Όσο παράξενο και αν φαίνεται τώρα, που έχουμε συνηθίσει τις υπερηρωικές παραγωγές με μεγάλα budget, εντυπωσιακά εφέ και, όσον αφορά την Marvel τουλάχιστον, γεμάτες (πιεσμένα) αστεία, δεν ήταν πάντα έτσι. Στα τα gritty και σοβαροφανή 00s, υπήρχαν ταινίες που όντως καλλιέργησαν το είδος της ουσιαστικής, πολιτικής ή ακόμα και φιλοσοφικής υπερηρωικής ταινίας. Η τριλογία του Nolan αποτελεί έναν χαρακτηριστικό παράδειγμα, αλλά δεν είναι η μόνη, όπως έχουμε αναφέρει και αλλού.
Μία από αυτές τις ταινίες ήταν και το Unbreakable, του (τότε) πετυχημένου σκηνοθέτη M. Night Shyamalan. Έχοντας ήδη στο ενεργητικό του το τρομερό Sixth Sense, ξανασυνεργάστηκε με τον Bruce Willis (Die Hard, 12 Monkeys ) The Hateful 8,αλλά και τον πάντα απίστευτο motherfucker Samuel L. Jackson ( Avengers, Pulp Fiction, The Hateful 8 ) και μας έδωσε μια καίρια, μοντέρνα ταινία μέτα-αφηγήσεων για τις ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας μέσα από τα κόμικ ως συμπλήρωμα (ή και βάση) της εικόνα που έχουμε για τον έξω κόσμο, ενώ την ίδια στιγμή αποδομούσε τις βάσεις του είδος, κοιτάζοντας τόσο προς τα πίσω, τον Πατέρα Superman, όσο και προς τα μπροστά, την τρέλα του universe building. Στο τελευταίο ήταν μάλιστα τόσο μπροστά που επέμενε, ήδη από τότε, πως το Unbreakable θα ήταν τριλογία, κερδίζοντας, τότε, την καχυποψία πολλών. Όπως έδειξε η ιστορία, όχι άδικα.
Τα χρόνια πέρασαν και ο M. Night Shyamalan έγινε κάτι σαν κακό αστείο στην βιομηχανία του κινηματογράφου. Ήταν τόσο πεπεισμένος ότι το στυλ του ήταν κάτι το πρωτοποριακό (δεν ήταν) και έξυπνο (επίσης όχι) που το τάιζε με το ζόρι στο κοινό και στους κριτικούς, ακόμα και όταν, αποτυχία μετά την αποτυχία, αυτοί του έλεγαν φτάνει. Έτσι είδαμε μερικές από τις χειρότερες ταινίες τρόμου και sci -fi που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια. Τι να πρωτοδιαλεξει κανείς από αυτές; Το Happening, που οι κακοί είναι τα ακούνητα δέντρα;; Το Devil, που ο διάβολος κλείστηκε σε ένα ασανσέρ; Ή το ανεκδιήγητο The Last Airbender; Κάθε μία από αυτές, και αρκετές άλλες, θα ήταν αρκετές για να πεθάνει μια καριέρα. Ο επίμονος σκηνοθέτης όμως δεν πήρε το μήνυμα και συνέχισε.
Το πρώτο δείγμα μιας δειλής αναθάρρησης ήταν το τηλεοπτικό Wayward Pines .Αργότερα ήρθε το Split, ένα πολύ δυνατό θρίλερ δωματίου, με σαφώς ελαττωμένα Shyamalan-ικά χαρακτηριστικά, όπου ένας τρομερός James McAvoy (X-Men: Apocalypse,Trance) σηκώνει όλη την ταινία στις πλάτες του, ερμηνεύοντας ταυτόχρονα ρόλους, ντουζίνες ρόλους, από την χειριστική Patricia μέχρι τον ακραία σωματικό Beast. To Split ήταν μεγάλη επιτυχία και η ανατροπή (γιατί πάντα υπάρχει ανατροπή) ήταν πως αποτελούσε ένα sequel του Unbreakable, και μάλιστα θα υπήρχε και τρίτο μέρος, με το όνομα Glass, το οποίο θα έφερνε όλους τους χαρακτήρες μαζί.
