«Εν αρχή είναι η πλήξη»
Ο Αλμπέρτο Μοράβια είναι ένας απ’ τους σημαντικότερους Ιταλούς συγγραφείς του 20ου αιώνα και επίσης ένας απ’ τους πιο πολυδιαβασμένους ευρωπαίους λογοτέχνες του προηγούμενου αιώνα. Πολλά βιβλία του έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν η Περιφρόνηση που έχει σκηνοθετηθεί απ’ τον Ζαν–Λικ Γκοντάρ και ο Κομφορμίστας απ’ τον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Η δύναμη της γραφής του Μοράβια, η καταβύθιση της λογοτεχνίας του στον ανθρώπινο ψυχισμό αλλά και ο ρεαλισμός των ιστοριών που αφηγείται, αποτελούν τις βασικές αιτίες της δημοφιλίας των βιβλίων του αλλά και των επιτυχών μεταφορών τους στην κινηματογραφική οθόνη.
Η Πλήξη είναι πλέον ένα κλασσικό μυθιστόρημα του Μοράβια, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα ξανά στα ελληνικά απ’ τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, σε νέα μετάφραση της Ελένης Τουλούπη. Γραμμένο το 1960, μερικά χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αντανακλά το κλίμα της εποχής του με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Οι βασικοί πρωταγωνιστές του έργου, παρ’ όλο που απέχουν πολύ απ’ την πραγματικότητα της μεγάλης πλειοψηφίας των ανθρώπων της εποχής, στην πραγματικότητα αναμετρώνται με διαχρονικές ανθρώπινες καταστάσεις και συναισθήματα. Μέσω ιδιόρρυθμων χαρακτήρων και ιδιαίτερων προσωπικοτήτων, ο Μοράβια επιχειρεί να βυθιστεί στον ανθρώπινο ψυχισμό, προσεγγίζοντας ένα θέμα με πολλές πτυχές: την πλήξη, ως σύμπτωμα της αποξένωσης του ανθρώπου απ’ την κοινωνική πραγματικότητα.
Η πλοκή του βιβλίου αφορά την καθημερινότητα ενός γόνου πλούσιας οικογένειας, ο οποίος προτιμά να ζει τη ζωή του αντισυμβατικά ως αποτυχημένος ζωγράφος, αποστρεφόμενος τα τεράστια πλούτη που του προσφέρει η οικογενειακή του περιουσία. Μην έχοντας την οποιαδήποτε ανησυχία για την οικονομική του επιβίωση, τα πάντα γύρω του τού δημιουργούν πλήξη, δεν βρίσκει κανένα ενδιαφέρον στη ζωή του. Η καθημερινότητά του είναι μία ρουτίνα που επαναλαμβάνεται χωρίς να παρεμβάλλεται καμία ενδιαφέρουσα εξέλιξη. Ακόμα κι όταν κάτι στιγμιαία του τραβά το ενδιαφέρον, γρήγορα το βαριέται και ξανακυριαρχείται από την πλήξη. Η κατάσταση του όμως θα αλλάξει δραματικά όταν θα γνωρίσει μία κοπέλα, την Τσετσίλια.
Ο αφηγητής διηγείται την ιστορία του υπό μορφήν εξομολόγησης, σαν σε έναν μονόλογο ή σαν να γράφει στο ημερολόγιό του. Προσπαθεί με κάθε λεπτομέρεια να μας ξετυλίξει τα συναισθήματά του, να μας εξηγήσει την φύση της βαθιάς πλήξης στην οποία τον οδηγεί η ρουτίνα της ζωής του. Περιγράφει το συναίσθημα του αυτό ως εξής:
«Το συναίσθημα της πλήξης γεννιέται μέσα μου από τον παραλογισμό μίας πραγματικότητας, που είναι ανεπαρκής ή ακατάλληλη να με πείσει για την αποτελεσματικότητα της ύπαρξης».
Όμως δεν περιορίζεται απλώς στην έκφραση των συναισθημάτων του. Θέλει να μας πείσει. Θέλει να μας κάνει κι εμάς να ζήσουμε μέρος της ζωής του με κάθε λεπτομέρεια, ώστε να κατανοήσουμε από πού γεννιέται αυτό το έντονο συναίσθημα της πλήξης. Γι’ αυτό μας διηγείται με κάθε λεπτομέρεια τις συναντήσεις που κατά καιρούς κάνει με τον -πολύ περιορισμένο- κοινωνικό του περίγυρο, απ’ τις οποίες καταλαβαίνουμε ότι πέραν της ρουτίνας δεν υπάρχει γύρω του τίποτα να του τραβήξει πραγματικά το ενδιαφέρον. Απ’ τις πρώτες συναντήσεις που αφηγείται είναι εκείνη με την μητέρα του, μία πάμπλουτη γυναίκα, η οποία συμπεριφέρεται με υπεροψία, υπερβολική αισιοδοξία που προκαλείται απ’ την ανυπολόγιστη οικονομική της ισχύ, αλλά και μία ασταμάτητη ανάγκη να ελέγξει τη ζωή του γιου της (του πρωταγωνιστή). Η αποστροφή του απέναντι σε αυτή την ανάγκη ελέγχου της μητέρας του του γεννά και μία αποστροφή για ό,τι εκείνη εκπροσωπεί, δηλαδή τα πλούτη, τις υπερβολικές ανέσεις και τις συναναστροφές με ανθρώπους απ’ τα υψηλότερα κλιμάκια της πολιτικής εξουσίας. Παρά το γεγονός ότι έχει τη δυνατότητα να ζήσει κι αυτός έτσι τη ζωή του, αυτός ο τρόπος ζωής του γεννά ανυπόφορη πλήξη και γι’ αυτό προτιμά να χαράξει έναν δικό του δρόμο, περισσότερο αντισυμβατικό.
