Jupiter’s Legacy – Η ξεφτισμένη «Λάμψη» των υπερηρώων

Nίκος Γιακουμέλος Από Nίκος Γιακουμέλος 10 Λεπτά Ανάγνωσης

H απώλεια της συνεργασίας με τη Marvel είναι προφανές πως έχει κοστίσει στο Netflix, και αυτό το οδηγεί συχνά σε απεγνωσμένες προσπάθειες για να αναπληρώσει το υπερηρωικό κενό στην παραγωγή του. Αυτό μεταφράζεται είτε σε κάκιστες ταινίες (The Last Days of American Crime, Polar) είτε, περιστασιακά, σε συμπαθητικά αλλά προχειροφτιαγμένα έργα τύπου The Old Guard . Βεβαία, μέσα στον όλο ορυμαγδό, τυχαίνει μια στο τόσο να φτιάχνεται και ένα The Umbrella Academy.

Η απόκτηση του Millarworld, δηλαδή του συνόλου των ανεξάρτητων χαρακτήρων και κόσμων που έχει φτιάξει ο Mark Millar φαινόταν πως θα γέμιζε αυτό το κενό. Η όλη συνεργασία μάλιστα είχε ξεκινήσει με το δυναμικό μπάσιμο του Νetflix στον χώρο των comics με το Magic Order, του Millar, το οποίο ανακοινώθηκε περιχαρώς πως θα μεταφερθεί σχεδόν άμεσα και στην οθόνη. Ωστόσο η εμπορική του αποτυχία φαίνεται να πάγωσε, προς το παρόν, αυτό το πλάνο. Έτσι, πρώτος καρπός αυτής της συμπόρευσης είναι το Jupiter’s Legacy, ένα ιδιαίτερο comic, βαθιά πολιτικό και ουσιωδώς μοντέρνο, δεδομένου ότι είμαστε ξανά στη δίνη μιας οικονομικής κρίσης και το αμερικανικό όνειρο (ή τουλάχιστον το τεχνητά διατηρημένο κουφάρι του) δεν μπορεί να εμπνεύσει πια κανέναν. Θα έλεγε κανείς ότι θα ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία για να προσεγγίσει και το Netflix την προβληματική αυτή, εξετάζοντας το κατεξοχήν αμερικανικό σύμβολο του ατομισμού, τους υπερήρωες. Τα πράγματα όμως δεν εξελίχθηκαν έτσι.

 To Jupiter’s Legacy, με βασικό συντελεστή τον Steven S. DeKnight ( Daredevil, Smallville,Angel), έναν άνθρωπο με τεράστια εμπειρία στην υπερηρωική τηλεόραση, στέκεται με εξίσου τεράστια αμηχανία απέναντι στο πολιτικό υπόβαθρο του αρχικού υλικού. Βιάζεται πολύ γρήγορα να το ξεφορτωθεί, περιορίζοντας τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι υπερήρωες σε… villains που σκοτώνουν.

Το κέντρο βάρος μετατίθεται από υλικά προβλήματα σε ηθικά.  H όλη διαμάχη μένει υπερβολικά περιορισμένη στους χώρους των υπερηρώων και αφορά σχεδόν αποκλειστικά το αν οι υπερήρωες πρέπει να σκοτώνουν τους villains που αντιμετωπίζουν ενώ αυτοί δεν έχουν προφανώς τους ίδιους περιορισμούς, με αποτέλεσμα αρκετοί ήρωες να πέφτουν νεκροί, με γραφικό και υπερβολικά βίαιο τρόπο. Η ίδια η κουβέντα είναι τόσο πίσω από ότι αντίστοιχες ερμηνείες του υπερηρωικού modus operandi, ειδικά όπως αυτές τίθενται σε άλλες σειρές (ακόμα και το Daredevil του DeKnight) που πλέον δεν έχει τίποτα να προσφέρει στο σύνολο του corpus σχολιασμού των υπερηρώων. Ταυτόχρονα οι βασικοί προβληματισμοί, για το αν και το πώς οι υπερήρωες μπορούν να παρεμβαίνουν στις ζωές των πολιτών, στην πολιτική και στην οικονομία υπαινίσσονται μόνο στο τέλος και αποχρωματισμένοι ως προβλήματα, μόνο σαν σκιές ενός σατανικού σχεδίου.