Τα παραπάνω είναι γνωστά. Μια επανάληψη όμως είναι απαραίτητη για να κατανοήσει κανείς, σε βάθος χρόνου, τόσο την σημασία του Unbreakable, τόσο το αναπτέρωμα της ελπίδας για μια συνέχεια του μετά την επιτυχία του Split, όσο και την παταγώδη απογοήτευση που αποτέλεσε το Glass. Ναι, δυστυχώς ο M. Night Shyamalan γύρισε απότομα στον (λιγότερο) παλιό, κακό εαυτό του και έτσι η κατάληξη της τριλογίας του Unbreakable αποτελεί μια πολύ φλύαρη, αλλά πολύ λίγο ουσιαστική προσθήκη, που ήδη από το στήσιμο της προλογίζει τις αναξιοποίητες δυνατότητες της.
Όσο και αν βαυκαλίζεται ο Shyamalan ότι αποτελεί τον άρχοντα του σασπένς, τελικά η ταινία αποτυγχάνει στην αναδημιουργία αυτής της διερευνητικής ατμόσφαιρας του Άφθαρτου, που πλέον οι επεξηγηματικοί μονόλογοι του κατά τα άλλα εξαιρετικού Jackson δεν μπορούν να στήσουν. Επιπλέον, οι ανοιχτοί, anticlimactic χώροι δεν βοηθούν ούτε στο στήσιμο ενός κλειστοφοβικού αισθήματος στο οποίο οι χαρακτήρες του McAvoy θα ανθούσαν. Τελικά οι φασματικοί υπερήρωες που ζωγραφίζει με σταθερά βλέμματα, εκφράσεις απορίες και πομπώδεις μονολόγους ο σκηνοθέτης φαντάζουν λίγοι όταν βρίσκονται όλοι μαζί και δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την οργανωμένη, πολιτισμική πίεση που τους ασκείται.
Το ίδιο το νόημα της ταινίας δηλαδή, το κιτς και η αδυναμία των αναπαραστάσεων της παραδοσιακής μαζικής κουλτούρας που καθιστούν αναγκαία την στήριξη της στα νέα μέσα επικοινωνίας και τα social media προκειμένου να συνεχίσει να υπάρχει, γίνεται και ο δούρειος ίππος της: γιατί πολύ απλά, ο αυτοκαταστροφικός M. Night Shyamalan υπέγραψε μια επιταγή που το ταλέντο του δεν μπορεί να εξαργυρώσει (ναι, κάνουμε και Top Gun references). Όσο πιστοί και αν παραμένουν οι χαρακτήρες στους ρόλους τους (και είναι τουλάχιστον αξιοθαύμαστο αυτό), ο σκηνοθέτης δε μπορεί να τους χειριστεί: όλη η ταινία φαντάζει σαν μια φούσκα που τελικά σκάει υπόκωφα, αδιάφορα, ενώ η επιμονή του για μια τεχνική, οπτική αφήγηση με ετεροχρονισμένους φωτισμούς, χρωματικά μοτίβα και αδύνατες λήψεις όχι απλά δεν προσφέρει κάτι, αλλά τελικά στερεί και από το σενάριο την όποια δυνατότητα είχε.
Ταυτόχρονα, οι νέες προσθήκες που αποπειράται να κάνει το Glass, κυρίως στο πρόσωπο της Sarah Paulson (Carol, American Crime Story) φέρουν το στίγμα του. Με άλλα λόγια είναι μιας άνευρης υφής, που νομίζει ότι μπορεί να επηρεάσει περισσότερο την αισθητική από όσο το κάνει, ενώ, στο τέλος, ακόμα και η τελική ανατροπή αφήνει σχετικά αδιάφορο τον θεατή, αφού όχι μόνο δεν του καλλιεργήθηκε κάποιο ενδιαφέρον για τους νέους χαρακτήρες, αλλά νιώθει και ότι οι παλιοί έχουν κάνει τον κύκλο τους.Ειδικά για τους νέους, στο πρόσωπο του Spencer Treat Clark (Unbreakable, Animal Kingdom) ή Anya Taylor-Joy (The Miniaturist , Βarry), έστω το συμβολικό τους στήσιμο, αφού ο Shyamalan εκ πεποιθήσεως δεν γράφει συμπαθητικούς χαρακτήρες, υποβαθμίζεται και από δικά τους λάθη και ασυμμετρίες.
Το Γυαλί ράγισε και δεν ξανακολλάει. Αν μη τι άλλο αποδεικνύει πως καριέρες που τελειώνουν, όπως του Shyamalan, ακόμα και αν αυτός δεν το βλέπει, δύσκολο ξαναγυρνάνε, παρά τα διχαστικά ξεσπάσματα του μια στο τόσο.