Πόσες φορές εμείς οι γυναίκες έχουμε ακούσει να μας αποκαλούν τρελές, υστερικές, σκύλες, τσούλες και πουτάνες, γλωσσούδες και ζηλιάρες; Με πόσες ταμπέλες και στερεότυπα χρειάζεται να αναμετρηθούμε, πόσοι άντρες να μας υποτιμήσουν, να μας πληγώσουν και να μας πονέσουν, πόσες φορές ακόμα μπορεί να νιώσουμε πως κινδυνεύουμε εντός της πατριαρχίας, όπου τα σώματά μας αντιμετωπίζονται ως ανδρική ιδιοκτησία; Τελικά, μήπως η Ήρα, η παρανοϊκή και ζηλιάρα Ήρα, ήταν η πιο παρεξηγημένη θεά από όλες;
Σε όλα αυτά τα ερωτήματα, και πολλά περισσότερα, επιχειρεί να απαντήσει η δημοσιογράφος και συγγραφέας, Αστερόπη Λαζαρίδου, στο δεύτερο βιβλίο της, Η Ήρα δεν ήταν ζηλιάρα, που κυκλοφορεί και αυτό από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Μέσα από μια σειρά από βιωματικές αφηγήσεις, δοκιμιακές αναλύσεις, διακειμενικές αναφορές αλλά και επανερμηνείες της ελληνικής μυθολογίας, η Λαζαρίδου καταρρίπτει ένα προς ένα τα στερεότυπα που συνοδεύουν τις γυναίκες σε όλη τη διάρκεια του βίου τους, ερωτικού και μη, και αποδομεί τους έμφυλους ρόλους που καλούνται να υποδυθούν, τις ταμπέλες που άθελά τους επωμίζονται.
Κάθε κεφάλαιο και ένα χαρακτηριστικό που αποδίδεται συλλήβδην στο γυναικείο φύλο, μια μισογύνικη γενίκευση: στο πρώτο, Ζηλιάρα, η Λαζαρίδου γράφει για τη ζήλια και την καταπιεστικότητα, ιδιότητες που στερεοτυπικά θεωρούνται σύμφυτες της γυναικείας φύσης, και ανατρέπει το στερεότυπο. Η θεά Ήρα, αρχετυπική φιγούρα ζηλιάρας και παρανοϊκής συζύγου, απενοχοποιείται και πλέον οι ευθύνες επιρρίπτονται στον άπιστο, ανειλικρινή Δία, αντί για την ευλόγως ανασφαλή Ήρα. Συνεχίζει με την ταμπέλα της Γεροντοκόρης – η γυναίκα διαχρονικά χλευάζεται και περιθωριοποιείται απλώς επειδή πέρασε την αναμενόμενη κοινωνικά ηλικία γάμου, η αξία και οι μετοχές της μειώνονται αντιστρόφως ανάλογα με την ηλικία της, απώτερος στόχος ύπαρξής της θεωρείται η αποκατάσταση, η αποφυγή του «ραφιού», ακόμα και αν καταλήξει εγκλωβισμένη σε έναν γάμο δυστυχισμένο και ασφυκτικό.
Η Λαζαρίδου γράφει εκτεταμένα για τον ηλικιακό ρατσισμό που οι γυναίκες βιώνουν όσο μεγαλώνουν – θεωρούνται γριές, σιτεμένες, για τους συνομήλικους, ακόμα και μεγαλύτερούς τους άντρες, που φέρουν περήφανα, σαν επωμίδα στο μπράτσο, το τρόπαιο της νεότερης ηλικιακά συντρόφου, χαρακτηρίζονται cougars, «τεκνατζούδες» αν συνάψουν σχέσεις με νεότερούς τους άντρες, στερεότυπα τόσο στρεβλά και καταστροφικά που ενδέχεται να διαλύσουν σχέσεις ζωής, ποτίζουν και μπολιάζουν το μυαλό εωσότου να αφομοιωθούν σε τέτοιο βαθμό που ορίζουν αποφάσεις, όπως η ίδια η συγγραφέας βίωσε στο πετσί της. Γράφει για την ταμπέλα της ψυχικής ασθένειας που οι άντρες ανερυθρίαστα φορτώνουν σε γυναίκες τις αντιδράσεις των οποίων δεν μπορούν να διαχειριστούν: ποια γυναίκα δεν έχει ακούσει έστω μια φορά στη ζωή της ότι είναι τρελή, υστερική, επειδή απλώς εξέφρασε σκέψεις και συναισθήματα που δεν συμβάδιζαν με αυτά του άντρα αποδέκτη τους; Η Λαζαρίδου προτρέπει τις γυναίκες να αποδεχτούν την «τρέλα» τους, να αγκαλιάσουν την τρωτότητα και τα τσακισμένα σημεία τους ως κομμάτι που τις έχει κάνει αυτό που είναι σήμερα.
