«Γιατί εξακολουθούν και μιλούν για “πατριαρχία” οι φεμινίστριες» ακούμε κατά καιρούς να αναρωτιούνται ορισμένοι -κατά κανόνα- άνδρες, οι οποίοι αγανακτισμένοι προσπαθούν να μας πείσουν με κάθε απίθανο τρόπο ότι οι γυναίκες όχι απλώς έχουν πετύχει την ισότητα, αλλά πλέον έχουν καταλήξει και πιο προνομιούχες, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο. Μέχρι και «άδεια περιόδου» τους έδωσαν στην Ισπανία! Και δεν προλαβαίνει λίγο να καταλαγιάσει η ιλαροτραγική συνομιλία μαζί τους, την οποία συνήθως διαδέχεται η φασαρία των κατηγοριών για «μισανδρία» και «νεοφεμινισμό» (τις είδαμε και πρόσφατα να αναπτύσσονται σε ένα ανεκδιήγητο απόσπασμα άρθρου που δόθηκε για σχολιασμό κατά την εξέταση του μαθήματος της Έκθεσης στις Πανελλήνιες) και ανακοινώνεται και πάλι απ’ το αστυνομικό ρεπορτάζ άλλη μία γυναικοκτονία, υπενθυμίζοντας δραματικά την ωμή πραγματικότητα, την ανοδική τάση της έμφυλης βίας στις κοινωνίες μας τα τελευταία χρόνια. Και κάπως έτσι, την ώρα που αναπαράγονται εκθετικά στο δημόσιο λόγο alt–right θεωρίες για «μπαχαλοσατανίστριες» και «φεμι-ναζί», σε μία περίοδο που γίνονται ξανά καθημερινότητα οι ομοφοβικές επιθέσεις και αναδεικνύονται πρότυπα -των κυρίως λευκών νέων ανδρών- περσόνες όπως ο -καθ’ ομολογίαν βιαστής και μαστροπός- Andrew Tate, τα θύματα της έμφυλης βίας διαδέχονται το ένα το άλλο ή -μάλλον συχνότερα- η μία την άλλη.
Σε αυτή την αντι-φεμινιστική alt-right στρατηγική, που ενισχύεται από την άνοδο της ακροδεξιάς και των ιδεών μίσους της σε ΗΠΑ και Ευρώπη, επιχειρεί να απαντήσει η IRENE, μία μόλις 20χρονη Γαλλίδα φεμινίστρια, η οποία με το δοκίμιό της «Ο Φεμινιστικός Τρόμος» (κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά απ’ τις Εκδόσεις των Συναδέλφων σε μετάφραση Νίκου Μαρούπα) φιλοδοξεί να αντιστρέψει τους καθιερωμένους όρους της συζήτησης. Απαντώντας στη σεξιστική ρητορική περί «εξτρεμιστικού φεμινισμού» που κατηγορήθηκε σε άρθρο του γαλλικού τύπου ότι «παίρνει όλο και πιο επιθετικές μορφές, υπερβολικά ακραίες, ενοχλητικές και βίαιες», αναρωτιέται τι θα γινόταν αν το φεμινιστικό κίνημα απαρνιόταν τον παγιωμένο ειρηνικό του χαρακτήρα και υιοθετούσε πιο μαχητικές τακτικές που δεν θα απαρνιόντουσαν την βία ως «ένα μέσο αυτοάμυνας, ένα μέσο επιβίωσης». Θέτει προς συζήτηση το ερώτημα «τι θα συνέβαινε άραγε αν ο Φεμινιστικός Τρόμος γινόταν πραγματικός; Αν οι άντρες άρχιζαν στ’ αλήθεια να νιώθουν φόβο;» και είναι βέβαιο πως το σκεπτικό της δεν περνά απαρατήρητο.
Η IRENE δοκιμάζει να υποστηρίξει τη θέση της για την ανάγκη του Φεμινιστικού Τρόμου μέσα από την αφήγηση ιστοριών γυναικών – θυμάτων έμφυλης βίας που «πήραν τα πιο δραστικά μέτρα για να επιβιώσουν στον πατριαρχικό σύστημα». Πρόκειται για ιστορίες γυναικών που ίσως κατηγορούνταν ως «εξτρεμίστριες» ή «βίαιες» από ανθρώπους που δεν κατανοούν ότι στην πραγματικότητα «η πατριαρχία είναι βίαιη. Η πατριαρχία είναι εξτρεμιστική. Η πατριαρχία μισεί όλες τις γυναίκες». Ανάμεσα στις ιστορίες που διηγείται η συγγραφέας υπάρχουν ιστορίες γυναικών που με τα χρόνια κόντεψαν να ξεχαστούν, όπως η Αρτεμίσια Τζεντιλέσκι, μία «καλλιτέχνιδα με απαράμιλλη τεχνική και ταλέντο, καταδικασμένη στη λήθη επειδή είναι γυναίκα» και η Μαρία ντελ Κάρμεν Γκαρσία, μία γυναίκα που εκδικήθηκε τον βιαστή της κόρη της πυρπολώντας τον, αφού τον είχε λούσει πρώτα με βενζίνη. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η ιστορία της Ίτα, της γιαγιάς της IRENE που είχε δεχτεί κακοποίηση από τον σύζυγό της (και παππού της συγγραφέως), την οποία αντιμετώπισε με πυγμή. «Αν με αγγίξεις ακόμα μία φορά, θα σε σκοτώσω στον ύπνο σου» ήταν τα λόγια της. Με αυτή την οικογενειακή της ιστορία η IRENE θέλησε να καταδείξει ότι η έμφυλη βία βρίσκεται παντού. Δεν χρειάζεται να αναζητούμε τα θύματά της στις ειδήσεις, καθώς είναι πολύ πιθανό να βρίσκονται στον στενό κοινωνικό μας κύκλο ακόμα και στην ίδια μας την οικογένεια.
