Τα τελευταία χρόνια, η άνοδος της δημοφιλίας των υπερηρωικών κόμικ υφίσταται μια άνευ προηγουμένου άνθιση. Όχι μόνο έφερε ένα νέου είδους κοινό στον χώρο, αλλά κατάφερε, σε μεγάλο βαθμό, να απενεχοποιήσει όλη την βιομηχανία. Και κάτι τέτοιο είναι πραγματικό ευτύχημα, καθώς διαφορετικά, δεν θα είχε την ευκαιρία μια νεά γενικά αναγνωνστών να εξερευνήσει το έργο μιας μεγάλης μερίδας δημιουργών κόμικς, το οποίο ξεφεύγει από τα συνηθισμένα και σε πολλές περιπτώσεις δεν έχει καν σχέση με τους υπερήρωες.
Αυτό δεν αφορά μόνο τους Αμερικάνους δημιουργούς. Μόνιμα υποτιμημένη, η πολιτιστική παραγωγή της Ιταλίας έχει πολλά να προσφέρει, τόσο ιστορικά, στην πορεία της εξέλιξης της 9ης Τέχνης, όσο και στον σύγχρονο αναγνώστη. Το πρόσφατο εκδοτικό εγχείρημα της Jemma Press, η οποία δημοσιεύει ξανά ιστορίες από τον διαβόητο Άγνωστο του Magnus, είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία να εξερευνήσουμε μια σκηνή πολύ κοντινή στην δική μας γεωγραφικά, αλλά με εντελώς διαφορετική πορεία καλλιτεχνικά και κοινωνικά.
Ο Μagnus, κατά κόσμον Roberto Raviola, υπήρξε μια θρυλική μορφή των ιταλικών κόμικς, ο οποίος σημάδεψε με την παρουσία του την τάση των fumetto nero (μαύρα κόμικς), τα οποία μεσουρανούσαν κατά το διάστημα 1960-1980. Ξεκινώντας ως σχεδιαστής μαζί με τον σεναριογράφο Μax Bunker (ψευδώνυμο του Luciano Secchi), στο θρυλικό πλέον Kriminal, και αργότερα στο Satanik, σχεδιάζει την πρώτη μαύρη ηρωίδα της Ιταλίας. Αμφότερα έργα ακολουθούν το pulp μονοπάτι των κόμικ της περιόδου, βρίθουν δηλαδή από τρόμο και βία έντονα στυλιζαρισμένα, ξεπερνώντας τα όρια του grand guignol, παρά το γεγονός ότι δομικά είναι noir ιστορίες, ενώ τα διακατέχει μια έντονη σεξουαλικότητα. Ταυτόχρονα βέβαια, εστιάζοντας σε πιο ανθρώπινους, τρωτούς και ευάλωτους χαρακτήρες, οι οποίοι ανήκαν σε μειονότητες, ανέδιδαν και έναν έντονα δραματικό ανθρωπισμό, ο οποίος γινόνταν πιο αισθητός εξαιτίας της κοινωνικής χροιάς των ιστοριών. Έργα με μεγάλη λαική απήχηση, δεν άργησαν να χαρακτηριστούν σκουπίδια από τους ηθικολόγους (όχι μόνο του 1960 αλλά και αργότερα) αλλά και από την πλειοψηφία των διανοούμενων, μεταξύ των οποίων και πληθώρας αριστερών, παραδοσιακών πολέμιων της μαζικής κουλτούρας.
Προς τα τέλη του 1960, οι δύο συνεργάτες στρέφονται σε πιο ειρωνικά μονοπάτια και αποδομούν τα είδη που πριν είχαν αναδείξει με το Diavolik και άλλα παρεμφερή κόμικ όπως το Dennis Cobb Agente SS 108 . Σειρές όπως το Μaxbunker και αργότερα το Άλαν Φορντ, αναδείκνύουν μια έντονα καυστική, στα όρια του μεταμοντέρνου, αποδόμηση του είδους της περιπέτειας, δεν κάνουν όμως το άλμα προς τα μπρος. Έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια, μια μεγάλη θητεία σε σενάρια άλλων, αλλά και μια σταθερή θέση στον χώρο της πορνογραφίας ως σχεδιαστής για να μπορέσει ο Μagnus να συνδυάσει αρμονικά όλα τα είδη στα οποία θήτευσε και να δημιουργήσει τον Unknow, τον Αγνωστο του. Στις σύντομες περιπέτειες αυτού του ανώνυμου μισθοφόρου βλέπουμε την εξέλιξη ενός δημιουργού αλλά και μιας ολόκληρης σκηνής.
