Ορμώμενη από τις κοινωνικές εξελίξεις και πιο συγκεκριμένα το κίνημα Me Too, η Αγγλίδα Emerald Fennell (Crown (2019-2020), Killing Eve (2019) κ.ά.) δημιούργησε μία «ταινία εκδίκησης» που αποτελεί ένα κράμα μαύρης κωμωδίας και ερωτικής κομεντί. Η ταινία έχει ήδη κερδίσει θετικές εντυπώσεις και γι’ αυτό επάξια κέρδισε πέντε υποψηφιότητες στα φετινά Oscars (καλύτερης ταινίας, καλύτερου Α’ γυναικείου ρόλου, καλύτερης σκηνοθεσίας, καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου και καλύτερου μοντάζ). Αν και αποτελεί ένα είδος revenge movie, δεν θέτει ως αυτοσκοπό να αναδείξει το κομμάτι της εκδίκησης αλλά επιθυμεί να προβάλει περισσότερο τη συστημική πραγματικότητα και τους προβληματισμούς που αυτή εγείρει γύρω από τα ζητήματα της σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης, του slut- shaming, του victim-blaming και άλλων θεμάτων που απορρέουν από τον θεσμό που τα δημιουργεί, την πατριαρχία.
Η Fennell, υπογράφοντας το σενάριο του «Promising Young Woman», δημιουργεί έναν περίπλοκο δυναμικό γυναικείο χαρακτήρα, την πρωταγωνίστριά της. Η πρωταγωνίστριά της ονομάζεται Κασσάνδρα, ένα όνομα γνωστό στην ελληνική μυθολογία σύμφωνα με την οποία ήταν μία γυναίκα με μαντικές ικανότητες που σύμφωνα με έναν μύθο απέκτησε το χάρισμα της από τον θεό Απόλλωνα με αντάλλαγμα τον ερωτά της. Όταν όμως αυτή τελικά αρνήθηκε, εκείνος την καταράστηκε και έχασε την ικανότητα της πειθούς με συνέπεια να μην πιστεύει κανείς τις προφητείες της. Αποτελεί επομένως μία τραγική γυναικεία φιγούρα που αδικήθηκε και αργότερα βιάστηκε και δολοφονήθηκε.
Την Κασσάνδρα στο «Promising Young Woman» υποδύεται η Carey Mulligan (Suffragette (2015),The Great Gatsby (2013), Shame (2011), An Education (2009) κ.ά.), μία ηθοποιός που, αν και την έχουμε συνηθίσει σε διαφορετικούς ρόλους, καταφέρνει να τραβήξει το βλέμμα του κοινού με την αποφασιστικότητά της, την εμμονή της στο να αλλάξει με τον τρόπο της τον κόσμο και τον δυναμισμό της. Η Κασσάνδρα είναι μία γυναίκα που αν και αποτελούσε μία ιδεώδη “Promising Young Woman” αφού ξεχώριζε και ήταν άριστη στην ιατρική σχολή όπου φοιτούσε, αποφασίζει ξαφνικά να θέσει τέρμα στις σπουδές της, στην καριέρα της και γενικότερα στο «υποσχόμενο» μέλλον της. Το «ξαφνικά» συνδέεται με τον χαμό της κολλητής της Nina. H Nina ήταν μία άριστη και «υποσχόμενη» φοιτήτρια της ιατρικής που βιάστηκε σε ένα φοιτητικό party και μάλιστα δημόσια. Όταν κατήγγειλε το γεγονός κανένας δεν τη στήριξε, αντιθέτως κατακρίθηκε σε σημείο τελικά να κατηγορηθεί η ίδια και όχι ο θύτης της. Η Κασσάνδρα (Cassie) έχοντας τραυματιστεί από τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε η κολλητή της, βάζει ως σκοπό να δώσει κάποια «μαθήματα καλών τρόπων» στους άντρες που ζουν με την πεποίθηση ότι δεν τους χρειάζονται.
