Πέρσι τέτοιες μέρες όλο το geekdom ζούσε στον ενθουσιασμό του Star Wars- The Force Awakens. H ιδέα και μόνο ότι θα βλέπαμε το αγαπημένο μας franchise, 11 χρόνια μετά την ταινία που νομίζε πως το σφράγισε ολοκληρωτικά, είχε ενθουσιάσει τους περισσότερους, ένας πανικός που ενισχύθηκε από ένα μανιακό marketing. Παρά τις αντιξοότητες που αντιμετωπίσαμε στην Ελλάδα, όταν η εταιρεία διανομής επέλεξε να φέρει την ταινία μια βδομάδα αργότερα από την ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ πρεμιέρα της, φτύνοντας στα μούτρα τους χιλιάδες fans (και λίγο αργότερα τους δημοσιογράφους που πήγαν να την δουν με ένα άνευ προηγουμένου κυνήγι μαγισσών ενάντια στην “πειρατεία”, κάτι που επανέλαβε και σε αυτή), το κοινό αγάπησε την Rey, τον Fin, τον Poe Dameron και τον BB-8, δίνοντας τους την ευκαιρία να χτίσουν τον δικό τους μύθο ανάμεσα στους χαρακτήρες που λατρέψαμε. Με τα λάθη της, το άγχος να φτάσει τα παλιά, τις κατηγορίες για αντιγραφή, το Star Wars- The Force Awakens έκανε αυτό που είχε σκοπό.
Ένα χρόνο αργότερα, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Πλέον ξέρουμε πως το σύμπαν του Star Wars, στα φιλοχρήματα χέρια της Disney, θα μας επισκέπτεται κάθε Δεκέμβρη για το προσεχές μέλλον. Γνωρίζουμε πως, πέρα από την καινούργια τριλογία, θα δούμε και ταινίες που εξερευνούν θέματα γενικά αλλά και ιστορίες συγκεριμένων προσώπων (Han Solo για αρχή). Το Rogue One ανήκει στην πρώτη κατηγορία. Το πρώτο spin-off μιας σειράς ταινιών έρχεται να κριθεί από ένα κοινό που δεν ξέρει ακριβώς τι να περιμένει. Θα είναι Stars Wars; Όχι ακριβώς. Πόσο ακριβώς; Το γεγονός ότι λαμβάνει χώρα στο παρελθόν γεννά προσδοκίες…
Τελικά το Rogue One επιβεβαίωσε πως το Star Wars είναι μια σειρά ιστοριών που έχει πολλά να δώσει ακόμα, ακόμα και πέρα από τα Επεισόδια του (ίσως κυρίως πέρα από αυτά). Η ταινία αυτή μοιάζει περισσότερο με ένα πολεμικό δράμα, με τέλεια υπολογισμένες δόσεις χιούμορ και συγκίνησης, αλλά και με όλα του τα κλισέ, παρά με οτιδήποτε μας είχε συνηθίσει έως τώρα η αγαπημένη μας space opera. Ο σκηνοθέτης Gareth Edwards (Godzilla) θολώνει το ξεκάθαρο άσπρο- μαύρο των προηγούμενων ταινιών και βάζει στο κάδρο ένα γκρι, λεκιασμένο με αίματα και λάσπες. Καταφέρνει και δίνει μια τρομερή εμπειρία, όχι μόνο από θέμα εφέ ή στυλ. Παρά την αξεπέραστη μαεστρία του Edwards, ο οποίος αξιοποιεί όλη του την εμπειρία ως ειδικός στο ζήτημα, η βάση της ταινίας δεν είναι αυτή. Ακόμα και αν είχαμε ίσως την εντυπωσιακότερη αερομαχία στα χρονικά του franchise. Η μεγαλύτερη δύναμη της ταινίας είναι η δομή της ως αυτοτέλεια και ταυτόχρονα ως μέρους ενός κόσμου.
Η ιστορία των Chris Weitz και Tony Gilroy αξιοποιεί στο έπακρο τον όρο spin-off. Μας ξεναγούν μέσα σε μέρη άγνωστα, δείχνοντας μας αθέατες πλευρές πραγμάτων που γνωρίζαμε. Δομούν οργανισμούς όπως η Αυτοκρατόρια και η Συμμαχία, τους δίνουν υπόβαθρο υλικό, κατεβάζοντας τους από τα σύννεφα και τις συμβολοποιήσεις. Μας δείχνουν τα πρόσωπα τους, τα κοινά και τις διαφορές τους. Γεμίζουν την οθόνη με ραδιουργίες, στρατόπεδα μέσα στα στρατόπεδα, διαφωνίες πολιτικού και στρατηγικού χαρακτήρα που κάνουν τον κόσμο του Star Wars να μοιάζει πολύ περισσότερο πολιτικός και αρκετά περισσότερο σαν τον δικό μας.
