Το τέλος ήρθε, και ήταν ακριβώς όπως άρμοζε. Βαρύ, αμετάκλιτο, συναισθηματικό. Το Logan πέρασε μπροστά μας ως ένα artistic φινάλε που μας παρέσυρε με τον ρυθμό, το συναίσθημα και έναν Hugh Jackman που κατάφερε να πάρει πολλά βήματα παραπέρα έναν ήρωα/ρόλο που υποδύεται σχεδόν εδώ και 17 χρόνια.
Χωρίς αμφιβολιά πρόκειται για μία από τις καλύτερες ταινίες X-Men (πράγμα όχι τόσο δύσκολο, ειδικά όταν προηγηθεί το απογοητευτικό X -men: Apokalypse), αλλά και μια από τις πιο συγκλονιστικές superhero ταινίες των τελευταίων χρόνων, πράγμα όντως δύσκολο, αφού το 2016 είδαμε και το Captain America- Civil War, το οποίο πριν θα αποκαλούσαμε ασυναγώνιστο…
Τοποθετημένο σε ενα (όχι και τόσο μακρινό πια) μέλλον και με την απελευθέρωση που προσφέρει η αίσθηση του τέλους, το Logan δεν ενδιαφέρεται να συνεχίσει την ροή των ιστοριών. Δεν έχει easter eggs που παραπέμπουν σε άλλες ταινίες, δεν έχει post-credit scenes, δεν έχει καν αναφορές σε άλλους ήρωες (ενώ θα μπορούσε). Βασίζεται στις δικές του δυνάμεις, στους τρομερούς ηθοποιούς του και στην σκηνοθεσία του.
Ο James Mangold, στην δεύτερη συνάντηση του με τον ήρωα μετά το μέτριο Wolverine του 2013, φαίνεται εντελώς αλλαγμένος. Συνειδητοποιώντας την ευκαιρία που του δόθηκε, βουτάει την παλέτα του στο μαύρο, και μας δίνει έναν ήρωα αποκαμωμένο, ετοιμοθάνατο, που ταιριάζει απόλυτα σε ένα περιβάλλον γεμάτο καταπίεση, ρατσισμό και μισαλλοδοξία. Οι αρχικές σεκάνς της ταινίας, έντονα επηρεασμένες από ταινίες των ρεαλιστικών 70s, όπως το Τaxi-Driver και το Scarface, δείχνουν έναν Logan πασχίζει να βγάλει τα προς το ζην, ενώ γύρω μετανάστες προσπαθούν να περάσουν τα σύνορα, υπό τις αποδοκιμασίες των πλούσιων ντόπιων, οι οποιοι με την σειρά τους βυθίζονται σε έναν κυκεώνα κρεπάλης, είχε μια τρομερή δύναμη, που δεν είχαμε ξαναδεί τόσο έντονα σε super hero ταινία. O Mangold περιγράφει μια δυστοπία πολύ κοντά στο σήμερα (και ίσως για αυτό τόσο απόλυτη), όπου το κράτος έχει αντικασταθεί από εταιρίες, η καταστροφή δεν προήλθε από κάποιο καταστροφικό συμβάν, όπως στο comic, αλλά από μια τεράστια προσπάθεια προσπέλασης της ίδιας της φύσης, με γονοχακαρισμένα τρόφιμα και μόλυνση. Ταυτόχρονα, ακόμα και η φύση φαίνεται να εντάσσεται στον ρυθμό και στο θέμα της ταινίας. Από την έρημο του παρελθόντος των X-men μέχρι το δάσος (και την προσφυγιά) της νέας γενιάς, που αφήνει την Αμερική για ένα περισσότερο κοινωνικό κράτος.Η οπτική του κοινωνικού western, συνδυασμένη με την αισθητική ενός road-movie, παραμένει σε όλη την ταινία, από τις πιο μοναδικά αργές της στιγμές, μέχρι τις αιματοβαμένες εκρήξεις βίας που επιτέλους έχουν αντίκτυπο στον θεατή και στον ήρωα, παρά το γεγονός ότι οι αντίπαλοι παραμένουν, πλην εξαιρέσεων, ανδρείκελα. Ταυτόχρονα, ακόμα και η φύση φαίνεται να εντάσσεται στον ρυθμό και στο θέμα της ταινίας. Από την έρημο του παρελθόντος των X-men μέχρι το δάσος (και την προσφυγιά) της νέας γενιάς, που αφήνει την Αμερική για ένα περισσότερο κοινωνικό κράτος.
