Μια 78χρονη μητέρα πέφτει και σπάει το ισχίο της. Η κόρη, αλλόφρων, καταφθάνει στο νοσοκομείο, όπου βρίσκει τη μητέρα της καταπονημένη, με ένα σώμα τσακισμένο και ένα μυαλό συγχυσμένο. Σιγά σιγά αρχίζει να ανακάμπτει, όλες οι απαραίτητες εξετάσεις γίνονται, όμως μια αλήθεια πολύ οδυνηρότερη του απλού κατάγματος αποκαλύπτεται: η μητέρα της πάσχει από καρκίνο του εντέρου σε τελικό στάδιο. Όσο οι μέρες και οι εβδομάδες στο νοσοκομείο περνούν, οι απέλπιδες προσπάθειες ανάρρωσης της μητέρας που βρίσκεται σε άγνοια για την κατάστασή της συναντούν τις συναισθηματικές μεταπτώσεις και τον ύστατο αποχαιρετισμό της κόρης, σε μια καταγραφή, σπαρακτική όσο και τρυφερή, των τελευταίων στιγμών μιας μελλοθάνατης.
Η Simone de Beauvoir έγινε ευρύτερα γνωστή για το φιλοσοφικό/θεωρητικό της έργο, τη συμβολή και τον πρωταγωνιστικό ρόλο που διαδραμάτισε στο φεμινιστικό κίνημα των μέσων του 20ου αιώνα, αλλά και για τη σχέση της με τον σημαντικότερο εκπρόσωπο του φιλοσοφικού κινήματος του υπαρξισμού, Jean–Paul Sartre. Αυτό που δεν απέκτησε ισάξια λογοτεχνική προβολή είναι το αυτοβιογραφικό έργο που άφησε πίσω, με εξέχουσες τις Αναμνήσεις μιας καθωσπρέπει κόρης της. Στο έργο αυτό εντάσσεται και το μικρής έκτασης αυτοβιογραφικό αφήγημα, Ένας πολύ γλυκός θάνατος, που επανεκδίδεται τώρα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο στη μετάφραση του Γιώργου Ξενάριου, και στο οποίο η Beauvoir εξιστορεί το χρονικό του θανάτου της μητέρας της.
Ιστορία κοινή, καθημερινή, συγκλονιστική μέσα στην κοινοτοπία της, η Beauvoir καταγράφει, με γλώσσα απλή, λιτή, αφτιασίδωτη και δομή σχεδόν ημερολογιακή, τις αναμνήσεις της από τις τελευταίες ημέρες της ζωής της μητέρας της, από την αρχική εισαγωγή της στο νοσοκομείο για κάταγμα ισχίου μέχρι την τελική διάγνωσή της με καρκίνο του εντέρου τελικού σταδίου και από τη ραγδαία επιδείνωση των τελευταίων ημερών της μέχρι τη στιγμή του θανάτου και την κηδεία της. Περιγράφει την καθημερινότητα του νοσοκομείου, τον μικρόκοσμο εντός του οποίου εγκλωβίζονται οι παροικούντες τον, τη φαρμακευτική αγωγή και τις εγχειρίσεις, τους ορούς, τις μεταγγίσεις αίματος και τις επιπλοκές, και μέσα από την πεζότητα των σωματικών (δυσ)λειτουργιών και της ρουτίνας της νοσηλείας αναδύεται η μοναδικότητα της ανθρώπινης φύσης και η σπάνια ομορφιά της ζωής, ακόμα και στις ύστατες στιγμές. Στο νεκροκρέβατό της, η μητέρα απολαμβάνει αισθητηριακά κάθε μικρή, καθημερινή απόλαυση, ξαναβρίσκει το χαμόγελο, την ελπίδα και την εγγενή πίστη στη ζωή που από χρόνια είχε απολέσει, γαντζώνεται στην ύπαρξη με νύχια και με δόντια μεθυσμένη από την επιθυμία της «να ζήσει, να ζήσει» ακόμα και όταν το τέλος είναι προδιαγεγραμμένο.
Η Beauvoir γράφει προσωπικά, εξομολογητικά, για το υπαρξιακό σοκ που συνοδεύει τη συνειδητοποίηση πως το σώμα της μητέρας είναι θνητό, τρωτό, δεν βρίσκεται πια στη μυθική σφαίρα του παντοδύναμου όπως συνέβαινε στην παιδική ηλικία, αλλά είναι γηράσκον, φθαρτό, οδεύει και αυτό προς το αναπόφευκτο τέλος του. Την πρώτη φορά που βλέπει τη μητέρα της γυμνή, ένα σώμα άρρωστο και παρακμάζον, απωθείται από αυτό, το αποστρέφεται με απέχθεια – όσο η αιδώς εγκαταλείπει τη μητέρα, καθώς εκείνη κατανοεί την ομοιότητα και την κοινή μοίρα των ανθρώπινων σωμάτων, τόσο αυτή εγκαθίσταται στην κόρη, η οποία αρνείται να απομυθοποιήσει τη μητέρα, θέλει εκείνη να παραμείνει στο αλλοτινό, υπερφυσικό βάθρο.
