Το «Έχασα το σώμα μου» («J’ ai perdu mon corps» στο γαλλικό πρωτότυπο και εναλλακτικά «I lost my body» για αναζήτηση στο Netflix κλπ) είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Jérémy Clapin και κατάφερε να κατακτήσει κριτικούς και κοινό. Είναι η πρώτη ταινία animation που κέρδισε το μεγάλο βραβείο της Εβδομάδας Κριτικής, του παράλληλου τμήματος του Φεστιβάλ Καννών με τις πρώτες και δεύτερες ταινίες νέων σκηνοθετών. Δεν είναι ένα animation φτιαγμένο για παιδιά. Είναι μια ιστορία για τις αγωνίες μας.
Το ιδιαίτερο σενάριο της ταινίας είναι βασισμένο στο βιβλίο «Happy Hand» του Guillaum Laurant (σεναριογράφου της «Amelie» και συν-σεναριογράφου της ταινίας «Ατέλειωτοι αρραβώνες»), ο οποίος συμμετείχε και στην κινηματογραφική προσαρμογή. Ένας νέος άντρας χάνει το χέρι του σε ένα ατύχημα. Όταν το κομμένο χέρι θα δραπετεύσει από το εργαστήριο (;) όπου φυλάσσεται, θα αρχίσει να ψάχνει το σώμα που έχει χάσει. Αυτό δεν είναι εύκολη υπόθεση για ένα χέρι. Θα περάσει πολλά τριγυρνώντας στο Παρίσι, που είναι πάντα παρόν στο φόντο ως μια μεγάλη πόλη, αλλά αυτή η περιπέτεια είναι μόνο ένας μέρος της ταινίας. Η αφήγηση γίνεται σε τρεις χρόνους. Όσο παρακολουθούμε την προσπάθεια του αποφασισμένου χεριού, λίγο πιο πίσω χρονικά βλέπουμε τη ζωή του νεαρού Naoufel (στον οποίο ανήκει το χέρι) και η αφήγηση αυτή ξεκινάει λίγο καιρό πριν το ατύχημα, και ακόμα πιο πίσω με ασπρόμαυρο σχέδιο βλέπουμε τη ζωή του Naoufel όταν ήταν παιδί. Οι τρεις ιστορίες θα ολοκληρωθούν μαζί στο τέλος της ταινίας ή καλύτερα θα συναντηθούν στο τέλος της ταινίας. Η «ολοκλήρωση» εδώ μοιάζει πιο πολύ με ένα βήμα μετέωρο, που δεν ξέρουμε πού θα καταλήξει αλλά ξέρουμε ότι πρέπει να γίνει. Είναι το ζητούμενο της ταινίας αλλά δεν ξέρουμε αν έρχεται. Δεν ξέρουμε αν είναι εφικτή. Ξέρουμε μόνο ότι μπορούμε να πάμε κόντρα σ’ αυτό που μοιάζει να είναι το πεπρωμένο μας.
Φυσικά αυτό που πολύ θα θελήσει κάποιος να δει σ αυτή την ταινία, αυτό που θα ήταν και η πρόκληση για τους δημιουργούς, είναι το χέρι. Το Χέρι είναι χαρακτήρας με προσωπικότητα, με παρελθόν, με βούληση. Ταυτόχρονα είναι πάντα το χέρι του Naoufel. Και όλα αυτά αποδίδονται με την κίνησή του, γιατί δεν μας μιλάει. Κινείται όπως κινείται ένα αληθινό χέρι αλλά φαίνεται να σκέφτεται, να βλέπει, να ακούει, να έχει αισθήσεις και συναισθήματα. (Έτσι κι αλλιώς τα χέρια μας δεν «νοιώθουν» όσα νοιώθουμε κι εμείς;) Ο θεατής πολλές φορές βλέπει τον κόσμο μέσα από τα μάτια του Χεριού, για να ταυτιστεί ευκολότερα μαζί του. Και υπάρχουν κι αυτά τα πλάνα, στα οποία δεν εμφανίζεται ολόκληρο, που μας θυμίζουν ότι είναι το χέρι κάποιου. Σαν να κάνουμε κοντινό στο χέρι ενός ανθρώπου, το υπόλοιπο σώμα του οποίου μένει εκτός κάδρου. Το Χέρι είναι πάντα το χέρι του Naoufel και οι αναμνήσεις του Χεριού είναι οι αναμνήσεις του Naoufel.
Αυτός ο αμίλητος χαρακτήρας ήταν λογικό να απαιτήσει από τους δημιουργούς μεγάλη προσοχή στην απόδοση της κίνησης. Χωρίς να λέμε ότι το έκαναν μόνο για αυτό, μπορούμε να πούμε ότι τα κατάφεραν. Χρησιμοποίησαν ένα συνδυασμό τεχνικών. 2D και 3D σχεδιασμός και αληθινές κινήσεις των ηθοποιών που έδωσαν τις φωνές τους ή και του ίδιου του Clapin ως πρότυπα, όλα μαζί οδήγησαν σε ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα, μια ταινία κινουμένων σχεδίων που αναδεικνύει το σχέδιο αλλά και την κίνηση. Οι ήχοι της πόλης, ο λόγος, οι ερμηνείες (Hakim Faris, Victoire du Bois) και η μουσική (Dan Levy) είναι βέβαια ανάλογης ποιότητας.
Αυτά τα μέσα χρησιμοποιούνται με έναν έξυπνο τρόπο. Το στοιχείο που κυριαρχεί είναι η μελαγχολία της μοναξιάς και της αναζήτησης είτε πρόκειται για την αγωνία του Χεριού είτε πρόκειται για τις αγωνίες του Naoufel, αλλά το ύφος δεν είναι σταθερό. Αλλάζει, όταν υπάρχει η ευκαιρία, αφήνοντας στοιχεία τρόμου και περιπέτειας να φτιάξουν μια ποικιλία που με ένα όχι και τόσο ομοιογενές παζλ κάνει τον χρόνο να περνάει γρήγορα.
Το «Έχασα το σώμα μου» είναι μια ενδιαφέρουσα αφήγηση. Αυτή η βασική ιστορία τόλμης, αναζήτησης και σύγκρουσης με το παρόν που απειλεί να καθορίσει το μέλλον ξεδιπλώνεται μαζί με την καθημερινότητα ενός νέου εργαζόμενου, ενός νέου που προσπαθεί μόνος του να τα βγάλει πέρα ανάμεσα σε ό,τι ονειρεύτηκε και τη σκληρότητας μιας σύγχρονης πόλης. Mια ιστορία που σίγουρα έχει κάτι να μας πει και βρήκε και έναν έξυπνο τρόπο να το κάνει.