Ο σκηνοθέτης κρατά το film προσγειωμένο, οριακά μηδενιστικό. Οι στιγμές συναισθήματος για τις οποίες όλοι είχαμε προετοιμαστεί υπήρχαν, αλλά δεν τους δόθηκε ο χρόνος να αναπτυχθούν. Επιλέγοντας τον δύσκολο δρόμο, ο σκηνοθέτης αντικατέστηκε την θλίψη με θυμό, το αντίο με γρυλίσματα και βίαια. Ίσως ξένισε πολλούς, αλλά η προσέγγιση αυτή ταίριαξε πιο καλά σε έναν γερασμένο και απογοητευμένο Wolverine, οποίος έχει αφήσει πίσω του κάθε ίχνος συναισθήματος και ζει κάθε μέρα συντροφιά με τον κυνισμό, περιμένοντας να πεθάνει χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν έγιναν θυσίες για να επιτευχθεί αυτή η ατμόσφαιρα, περιστατικά που έκοψαν το συναίσθημα στην μέση ή το σκότωσαν στην κούνια του. Αυτό το κυνικό στοιχείο, όπου οι μεγαλύτεροι ήρωες βρίσκουν το πιο άδοξο τέλος, είναι από τα κομβικά συστατικά της ταινίας.
Πως ήταν ο Hugh Jackman σε αυτό το πλαίσιο; Αρκετά διαφορετικός, με την καλή έννοια από ότι στις περασμένες φορές που υποδύθηκε τον χαρακτήρα. πιο απελευθερωμένος και λειτουργικός μέσα στο πλαίσιο του Mangold, κατάφερε να εξερευνήσει νέες δομές ενός ήρωα που όλοι πίστευαν πως μπορούσε πλέον να τον υποδυθεί μέχρι και στον ύπνο του. Γιατί, κακά τα ψέμματα, ο Hugh Jackman ΕΙΝΑΙ ο Wolverine και το γεγονός ότι δεν θα τον ξαναδούμε να βγάζει τα νύχια του μας λυπεί όλους. Το αντίο του λοιπόν ήταν μια ερμηνεία ανθρώπινη, εκρηκτική και δυνατή σε όλα της τα σημεία, ένα μεγάλο κρεσέντο που μας οδηγάει στην υπόκωφη έκρηξη του τέλους. Σε μια παράλληλο οδό, ο εμβληματικός Patrick Stewart, ο οποίος και αυτός μας αποχαιρετά από το σύμπαν των μεταλλαγμένων, συμπληρώνει τον Jackman σε μια τρομερή συνεργασία χρόνων. Ο τελειότερος ίσως Professoner Xavier που θα μπορούσαμε να έχουμε, εδώ επιδεικνύει τις πιο ευαίσθητες πλευρές του χαρακτήρα, όχι πια ως πατέρας που προστατεύει, αλλά ως χαρακτήρας που χρειάζεται προστασία. Αδύναμος, αποκαρδιωμένος, είναι ταυτόχρονα το χρέος και η σύνδεση του Logan με το παρελθόν και την ανθρωπιά του. Έχοντας τον ρόλο με το περισσότερο συναίσθημα, υπήρχαν στιγμές καθαρά οσκαρικές στην ερμηνεία του Patrick Stewart, που ωστόσο κόπηκαν σύντομα από τον κυνικό χαρακτήρα της ταινία…
Ωστόσο η ταινία κλείνει το μάτι της προς το μέλλον. Ένα μέλλον που θα μοιάζει με κάτι εντελώς διαφορετικό, πιο βίαο και ακραίο από ότι είχαμε δει μέχρι τώρα. Ενα μέλλον που λέγεται Dafne Keen. Η νεαρή που υποδύθηκε την Laura, την Χ-23 όπως έγινε γνωστή στα comic είναι μια μικρή Wolverine στα όλα της, με την αγριότητα, την δύναμη και την μαχητικότητα που μάθαμε και αγαπήσαμε στον χαρακτήρα και κατάφερε να τα αποδώσει με μοναδικό τρόπο. Συχρόνως, είναι μια ακόμα ανθρώπινη νότα, πολύ κοντά σε αυτό που o Logan ήταν/είναι, μια φιλμική στιγμή όπου κοιτάμε ταυτόχρονα την αρχή και το τέλος ενός χαρακτήρα.
Γιατί, τελικά, αυτό είναι το Logan. Το τέλος ενός Wolverine με τον οποίο μεγαλώσαμε και η αρχή ενός άλλου, που θα ζήσει τις δικές του περιπέτειες (ελπίζουμε με την Marvel κάποια στιγμή), που θα πει τις δικές του ιστορίες και θα φέρει την δική του χροιά σε έναν σύμπαν διαλυμένο. Ελπίζουμε, κάποια στιγμή στο μέλλον, η Dafne Keen να βάλει την εμβληματική κίτρινη στολή, όμως μέχρι τότε έχουμε πολύ δρόμο ακόμα, και έναν άλλον Logan να περιμένουμε!