Η διάβρωση και τελικά κατάρρευση των κοινωνικών ιστών που προκαλεί ο καπιταλισμός, οξυμένος σε περιόδους κρίσης, η πολιτική αμφισβήτηση του ίδιου του αμερικανικού ονείρου, η άνοδο της ακροδεξιάς που ενυπάρχει στον  μεσσιανισμό, δομικό χαρακτηριστικό των υπερηρώων, όλα κεντρικά ζητήματα του comic αφήνονται στην άκρη για χάρη μιας αφηρημένης, παλαιάς κοπής ιδεολογίας (την πίστη στον Κώδικα Τιμής) και, κυρίως, στην γονική πίεση των boomers στη νέα γενιά ηρώων, η οποία, τσακισμένη από το βάρος των προσδοκιών είτε απομακρύνεται (Cloe) είτε κυριολεκτικά διαλύεται για να φτάσει το ύψος των περιστάσεων (Brandon). Ακόμα όμως και αυτή η κατάσταση, η οποία θα είχε το ενδιαφέρον της, δίνεται με όρους σαπουνόπερας, και μάλιστα υπερβολικά φλύαρης.

Το άπλωμα του αρχικού υλικού σε αυτό που φαίνεται εξ αρχής ως μια σειρά με πολλές σεζόν είναι επίσης τρομερά ανέπνευστο και κουραστικό. Ο ρυθμός της σειράς φαίνεται να επιβραδύνει όλο και περισσότερο και, μέχρι τελικά το φινάλε της, δεν έχουμε καμία σύγκρουση που να αξίζει τον χρόνο μας, ούτε λεκτικά, ούτε καν υπό τη μορφή κάποιας εντυπωσιακής μάχης. Ο χρόνος γεμίζει με δεκάδες χαρακτήρες, κρυφά παιδιά ηρώων, προβλήματα οικογενειών, αψιμαχίες για περασμένα μεγαλεία και daddy issues (χωρίς τίποτα από όλα αυτά όμως να εξερευνάται ουσιαστικά. Μια ατέρμονη παρέλαση χαρακτήρων, με καρτουνίστικο πολλές φορές τρόπο. Επιπλέον, η αναλυτική εξιστόρηση του πώς απέκτησαν τις δυνάμεις τους οι ήρωες της πρώτης γενιάς σίγουρα θα παίξει ρόλο στις επόμενες σεζόν, είναι όμως ένα ιδιαίτερα βαρετό κομμάτι τηλεοπτικού χρόνου, που στην προκειμένη περίπτωση δεν προσφέρει τίποτα. Αν δε χρησιμοποιηθεί μάλιστα και στις επόμενες σεζόν της σειράς, μπορούμε κάλλιστα να κάνουμε ρόλο για skippable υλικό.

Το βασικό στοιχείο της σειράς, αυτό που προσφέρει η ίδια, η μάχη μεταξύ της πίστης στο αμερικανικό σύστημα και τα σύμβολα του, ακόμα και όταν αυτά καταρρέουν με τη σύγχρονη ενδημική βία (που το ίδιο το σύστημα προκαλεί) έχει ακόμα και έτσι ένα ενδιαφέρον. Η σειρά καταφέρνει, παρά τα προβλήματα της, να δείξει την αμηχανία των ηλικιωμένων να καταλάβουν τις αλλαγές αλλά και της νέας γενιάς να τις αδράξουν. Οι πρώτοι είναι κολλημένοι στους τρόπους τους, οι δεύτεροι σε μια νηπιακή στάση που επέβαλε η υπερπροστασία των μεγαλύτερων. Όμως αυτό το discourse είναι πολύ περιορισμένο σε μια ολοκληρωτική αντίληψη και η οποία ποτέ δεν αμφισβητείται. Η κοινωνία που υποτίθεται ότι οι ήρωες υπηρετούν, σύμφωνα με τον Κώδικά, απλά δεν υπάρχει στη σειρά.

Το κέντρο βάρους πέφτει στον Sheldon Sampson/ Utopian του Josh Duhamel (Veronica Mars, Transformers: The Last Knight), μια πάρα πολύ κακή επιλογή cast. Και αυτό συμβαίνει γιατί, ενώ ο Duhamel είναι πολύ εμφανίσιμος με το silver fox στυλ του ηλικιωμένου Sampson, σε καμία συνθήκη δεν μπορεί να κρατήσει το βάρος της σειράς ή του ρόλου. Δεν έχει το υπόβαθρο να πείσει σε κανένα στάδιο του ρόλου του: ούτε ως αυστηρός πατέρας, ούτε ως σύμβολο του Αμερικανικού Τρόπου, ούτε καν ως πολεμιστής, μια κατάσταση που ένας κατά βάση physical ηθοποιός θα ένιωθε άνετα. Αντίθετα, η περιφορά του Duhamel σε οικογενειακές συγκεντρώσεις, μάχες και βαρύγδουπους διαλόγους (με κοστούμια εξεζητημένα και επαρκώς αστεία) άρει κάθε προσπάθεια σοβαρότητας.

