Περί Φυσικής της Μελαγχολίας- Στο συνειρμικό λαβύρινθο του Georgi Gospodinov
Εκδόσεις Ίκαρος, πάντα με αρτιστίκ εξώφυλλο· ένα αγόρι με κεφάλι ταύρου, ή ένας Μινώταυρος ή ένας ταύρος με σώμα αγοριού. Σε κάθε περίπτωση, ένας μικρός προβληματισμός περί συμβολισμού έχει ξεπηδήσει πριν καν αρχίσω το διάβασμα.
«Περί φυσικής της μελαγχολίας». Σίγουρα δεν νοείται η μελαγχολία ιδωμένη μέσα από εξισώσεις και watt, αλλά μάλλον μιλάμε για τη φύση της μελαγχολίας, ενός συναισθήματος που ανέκαθεν βιώνεται αρκετά απροσδιόριστα. Μας καταβάλλει στη μέση ενός τρανταχτού γέλιου απρόοπτα και αναίτια, την επιζητούμε σε παλιές φωτογραφίες και γενικά μας συντροφεύει πάντα. Είναι το συναίσθημα χωρίς όνομα που κατοικεί σε παιδικές ιστορίες και δάκρυα, απογοητεύσεις, ραστωνικά μεσημέρια, θολές μνήμες.
Ο Gospodinov γράφει για όλα αυτά και περισσότερα με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Ένας από τους σύγχρονους πιο μεταφρασμένους συγγραφείς και τολμηρούς ευρωπαίους λογοτέχνες, καταγόμενος από τη λογοτεχνικά ξεχασμένη Βουλγαρία, γράφει ένα πολυβραβευμένο βιβλίο που ξαφνιάζει ακόμη και τον πιο έμπειρο αναγνώστη. Έχοντας ζήσει τις ιδιαίτερες τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, ξέγνοιαστες και καχύποπτες ταυτόχρονα, χρησιμοποιεί τα βιώματά τους ως εφόδια για να γράψει μια συνειρμική, σχεδόν αυτοβιογραφική ιστορία που μπλέκεται και ξεμπλέκεται σε έναν αιώνιο λαβύρινθο. Το ερώτημα που μας ταλανίζει καθώς προχωράμε την ανάγνωση είναι «μωρέ μπας και λέει αλήθεια;».
«Γεννήθηκα δυο ώρες πριν την ανατολή του ήλιου ως μυγάκι. Θα πεθάνω σήμερα το βράδυ μετά τη δύση του ηλίου.» Ήδη από την πρώτη σελίδα μας εισάγει στο πρωταρχικό δίπολο ζωής και θανάτου που γεννά τη μελαγχολία. Η δική του στάση απέναντι σ’ αυτό είναι ανάλαφρη. Θα εξακολουθήσει σε όλο το υπόλοιπο του βιβλίου να αφηγείται ιστορίες και να αποτυπώνει δοκιμιακές φιλοσοφίες με χαρακτηριστική παιδικότητα και χιούμορ.
Οι παιδικές του αναμνήσεις σε μια ταλαιπωρημένη βαλκανική χώρα περιπλέκονται με άλλες ιστορίες που μόνο η φαντασία ενός παιδιού μπορεί να πλάσει. Με πρωτότυπη δομή και χρονολογικά άλματα, σαν να αισθάνεται «νέος για τελευταία φορά», με τη χρήση αφήγησης πρώτου προσώπου, αναβιώνει με ζήλο την παιδική εξερεύνηση της ζωής, αλλά και σε τρίτο πρόσωπο, σε θέση παρατηρητή, καταγράφει και ενίοτε καυτηριάζει καιρούς υποκρινόμενους.
Ο ήρωας, ως το alter ego του συγγραφέα, δομεί τη σκέψη του γύρω από τον μύθο του Μινώταυρου. Μπορεί όλοι μας να τον έχουμε διδαχτεί στο σχολείο, αλλά μάλλον ποτέ δεν σκεφτήκαμε την αθωότητα αυτού του πλάσματος, παρά μόνο σταθήκαμε σαν κατήγοροι απέναντι του μη δίνοντας κανένα ελαφρυντικό στις πράξεις του. Ο ήρωας στήνει ένα φαντασιακό, ρεαλιστικό δικαστήριο που στόχο έχει να αποδείξει την αθώωση του. Μια επισήμανση εδώ κρίνεται απαραίτητη ώστε να καταλάβετε το κίνητρο του ήρωα· πάσχει από «παθολογική ενσυναίσθηση».
Σε τελική ανάλυση, οι συνθήκες που ανέθρεψαν τον Μινώταυρο και ο λαβύρινθος όπου ζει ίσως δεν διαφέρουν και τόσο από το σύγχρονο αστικό βίωμα.
Η μελαγχολία, ή αλλιώς η «μέλαινα χολή», είναι μία κατάσταση που μας θλίβει, μας απαισιοδοξεί, ενδεχομένως και αδικαιολόγητα. Στην ετυμολογία, ωστόσο, της λέξης κρύβεται η ινδοευρωπαϊκή ρίζα «ǵʰelh₃» που σημαίνει «ανθίζω». Να δούμε, λοιπόν, αυτό το αγκάθι σαν άνθος και να το αγκαλιάσουμε… Αυτό μας προτείνει ο Gospodinov κι ο μικρός Μινώταυρος!
Μερικά αποσπάσματα:
«Είναι μόνο τα μικρά πράγματα που χάνονται, όλα τα’ άλλα υπάρχουν στις εφημερίδες της εποχής».
«Οι λέξεις είναι οι πρώτοι δάσκαλοι στον θάνατο. Το πρώτο σημάδι για τη διάσπαση ανάμεσα στα σώματα και τα ονόματά τους».
«Μπορώ να σχεδιάσω έναν γεωγραφικό χάρτη με τη μετανάστευση των μελαγχολιών. Κάποια μέρη είναι μελαγχολικά τον έναν αιώνα, κάποια άλλα, τον επόμενο. Αν κάτι πέτυχα με αυτά τα πειράματα, αυτό είναι το να προσελκύσω για ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ένα χαμένο σύννεφο μελαγχολίας από κάποια βραδιά του παρελθόντος, δικό μου ή ξένο, να το ακολουθήσω και να βυθιστώ στη νικοτίνη του. Σαν πρώην καπνιστής που ακόμα κι όταν έχει μείνει χρόνια χωρίς τσιγάρο, πάντα αναγνωρίζει τα ίχνη του καπνού».