Καταπιάνεται με θεματικές τραγικά επίκαιρες και μείζονος κοινωνικής σημασίας – γράφει για την ενδοοικογενειακή βία, για όλες εκείνες τις γυναίκες που αναγκάστηκαν να φύγουν τρέχοντας τη νύχτα από ένα σπίτι φλεγόμενο, ξυπόλητες και με τα νυχτικά τους, για να βρουν καταφύγιο σε ένα άλλο σπίτι, στο νοσοκομείο, σε ένα, αφιλόξενο για το θύμα, αστυνομικό τμήμα, οπουδήποτε μακριά από τον δυνάστη και κακοποιητή, για όλες εκείνες που χρειάστηκε να περάσουν μέσα από την καρδιά της κόλασης, να βιώσουν τον χειρότερο εφιάλτη τους, για να βγουν λαβωμένες μεν, μα εν τέλει ισχυρότερες. Γράφει για τις γυναικοκτονίες και τις πανδημικές διαστάσεις που έχουν πλέον λάβει, και για σύσσωμο τον πατριαρχικό μηχανισμό που κρύβεται πίσω από το φαινόμενο, που το συγκαλύπτει και το τροφοδοτεί, αντιμετωπίζοντας τις γυναίκες ως κτήμα, υπεύθυνες για την οργή του άντρα ιδιοκτήτη τους. Γράφει για το κίνημα του MeToo και τη σεξουαλική παρενόχληση στον εργασιακό χώρο, για το slut shaming, το victim blaming και την κουλτούρα του βιασμού, για το Roe v Wade και τα αναπαραγωγικά δικαιώματα, με μια ρητορική όμως απλουστευτική, ένα συνονθύλευμα φεμινιστικών ζητημάτων που απλώς παρατίθενται επιδερμικά, κατ’ ουσίαν μια εισαγωγή στα βασικά του φεμινισμού.
Η Λαζαρίδου ανοίγει μια κλειδαρότρυπα στη ζωή και το παρελθόν της, τις εμπειρίες και τα βιώματά της, αφηγείται ιστορίες για αποτυχημένα ραντεβού, γλοιώδεις απόπειρες φλερτ και ματαιωμένες σεξουαλικές εμπειρίες, για αγάπες χαμένες και ερωτικές απογοητεύσεις, για σχέσεις που δεν αφέθηκαν ποτέ να εξελιχθούν και χωρισμούς που πονούν σαν αλάτι σε φρέσκια πληγή όσα χρόνια και αν περνούν. Η αφήγησή της είναι εξομολογητική, προσωπική, θυμίζει ημερολογιακή καταγραφή στην οποία χαρίζεται απλόχερα πρόσβαση, παράθεση αναμνήσεων, σκέψεων και αποσταγμάτων εμπειρίας. Μερικές φορές οι ιστορίες της είναι υπερβολικά αυτοαναφορικές, φαντάζουν σαν αχρείαστα εκτεταμένο στάτους στο facebook, μερικές άλλες περιγράφουν εμπειρίες οικουμενικές, υπενθυμίζουν απώλειες και πόνους αλλοτινούς και επιφέρουν ταύτιση. Μερικές φορές η Λαζαρίδου είναι αυθεντική και ειλικρινής, οι προσωπικές απόψεις και το επιμύθιο μόνο παρεμπιπτόντως διαφαίνονται μέσα από την αφήγηση, μερικές άλλες είναι σχηματική και διδακτική, η κοινωνικό-πολιτική της ανάλυση απλοϊκή και, ενίοτε, συντηρητική, ιδίως όταν τοποθετεί σε βάθρο την αναζήτηση του έρωτα και της ιδεατής σεξουαλικής χημείας.
Η Λαζαρίδου συνθέτει ένα μωσαϊκό της γυναικείας εμπειρίας στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, από τα ελάσσονα, τα φαιδρά και τα ευτράπελα, τα ραντεβού, το σεξ και τις σχέσεις, μέχρι τα μείζονα, τις έμφυλες διακρίσεις και στερεότυπα, τη βία, τη σεξουαλική παρενόχληση, τις κακοποιήσεις και τις γυναικοκτονίες. Το βιβλίο της είναι ευκολοδιάβαστο, η γραφή της ρέουσα, όμως ποτέ δεν σκάβει βαθύτερα από την επιφάνεια στην ανάλυσή της – αντιθέτως, οι στιγμές που αφήνει στην άκρη τη δοκιμιακή γραφή και εντρυφεί στα βιώματα και τις προσωπικές της εμπειρίες, είναι και οι πιο επιτυχημένες αφηγηματικά.