεία το μωρό, να διανύουν μεγάλη απόσταση με τα πόδια, μερόνυχτα ολόκληρα, γλιτώνοντας δια παντός από την Μπόκο Χαράμ αλλά συναντώντας καινούργια εμπόδια. Όπως αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης, η συνύπαρξη με τους άντρες της ισλαμιστικής οργάνωσης, έστω και ακούσια και ως προϊόν βίας, φέρει μεγάλο ηθικό βάρος και δημιουργεί στίγμα.
Το στίγμα αυτό είναι αναγκασμένη να κουβαλάει στους ώμους της η νεαρή Μαριάμ, που μπορεί να καταφέρνει να δραπετεύσει από τον απόλυτο εφιάλτη, ωστόσο αυτά που πρόκειται να αντιμετωπίσει δεν είναι λιγότερο απαιτητικά. Η ανέμελη ζωή της αποτελεί πια παρελθόν. Πλέον, ζητά πάλι μια θέση στην κοινωνία που γνώριζε, την ειρηνική, ξεχνώντας ότι κρατάει στην αγκαλιά της το παιδί του εχθρού. Έτσι πιστεύει τουλάχιστον το περιβάλλον της, συμπεριλαμβανομένης και της μητέρας της, που διατηρεί στάση επιφυλακτική, αν όχι ψυχρή απέναντι στην κοπέλα. Η Μαριάμ υποχρεούται να βιώσει έναν νέο Γολγοθά, έναν δρόμο αφιλόξενο και κακοτράχαλο, που γίνεται ακόμα πιο δύσβατος όταν της παίρνουν την κόρη της και η ίδια καλείται να τη βρει και να τη σώσει. Θύματα του φόβου και της αποδοκιμασίας απέναντι στην Μπόκο Χαράμ, οι συγχωριανοί της θεωρούν ότι το βρέφος είναι αν όχι καταραμένο, σίγουρα φορέας αρνητικής ενέργειας και συνυποδηλώσεων, μιας και πατέρας του είναι μέλος της φρικτής οργάνωσης.
Η πένα της O’Brien είναι ρεαλιστική, σχεδόν νατουραλιστική, καθώς δεν αποκρύπτει τίποτα από το αναγνωστικό κοινό, ούτε λειαίνει τις άκρες προκειμένου το ανάγνωσμα να γίνει πιο εύπεπτο. ‘Οσον αφορά το ύφος, αυτό είναι λιτό, χωρίς περιττές φανφάρες. Έχοντας η ίδια ζήσει στη Νιγηρία ώστε να συγκεντρώσει τις απαραίτητες πληροφορίες, δημιουργεί ένα έργο σκληρό αλλά -δυστυχώς- αληθινό. Η Μαριάμ δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο, όμως τόσα άλλα κορίτσια είναι, κορίτσια που με τη βία εγκατέλειψαν τα σπίτια και τα σχολεία τους, τις συνήθειές τους, τις οικογένειες και τους φίλους τουςς προκειμένου να ενταχθούν χωρίς τη θέλησή τους στην Μπόκο Χαράμ – και η συνέχεια είναι γνωστή. Νεαρές γυναίκες, πολλές από αυτές στην προεφηβεία τους, πριν καν τους έρθει περίοδος, βιάζονται, κακοποιούνται, ταπεινώνονται από άντρες που ισχυρίζονται πως οι επαίσχυντες πράξεις τους έχουν κάποιο θρησκευτικό σκοπό. Ή, πολλές φορές, δεν ισχυρίζονται τίποτα: απλά δρούν, στερώντας στα κορίτσια για πάντα την ξεγνοιασιά μιας πλέον ξεχασμένης εποχής.
Έχοντας διαβάσει πια το βιβλίο, καταλαβαίνω ότι η συγγραφέας πράγματι έχει σκοπό να αφυπνίσει και να ευαισθητοποιήσει το αναγνωστικό κοινό και όχι να παρουσιαστεί ως λευκός σωτήρας ή παντογνώστης. Είναι φανερό από τον τρόπο γραφής της ότι γράφει από φεμινιστική σκοπιά και θέτει εαυτόν στο πλευρό των βασανισμένων γυναικών. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθώ να θεωρώ ότι είναι καλύτερο να αφήσουμε τις ίδιες τις Νιγηριανές να αφηγηθούν τις ιστορίες τους, και αυτό με την προϋπόθεση ότι το θέλουν (ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για γυναίκες κάποιες φορές ανεπανόρθωτα τραυματισμένες). Σίγουρα το πόνημα τής O’ Brien μόνο καλό μπορεί να κάνει σε όσες και όσους αποφασίσουν να το διαβάσουν, ωστόσο δεν παύει να αποτελεί μυθιστόρημα που είναι γραμμένο από θέση προνομίου. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αποτελέσει υποκατάστατο των φωνών όσων γυναικών αποτελούν θύματα της Μπόκο Χαράμ (ή έστω έχουν δει τη φρικαλεότητα με τα ίδια τους τα μάτια, παρόλο που οι ίδιες από τύχη γλίτωσαν από τους εξτρεμιστές). Όπως και να ‘χει, αφήνω μια άνω τελεία στην πεποίθησή μου αυτή και ίσως επανέλθω.
Όσο οι εξτρεμιστικές οργανώσεις κάνουν τη ζωή αναρίθμητων γυναικών μαρτύριο, τόσο είναι ωφέλιμο να γράφονται έργα που απεικονίζουν αυτή την πραγματικότητα, μια ακόμα πλευρά της πατριαρχίας, ίσως αθέατη από πολλούς πολίτες του δυτικού κόσμου. Φτάνοντας στο τέλος του βιβλίου, οι αναγνώστες κατά πάσα πιθανότητα πιάνουν τον εαυτό τους να σκέφτεται με ποιον τρόπο είναι δυνατό να μπει μια οριστική τελεία στη μαύρη αυτή σελίδα της ιστορίας. Εάν το πόνημα της O’Brien καταφέρνει να εναποθέσει το λιθαράκι μιας πρώτης φεμινιστικής θεώρησης (ή να την αυξήσει αν αυτή ήδη προϋπάρχει) σε όσους το διαβάσουν, τότε έχει πετύχει τον σκοπό του. Και αυτό ακριβώς κρατάω προσωπικά από την ανάγνωση του εν λόγω μυθιστορήματος.