Έτσι, η ταινία ξεκινά με έναν πρωτότυπο και ενδιαφέροντα τρόπο. Καθημερινοί, απλοί άντρες χορεύουν σε slow-motion στη μελωδία του “Boys” της Charli XCX, σε remix, μία ενδιαφέρουσα πινελιά αφού συνήθως στις ταινίες εμφανίζονται sexy γυναίκες να χορεύουν σε slow-motion. Αμέσως, εμφανίζεται η Cassie μεθυσμένη και γίνεται το επίκεντρο του σεξιστικού σχολιασμού μίας παρέας ανδρών. Ο ένας από αυτούς (Adam Brody) εμφανίζεται ως ο «nice guy» που θα προσφερθεί να τη βοηθήσει προκειμένου να μην την εκμεταλλευτεί κανένας στην κατάσταση που βρίσκεται. Η ταινία ήδη από τη σκηνή που αμέσως μετά ακολουθεί, εκθέτει ένα από τα ζητήματα που πραγματεύεται, υπάρχουν πράγματι οι «ωραίοι τύποι»; Ή η κατηγορία αυτή αποτελεί ένα αρσενικό κοινωνικό κατασκεύασμα που επιτρέπει στον θύτη να δικαιολογεί εύκολα τις πράξεις του και στο τέλος να θυματοποιείται ο ίδιος επιτρέποντάς του να δρα με τον τρόπο που επιθυμεί δημιουργώντας ψευδαισθήσεις στον ίδιο του τον εαυτό;
Επιχειρώντας λοιπόν, η Fennell να κατεδαφίσει την ιδέα του «nice guy», παρουσιάζει την Cassie ως την «εκδικήτρια» που αποδεικνύει την θέση αυτή. Η τελευταία δημιουργώντας στους τρίτους της πεποίθηση πως βρίσκεται σε αδύναμη θέση έχοντας πριν καταναλώσει αλκοόλ, τους παρασέρνει σε πιο ιδιαίτερα μέρη, κι εκεί όταν επιβεβαιώνεται πως πράγματι προσπαθούν να την εκμεταλλευτούν, φανερώνει την πραγματικότητα. Πως είναι νηφάλια με πλήρη διαύγεια του πνεύματος και μάλιστα πως έχει σκοπό να τους δώσει ένα «μάθημα». Με ψυχρό και δυναμικό τρόπο τους αποδεικνύει πως έχουν λανθασμένη αντίληψη για τον εαυτό τους και τους αναγκάζει να αναθεωρήσουν, φτάνει σε σημείο μάλιστα να τους εκφοβίσει για να μην επιχειρήσουν ξανά την ίδια συμπεριφορά. Ενδιαφέρον στοιχείο αποτελούν οι άνδρες που εμφανίζονται ως «nice guys», είναι απλοί καθημερινοί άντρες που με μία πρώτη ματιά με βάση τα πρότυπα της που προωθεί η κοινωνία μας δεν θα τους κατατάσσαμε στα επικίνδυνα άτομα, υπενθυμίζοντας με αυτό τον τρόπο πως η απειλή μπορεί να βρίσκεται ακόμα και σε «αθώα» πρόσωπα.
Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, υπενθυμίζεται πως η Fennell επιχειρεί να κατηγορήσει το συστημικό κατεστημένο, την πατριαρχία ως κοινωνικό σύστημα και όχι το αντρικό φύλο. Γι’ αυτό και στην ταινία της εντάσσει και γυναικείους χαρακτήρες που παίρνουν θέση απέναντι στον βιασμό της Nina. Σε ένα παραλήρημα μισογυνισμού η φίλης της Cassie, Madison (Aliston Brie- Community, Bojack Horseman) αλλά και η πρύτανης Walker τάσσονται με τον τρόπο τους υπέρ του θύτη, αφού κατά τη γνώμη τους είναι λογικό επακόλουθο ο βιασμός μιας γυναίκας όταν εκείνη αποφασίζει να πιει λίγο παραπάνω. Έτσι, φοβούμενες μην απωθηθούν από το σύστημα που προσπαθούν με τόσο κόπο να παραμείνουν ενταγμένες, επιλέγουν να σιωπήσουν και να συνεχίσουν τις ζωές τους. Η Cassie αρνούμενη όμως, να δεχτεί τον άδικο χαμό της κολλητής της αλλά και τις απόψεις τους που συνοδεύονται από μισογυνισμό, επιφυλάσσει και σε εκείνες κάποια «ιδιαίτερα μαθήματα» ψυχολογικής κατανόησης. Κι αυτό διότι επιλέγουν συνειδητά την παθητική στάση και σιωπή, ενώ προτιμούν να προωθούν την ιδέα του «πολλά υποσχόμενου άντρα» παρά να κατανοήσουν πως αυτή η πρακτική διαιωνίζει το πατριαρχικό σύστημα και εγκλωβίζει τα θύματα στην αδυναμία και την απόγνωση αναγκάζοντάς τα και αυτά να αποκρύψουν τα γεγονότα που τα πλήγωσαν, φοβούμενα την κοινωνική κατακραυγή και αποδοκιμασία.
Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα, υπάρχουν στιγμές χαλάρωσης αφού στην καφετέρια που εργάζεται η Cassie την επισκέπτεται ένας παλιός της συμφοιτητής ο Ryan. Ανάμεσά τους δημιουργείται μία ερωτική σχέση η οποία γρήγορα θα αποδειχτεί πως δεν είναι αρκετή για να ξεπεράσει η Cassie το τραύμα της. Γρήγορα αποδεικνύεται πως ο Ryan στο παρελθόν έχει υπάρξει παθητικός μάρτυρας του συμβάντος που κλόνισε τη ζωή της Cassie και κατέστρεψε τη ζωή της Nina. Στο σημείο αυτό γίνεται κατανοητή η ανάγκη για κοινωνική αλλαγή αφού λίγο πριν η Madison ανέφερε πως όταν συνέβη αυτή η κακοποίηση, την θεώρησαν όλοι αστεία. Η δικαιολογία μάλιστα του θύτη αργότερα, είναι πως ήταν παιδιά. Το πρώτο ερώτημα που ανακύπτει είναι αν η παθητικότητα και η σιωπή θεωρούνται συνενοχή; Ένα άλλο ερώτημα που θέτει η ταινία είναι, πως όταν ένα τέτοιο έγκλημα με τέτοια κοινωνικοηθική απαξία συμβαίνει πάνω στη «νεανική τρέλα», αποτελεί ταυτόχρονα αυτή η ηλικία και ελαφρυντικό; Η Cassie πάντως δεν επιδοκιμάζει αυτή την άποψη, τη θεωρεί λελογισμένα μια ανόητη και ανεπαρκή δικαιολογία.
Το τέλος της ταινία για κάποιους είναι απογοητευτικό. Η Fennell σε συνέντευξή της έχει αναφέρει πως είχε σκεφτεί και άλλες εκδοχές. Ωστόσο αποφάσισε, σωστά, να κρατήσει την πιο αληθοφανή με revenge στοιχεία που θέλουν να υπενθυμίσουν πως στο τέλος όλα μπορούν να καταρρεύσουν και να επικρατήσει η δικαιοσύνη είτε αυτή είναι ηθική είτε νομική.
Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στη σκηνοθεσία και τα χρώματα της ταινίας. Γενικά επικρατούν τα παστέλ χρώματα ελαφρύνοντας έτσι το κλίμα της ταινίας και το girly pop style. Ο pop τόνος διακρίνεται και από τη μουσική επένδυση της ταινίας, στην οποία προτιμώνται αρκετά παρεξηγημένα κοριτσίστικα pop κομμάτια με αποκορύφωμα μία instrumental εκδοχή του Toxic της Britney Spears σε μία σκηνή που συμβαδίζει άριστα με το κλίμα και το περιβάλλον που έχει επιλέξει η Fennell για την ταινία, δημιουργώντας έτσι μία καθαρά γυναικεία ταινία.
Κλείνοντας, το «Promising Young Woman» είναι μια ταινία που έρχεται να αναθεωρήσει την προβληματική πολιτική (συνήθως) φράση «Μην ακούτε τις Κασσάνδρες». Γιατί οι Κασσάνδρες είναι πολλές και αληθινές, έτοιμες να δώσουν τον δικό τους αγώνα στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, να ακουστούν και στο τέλος να δικαιωθούν.