Δυστυχώς επίσης κανείς άλλος ηθοποιός δε φαίνεται να ισοσταθμίζει αυτή την αστοχία και τελικά, καμία ερμηνεία δε μένει στο νου. Ξεχωρίζει βέβαια, με μοναδικά αρνητικό τρόπο η Leslie Bibb ( The Babysitter: Killer Queen, American Housewife) η οποία επίσης δεν μπορεί να σταθεί ούτε λίγο ως σύμβολο της δικαιοσύνης (και της αμερικανικής οικογένειας) αλλά και ο κενός και τρομακτικά αδιάφορος Andrew Horton (Doctors, Breach). Την ίδια στιγμή, το έτερο μέρος της βασικής οικογένειας, η κατά τα άλλα συμπαθής Elena Kampouris ( Children of the Corn, Labor Day) μοιάζει χαμένη στο overaction, χωρίς καθοδήγηση.

Το ίδιο το σενάριο, αφαιμαγμένο από τις κοινωνικές διαστάσεις του και εστιασμένο σε μια τάση ενδοσκόπησης, φαίνεται απλά να κάνει κύκλους. Πολύ φλυαρία για να μην ειπωθεί τελικά τίποτα. Ακόμα όμως και όταν ενυπάρχουν υπόνοιες αλλαγών, ψυχολογικών εκρήξεων και συγκρούσεων, δεν υπάρχει η ερμηνευτική δυνατότητα αυτές να αποδοθούν.

Επομένως, ερμηνείες και χαρακτήρες ουσιαστικά δεν υπάρχουν. Τι γίνεται όμως με κάποια άλλη αξιόλογη στιγμή της παραγωγής, τις μάχες, τα εφέ; Εκεί επικρατεί δυστυχώς η ίδια απογοήτευση. Σε επίπεδο παραγωγής το Jupiter’s Legacy, παρά το πλούσιο υλικό και τα λεφτά που είναι προφανές ότι ρίχθηκαν για να δημιουργηθεί δεν προσφέρει ούτε ένα ελάχιστο ευχάριστο θέαμα. Αντίθετα ισορροπεί μεταξύ γελοίων πρακτικών εφέ, κακού μακιγιάζ ( ο καημένος ο Ben Daniels φαίνεται να υποφέρει σε κάθε πλάνο που πρέπει να φαίνεται ηλικιωμένος) και πολύ κακού cgi. H βία, το gore, δομικά στοιχεία της γραφής του Millar και της ίδιας της ιδέας ενός πιο ρεαλιστικού υπεηρωικού περιβάλλοντος είτε εξαλείφονται είτε πλέον δεν είναι αρκετά. Όχι όταν υπάρχει ένα The Boys εκεί έξω, όχι όταν υπάρχει ένα Invincible, τα οποία καταπιάνονται με τα ίδια ζητήματα πολύ καλύτερα. Για να μην είμαστε άδικοι, ορισμένα περιβάλλοντα είναι όντως καλοφιαγμένα.

Επιλογικά, το Jupiter’s Legacy ίσως αξίζει χρόνο όταν θα έχει αποκτήσει μια ή και δύο σεζόν ακόμα. Προς το παρόν, αυτή η εισαγωγικού χαρακτήρα ουσιαστικά σεζόν δείχνει μια παραγωγή κουρασμένη, στεγνή από ιδέες και όρεξη και σίγουρα ανάξια του αρχικού υλικού. Το σοβαρό δε θέμα casting πλέον δε διορθώνεται. Επομένως, μπορεί οι υπερήρωες περιστασιακά να δίνουν κανά μπουκέτο, αλλά ετοιμαστείτε για 8 επεισόδια «Λάμψης» με φανταχτερές στολές.

Μοιραστείτε το Άρθρο
Γεννήθηκε με μεγάλη επιτυχία αλλά μετά άρχισε καπου να δυσκολεύει το πράγμα. Σπούδασε Επικοινωνία και μετά αποφάσισε πως δεν του αρέσει να επικοινωνεί. Όνειρο του να μετακομίσει στην Σαχάρα όπου θα έχει ησυχία, αλλά μέχρι να το καταφέρει δουλεύει κωπηλάτης.