Η πολεμική της IRENE στον «ειρηνικό φεμινισμό» δεν γίνεται με όρους φετιχοποίησης της βίας, μολονότι βασικός στόχος του δοκιμίου είναι να προτείνει την υιοθέτηση βίαιων πρακτικών ως μέσο επιβίωσης των γυναικών στην έμφυλη βία της πατριαρχίας, ως το δικαίωμά τους στην αντεπίθεση. Όμως αυτή η βία δεν προτείνεται ως αυτοσκοπός, αλλά μόνο ως ένα έσχατο αναγκαίο μέσο. Η ίδια εξάλλου ομολογεί ότι αν μπορούσε να επιλέξει έναν διαφορετικό τρόπο θα τον επέλεγε:
«Προσωπικά, δεν επιθυμώ έναν βίαιο φεμινισμό. Θα ήθελα η επανάστασή μας να ικανοποιηθεί με flash–mob και πλακάτ με γκλίτερ. Δεν είμαι ωστόσο σίγουρη ότι κάτι τέτοιο θα ήταν αρκετό»
Η αντιπαράθεση μεταξύ «ειρηνικού» και «βίαιου» φεμινισμού την οποία αναδεικνύει η IRENE δεν είναι πρωτάκουστη. Τα ανταγωνιστικά κινήματα του παρελθόντος έχουν αναμετρηθεί πολλές φορές με το ερώτημα της υιοθέτησης (ή μη) βίαιων πρακτικών, έχοντας οδηγηθεί σε αμέτρητες διαιρέσεις λόγω αυτού. Χαρακτηριστικότερο όλων των παραδειγμάτων μάλλον είναι το κίνημα των Αφροαμερικανών στις ΗΠΑ, το οποίο ανέδειξε τη σύγκρουση του κινήματος της μη-βιας του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ με τις ριζοσπαστικές θέσεις και πρακτικές των Μαύρων Πανθήρων και του Μάλκολμ Χ που δεν αρνούνταν την πρακτική της βίας ως αυτοάμυνα απέναντι στο ρατσιστικό σύστημα των ΗΠΑ. Η επιχειρηματολογία της IRENE, η οποία μάλιστα διακρίνει τη βία σε «καταπιεστική» και «μη καταπιεστική», σίγουρα είναι επηρεασμένη από θεωρητικούς του μαύρου κινήματος των ΗΠΑ, από τον Φραντς Φανόν, την μεταποικιακή θεωρία και φυσικά από θεωρητικούς και εμβληματικές προσωπικότητες του ριζοσπαστικού φεμινισμού. Εξάλλου, οι θέσεις της IRENE εντάσσονται με σαφήνεια στο ρεύμα του ριζοσπαστικού – επαναστατικού φεμινισμού (η ίδια αναφέρεται στο στόχο της «φεμινιστικής επανάστασης») το οποίο έχει αναδείξει στο παρελθόν εμβληματικές αγωνίστριες, όπως την αναρχική Έμα Γκόλντμαν, ενώ μέχρι τις μέρες μας παραμένει δυναμικό και ενεργό με την σημαντικότατη πρόσφατη θεωρητική συμβολή του «Φεμινισμός για το 99%: Μανιφέστο» των Cinzia Arruzza, Tithi Bhattacharya και Nancy Fraser, που κυκλοφορεί πλέον και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Εκτός Γραμμής. Στο Μανιφέστο τους οι Arruzza, Bhattacharya και Fraser υποστηρίζουν έναν «άλλο φεμινισμό» που «δεν είναι μόνο αντινεοφιλελεύθερος αλλά και αντικαπιταλιστικός». Από τη μεριά της και η IRENE δεν περιορίζεται μονάχα στην αντιπαράθεση βίαιης – μη βίαιης τακτικής για το φεμινιστικό κίνημα, αλλά υποστηρίζει μία συνολική επαναστατική – αντι-εξουσιαστική προοπτική:
«Η βάση της φεμινιστικής ανάλυσης είναι να αντιληφθούμε ότι πέραν της πατριαρχίας, θα πρέπει να αναζητήσουμε και την εξάλειψη του ρατσισμού και του καπιταλισμού και όλων όσα πηγάζουν από αυτά τα συστήματα κυριαρχίας»