Μια ταινία για ένα αμετανόητο εργένη μόδιστρο θυμίζει τις παλιές καλές κινηματογραφικές στιγμές του ηθοποιού.
Αυτή η ταινία είναι από τις περιπτώσεις που ένα όνομα αρκεί για να συγκρατήσει μια ολόκληρη παραγωγή. Στην τελευταία(;) του ταινία, ο Daniel Day-Lewis υποδύεται τον Reynolds, έναν εργασιομανή μόδιστρο στο Λονδίνο την δεκαετία του ’50. Τόσο μάλιστα εργασιομανής που οι γυναίκες που επιλέγει είναι με βάση τα μέτρα τους, σαν να είναι περισσότερο ένας καμβάς να αναδείξει την δουλειά του . Χωμένος πάντα στο επόμενο φιλόδοξο πρότζεκτ του, έχει τοποθετήσει την αδερφή του στα λογιστικά και οργανωτικά καθήκοντα τόσο του οίκου όσο και της ίδιας της προσωπικής του ζωής. Όντας μια ψυχρή υπολογιστική μηχανή, αποτελεί την φωνή της λογικής στο σπίτι που συστεγάζει τον οίκο μόδας, γνωρίζει όλες τις ιδιαίτερες συνήθειες του αδερφού της και είναι αυτή που τον προσγειώνει στην πραγματικότητα, διακόπτοντας αυτό το συνεχές δημιουργικού οίστρου.
Ο Reynolds ζει στο μικρόκοσμο του σπιτιού, που είναι απαλλαγμένος από περισπασμούς οποιοδήποτε είδους. Μέσα στην γυάλα που του δημιουργεί η αδερφή του, μοιάζει δυνατός και σίγουρος για τον εαυτό του, αν και θεωρεί την δουλειά του ως συνέχεια του έργου της μητέρας του και μια προσφορά στην μνήμη της, εφόσον αυτή του έμαθε όσα γνωρίζει. Μπλεγμένος μέσα στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα, έχει αναθέσει την προστασία στην αδερφή του και αναζητά την αγάπη και την στοργή σε νεαρές γυναίκες. Από την αρχή σχεδόν της πλοκής, στην ιστορία εισέρχεται η Alma μια νεαρή σερβιτόρα που ερωτεύεται και φέρνει στο σπίτι. Το τρίγωνο χαρακτήρων που σχηματίζεται ουσιαστικά τροφοδοτεί όλη την πλοκή.
Η Alma δεν μπορεί να αποδεχτεί εξ’ αρχής την εκκεντρική συμπεριφορά του Reynolds θεωρώντας την επιτηδευμένη, αλλά προσπαθεί σε πρώτη φάση να κερδίσει την έγκριση της αδερφής, η οποία στερεί την ιδιωτικότητα στο ζευγάρι. Προσπαθεί επίσης να κάνει τον μόδιστρο να ανοιχτεί μαζί της, αλλά αυτός οχυρώνεται πίσω από την πρόφαση της δουλειάς. Η πάλη των δυο γυναικών για την ηγεμονία, υλική και συναισθηματική μαίνεται συνεχώς , ενώ στο φόντο εναλλάσσονται επιδείξεις μόδας, κοσμικές εκδηλώσεις, απαιτητικές πελάτισσες και απέραντη χλιδή. H Alma σκαρφίζεται τελικά το τέχνασμα για τον ευαισθητοποιήσει. Μέσα από τον πόνο και την αρρώστια, ο Reynolds ζητά το υποκατάστατο της μητρικής περιποίησης και το βρίσκει στο πρόσωπό της, οπότε αργότερα παντρεύονται. Αυτή η συνειδητοποίηση τον κάνει να απομακρύνεται και να ζητά από την αδερφή του να την διώξει, τελικά όμως συμβιβάζεται με την ιδέα ότι η Alma ενδιαφέρεται τόσο γι’ αυτόν που βάζει στην άκρη την αυστηρή ρουτίνα που επιβάλλει στον εαυτό του.
Ο ρόλος του εγωιστή εργένη αποτελεί ευθεία αναφορά στον παρόμοιο πρωταγωνιστικό ρόλο στην «Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι», ίσως μια από τις καλύτερες ταινίες που δημιουργήθηκαν ποτέ. Σε εκείνο το ρόλο, αναζητούσε την εύθραυστη μητρική αθωότητα, αλλά την απάτησε με την υπερσεξουαλική φίλη και ζωγράφο. Εδώ αντίθετα, το παιδί είναι αυτός, περιτριγυρισμένος από τόπια υφάσματα και μοντέλα, χωρίς να τον νοιάζει να διατηρήσει τον ρόλο του playboy. Ο ρόλος της Alma έχει περισσότερο βάθος και δύναμη απ’ ότι φαίνεται και σ’ αυτό ανταποκρίνεται πολύ καλά η Vicky Krieps, που έπαιζε και στο πρόσφατο «Ο Νεαρός Μαρξ». Η σκηνοθεσία δίνει έμφαση στο να μεταδώσει τον επιφανειακό τρόπο ζωής των μεγαλοαστών, ειδικά μέσα από το πρίσμα του κόσμου της μόδας, αφιερώνοντας ολόκληρα καρέ στις διαδικασίες . Όλα αυτά όμως είναι ένα πολύ μικρό κομμάτι από την μεγάλη εικόνα, που γεμίζει με το ταλέντο του ο Daniel Day-Lewis. Άσχετα με το αν είναι η τελευταία του ερμηνεία ή όχι, είναι σίγουρα μια επιβεβαίωση του πόσο ταλαντούχος είναι.