Στην πραγματικότητα η πλήξη που συνεχώς τον κυριεύει είναι το αποτέλεσμα της αποξένωσής του απ’ τους γύρω του. Τον κουράζουν τα πάντα, δεν μπορεί να βρει ενδιαφέρον σε τίποτα και σε κανέναν και στην πραγματικότητα περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας του χαμένος στις σκέψεις του για την ανυπαρξία νοήματος στη ζωή του. Παρομοιάζει εύστοχα αυτό το βαρύ καταθλιπτικό συναίσθημα με μία ομίχλη:
«Η πλήξη. για μένα, έμοιαζε με ένα είδος ομίχλης στην οποία χανόταν διαρκώς η σκέψη μου, με κάποια μικρά διαλείμματα πραγματικότητα. Ακριβώς, όπως όταν βρίσκεται κανείς μέσα σε μία πυκνή ομίχλη και πότε βλέπει μία γωνία του σπιτιού του, πότε τη φιγούρα ενός περαστικού, πότε κάποιο άλλο αντικείμενο, αλλά μόνο για μία στιγμή, και το επόμενο λεπτό έχουν όλα χαθεί»
Την χρόνια πλήξη του θα διαταράξει η ερωτική σχέση που θα αναπτύξει με μία νεαρή κοπέλα, την Τσετσίλια. Η σχέση του μαζί της περνά διακυμάνσεις. Ξεκινά από μία εντελώς αποστασιοποιημένη, έως και κυνική αντιμετώπιση της ερωτικής τους σχέσης. Σε αντίθεση με τα συνήθως συμβαίνοντα στις ερωτικές σχέσεις όπου αρχικά οι εραστές κατακλύζονται απ’ τον ενθουσιασμό της γνωριμίας, εκείνος αδιαφορεί πλήρως για την Τσετσίλια, την οποία αντιμετωπίζει σαν αντικείμενο. Όμως, η λιγομίλητη Τσετσίλια κρύβει έναν μυστηριώδη χαρακτήρα, ο οποίος του κινεί το ενδιαφέρον αμβλύνοντας το συναίσθημα της πλήξης του. Τελικά απ’ την ψυχρότητα καταλήγει στην ερωτική εμμονή, όταν αρχίζει να υποψιάζεται ότι η Τσετσίλια τον απατά με έναν νεαρό ηθοποιό.
Στις μεγάλες αλλαγές της συναισθηματικής του διάθεσης ο Μοράβια επιχειρεί να αναμετρηθεί με τις συνεχείς διακυμάνσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς στις σύγχρονες κοινωνίες που όλα γύρω μας κινούνται γρήγορα. Πρόκειται για μία διαχρονική κατάσταση του ανθρώπου, η οποία όμως κουβαλά ένα ιδιαίτερο ιστορικό φορτίο την εποχή που γράφεται, στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Είναι προφανές ότι λίγα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα πάντα ήταν ρευστά. Οι Ευρωπαίοι (και ειδικά οι Ιταλοί) είχαν ζήσει δύο παγκοσμίους πολέμους, την πολιτική επικράτηση φασιστικών και ναζιστικών καθεστώτων στις χώρες τους, εμφυλίους πολέμους, ενώ μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι οικονομίες και οι κοινωνίες ήταν κατεστραμμένες και ανοικοδομούνταν ριζικά. Πώς με τόσες κατακλυσμιαίες αλλαγές να μην εναλλάσσεται συνεχώς η ψυχική και συναισθηματική διάθεση των ανθρώπων που προσπαθούν να επιβιώσουν;
Είναι εμφανές όμως ότι τα ζητήματα που εγείρει ο Μοράβια στο βιβλίο του διατηρούν το ενδιαφέρον τους και στη σημερινή εποχή, ακόμα κι αν δεν λάβουμε υπ’ όψιν την εξάπλωση μίας πανδημίας σε όλο τον κόσμο, η οποία έχει ανατρέψει ριζικά τις ζωές μας του τελευταίους μήνες. Η συνεχής πληροφόρηση, τα social media, η ανασφάλεια στην εργασία, οι οικονομικές κρίσεις, είναι κάποιοι απ’ τους πολλούς παράγοντες που δημιουργούν συνεχείς διακυμάνσεις στη συναισθηματική μας συμπεριφορά. Μπορεί να μην ταυτιζόμαστε ως αναγνώστες με την άνετη ζωή που αν ήθελε θα μπορούσε να κάνει ο πρωταγωνιστής, όμως το βιβλίο του Μοράβια δεν γράφτηκε μόνο για να μιλήσει για τον ελιτισμό του 1% του παγκόσμιου πληθυσμού, αλλά για την αποξένωση και την πλήξη που βιώνουμε όλοι μας με διαφορετικές εντάσεις στις ζωές μας.