Το ασυνήθιστο μοτίβο των δύο καρέ, το οποίο φαινομενικά θα έπρεπε να κομματιάζει την ένταση της ιστορία και να την μετατρέπει σε μια απομίμηση stop animation ταινίας, γίνεται το όχημα του Raviola για να εστιάσει περισσότερο από ποτέ στους χαρακτήρες των ιστοριών που, για πρώτη φορά, είναι δικές του. Τα πρόσωπα ενδύονται μια βαριά, εξπρεσιονιστική σχεδόν ατμόσφαιρα που βοηθά στην εξωτερίκευση του ψυχικού τους κόσμου. Σε αυτή την τάση ενδοσκόπηση βοηθούν και τα συννεφάκια με τους εσωτερικούς μονολόγους των χαρακτήρων κάτι που έως τότε δεν είχε χρησιμοποιηθεί ιδιαίτερα στο ιταλικό σχέδιο. Και ενώ ο Unknow όντως θυμίζει τους ήρωες της σκληρής, καθαρά αστυνομικής λογοτεχνίας, ο Raviola τον ξεχωρίζει τοποθετώντας τον σε μια αχανή συναισθηματική έρημο, από την οποία ο ίδιος όχι μόνο δεν προσπαθεί να φύγει, αλλά αντίθετα, ξέρει πως δεν υπάρχει κάτι άλλο.
Ο αβυσσαλέος κυνισμός του ανώνυμου μισθοφόρου είναι αυτός που προκαλεί και το υπαρξιακό του δράμα: θέλει να πιστέψει πως υπάρχει κάτι άλλο, προσπαθεί και εκδικείται όταν πειράζει κάποιος οικεία του πρόσωπα. Ωστόσο, στο τέλος, όταν αυτά πεθάνουν τελικά ή όταν η αποστολή τελειώσει, ο ίδιος φεύγει, αδυνατώντας να κρατήσει κακία στους μαχαιροβγάλτες, τους βιαστές και τους δολοφόνους που τον περιβάλλουν, αδυνατώντας ουσιαστικά να συνδεθεί με το περιβάλλον του. Κομματιασμένος ψυχολογικά, όπως και το ανορθόγραφο όνομα του, σκοτώνει και συνεχίζει το χωρίς προορισμό ταξίδι του. «Τριγυρνάει χαμένος και μελαγχολικός ανά τον κόσμο: από το Μαρακές στη Ρώμη, από το Μοντ Σαν Μισέλ στην Αϊτή και από κει στη Βυρηττό», όπως λένε και οι μεταφραστές του βιβλίου.
Σε αυτό το σημείο αξίζει μια αναφορά στους υπεύθυνους αυτής της έκδοσης, στο μεταφραστικό δίδυμο του Γιάννη Μιχαηλίδη και την Κωνσταντίνα Γερ. Ευαγγέλου, οι οποίοι υπογράφουν και τον κατατοπιστικότατο πρόλογο που βρίθει ιστορικών αναφορών για το έργο και την σκηνή στην οποία περιλαμβάνετα. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να μεταφέρεις ένα έργο από μια άλλη γλώσσα, πόσο μάλλον ένα έργο από μια διαφορετική εντελώς εποχή, όσον αφορά τις αναγνωστικές συνήθειες και το κοινωνικό πλαίσιο. Παρόλα αυτά όμως, ο μελλανόμορφος κόσμος του Αγνωστου έρχεται σε εμάς ολοζώντανος γλωσσικά και εννοιολογικά. Στο εικαστικό κομμάτι, το δικό τους θαύμα έκαναν οι eyeworks.
Συνολικά, αυτός ο τόμος των περιπετειών του Άγνωστου του Magnus από την Jemma Press είναι μια εξαιρετική εισαγωγή στον πλούτο της ιταλικής σκηνής, μια εμπειρία για την οποία σίγουρα δεν θα μετανιώσετε.