Ταυτόχρονα, ψυχογραφεί την ίδια τη μητέρα, τις προσπάθειες και εν τέλει την επιτυχία της να αδράξει εκ νέου τη ζωή της μετά τον θάνατο του συζύγου της και πατέρα της Beauvoir, μέσα από νέα επαγγέλματα, νέες ασχολίες και ταξίδια, νέο διαμέρισμα στο οποίο μετακόμισε. Χρονογραφεί τη ζωή της, από την παιδική ηλικία της και τα χρόνια της στο μοναστήρι καλογραιών όπου φοιτούσε, τους ηθικοπλαστικούς περιορισμούς που αυτά της επέβαλλαν, μέχρι τον γάμο της, τον φλογερό έρωτα που ένιωθε, την ανακάλυψη των γοήτρων της σάρκας και της ικανοποίησης της σωματικής επιθυμίας, αλλά και τον σταδιακό μαρασμό της, με έναν σύζυγο άπιστο και αδιάφορο, που δεν της έδινε την ερωτική προσοχή την οποία εκείνη, μια γυναίκα λάγνα και παθιασμένη, μάταια αποζητούσε. Οι στερήσεις αυτές, υλικές, σεξουαλικές και συναισθηματικές, και η πειθαρχία που η ίδια επέβαλλε στον εαυτό της εκτονώνονταν μέσα από τη σχέση της με τις κόρες της, τις οποίες επιθυμούσε να εξουσιάζει και να καταδυναστεύει, να ελέγχει τις επιλογές τους και να διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στις ζωές τους, να μην αισθάνεται περιθωριοποιημένη και αποκλεισμένη από εκείνες, όπως όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι στη ζωή της την έκαναν να νιώθει.
Η Beauvoir προσπαθεί να συμφιλιωθεί με το φάντασμα της μητέρας και τις αναμνήσεις της από εκείνη, να εκλογικεύσει τη σχέση αγάπης – μίσους που πάντοτε είχαν, να εξηγήσει, να κατανοήσει και να συγχωρήσει. Εντάσσει την αφήγηση της ιστορίας της μητέρας της στο ευρύτερο κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο του 20ου αιώνα, μιας εποχής περιορισμένων επιλογών, προκαθορισμένου μέλλοντος και γυναικείας καταπίεσης εντός του ασφυκτικού οικογενειακού οικοδομήματος, και παρά τις δικές της, κηλιδωμένες από το τραύμα, αναμνήσεις από τη σχέση με τη μητέρα της, την αντιμετωπίζει με επιείκεια και συμπόνια, μια ψηφίδα μόνο μέσα στο ευρύτερο μωσαϊκό έμφυλης καταπίεσης.
Το βίωμα που καταγράφει είναι πανανθρώπινο, οικουμενικό, κοσμοϊστορικό για το υποκείμενο μέσα στην κοινοτοπία του – τα ξύλινα, απρόσωπα λόγια των γιατρών, οι σχεδόν μεταφυσικοί χρησμοί τους για την πορεία και τη μοίρα της μελλοθάνατης ηχούν σαν ύβρις, προσβολή, στα αυτιά της κόρης. Πώς μπορούν οι γιατροί, οι νοσοκόμες, ο κόσμος ολάκερος, να αντιμετωπίζει τη Δική Της μητέρα, τη δική της απώλεια, τον δικό της πόνο και τραγωδία, ως γεγονός καθημερινό, πεζό και αναπόφευκτο; Το προσωπικό του νοσοκομείου και οι νοσηλευτές βεβαιώνουν τις κόρες πως η μητέρα τους δεν υπέφερε πολύ, πως είχε «έναν πολύ γλυκό θάνατο» – σε τι συνίσταται, όμως, ένας τέτοιος χαρακτηρισμός, ποιος θάνατος, κτηνώδης, βίαιος και αποτρόπαιος, παρότι αδήριτος και αναπότρεπτος, θα μπορούσε να είναι «γλυκός», ποιος εν τέλει μπορεί να είναι ποτέ έτοιμος να αντικρίσει κατάματα την ίδια τη θνητότητά του και την πορεία του προς τον αφανισμό, το παράλογο μέσα στο λογικό συνεχές της ύπαρξης;
Η Beauvoir παραδίδει μια προσωπική κατάθεση ψυχής και συνάμα μια σπουδή στον υπαρξιακό τρόμο στο κατώφλι του επικείμενου θανάτου, στη δοκιμασία της πίστης, στις τύψεις και τη μεταμέλεια όσων μένουν πίσω, αλλά και στην ύστατη προσπάθεια συγχώρεσης και λύτρωσης. Ο Πολύ γλυκός θάνατός της είναι ένα αφήγημα ωμά ρεαλιστικό και παραστατικό, μα και τρυφερό, για την απώλεια και το πένθος, για τη, συχνά ακανθώδη, σχέση μητέρας – κόρης, αλλά κυρίως για τον αρχέγονο, κεφαλαιώδη, εγγενή της ανθρώπινης ύπαρξης, φόβο του θανάτου – και την απόπειρα, μέσα από τη νηφάλια ενατένιση και καταγραφή του, να ξορκιστεί.