Την ίδια στιγμή, μας πείθουν πως ναι, αξίζει να πολέμήσεις ενάντια στην καταπίεση, αξίζει να ελπίζεις και να παλέψεις για κάτι καλύτερο. Όσο η μάχη μαίνεται παντού γύρω από τους ήρωες, όσο ματώνουν και οι ίδιοι, αγωνιάς για το αποτέλεσμα (και ας το ξέρεις πριν καλά-καλά μπεις στην αίθουσα), ακριβώς γιατί μαγεύεσαι από τον κόσμο που σου παρουσιάζεται. Ακόμα και αν κάποιος δεν είχε ιδέα τι συμβαίνει, σε κανένα Star Wars, αυτή η ταίνια θα τον γοήτευε και θα τον έκανε να θέλει να μάθει όσο περισσότερα γίνεται για αυτή την μάχη. Επιπλέον, η ταινία, σαν σωστό spin-off, δεν εστιάζει στους μεγάλους ήρωες, τους πανίσχυρους Jedi και τους εκλεκτούς της Δύναμης. Οι πρωταγωνιστές της είναι στρατιώτες, κατάσκοποι και πιλότοι, το ανώνυμο πλήθος που σε όλες τις άλλες ταινίες πέθαινε σιωπηλά. Τώρα έχει φωνή (ίσως όχι αυτή που θα άξιζε αλλά έχει), και ουρλιάζει πως δεν είναι λιγότερο άξιο, λιγότερο ηρωικό. Θέλει και αυτό να αγωνιστεί και το κάνει. Ακόμα και όταν ολα δείχνουν καταδικασμένα. Το ότι η φωνή αυτή ενσαρκώνεται από ένα casting που δεν περιορίζεται σε λευκούς άνδρες είναι και αυτό μια δήλωση, Ίσως όχι τόσο ηχηρή όσο θα θέλαμε, αλλά όπως και να έχει, μια δήλωση.
Όπως είπαμε, οπτικά η ταινία είναι εντυπωσιακή. Είναι φανερό πως o Edwards δεν διαθέτει την άνεση στο μοντάζ ή στην ατμόσφαιρα που έχει ο J.J Abrams. Πολλά πλάνα φαίνονται ξερά και μονότονα ενώ στην αρχή η ιστορία παλλεται τόσο πολύ χρονικά και χωρικά που απειλεί σε κάθε καρέ να ξεφύγει από τα χέρια του. Παίρνει πολύ ώρα να βρει το ρυθμό του και μέχρι τότε η ταινία φαντάζει κάθως αμήχανη, μαθηματικά δομημένη. Όμως ο Edwards είναι σκηνοθέτης των εφέ και εκεί βρίσκει την βάση του. Η δράση στην έρημο ( όσοι μισούν τα tank και αγαπούν τις μολότωφ έχουν λόγο να ενθουσιαστούν) δίνει άμεσα το στίγμα του έργου, και το κρατά μέχρι το τέλος. Όσο μάλιστα προχωρά, τόσο κορυφώνει, δίνοντας ίσως το πιο εντυπωσιακό φινάλε που έχουμε δει σε ταινία Star Wars (σίγουρα καλύτερο από τον πανηγυρισμό με τους Ewoks…).
Ωστόσο υπάρχουν ακόμα πολλά αγκάθια στην ταινία. Οι χαρακτήρες είναι ίσως το μεγαλύτερο. Πρόκειται για περιπτώσεις όπου η ιδιότητα ενός ρόλου υπερκαλύπτει την ταυτότητα του. Οι περισσότεροι δεν είναι καλά δομημένοι. Χωρίς να γίνονται αδιάφοροι, δεν τους δόθηκε χρόνος να ωριμάσουν στην συνείδηση του θεατή, ούτε αρκετό βάθος. Δεν αποτελεί έκπληξη πως ο πιο ανθρώπινος ανάμεσα τους ήταν το ρομπότ ( K-2SO ,να το θυμάστε), ενώ ακόμα και η πρωταγωνίστρια, φαντάζει ξύλινη σε σημεία, ενώ, παρόλο που είναι η μόνη που της δίνεται μια παραπάνω ευκαιρία να αναπτύξει συναισθηματικούς δεσμούς, δεν τα καταφέρνει. Σε αυτό φταίνε και οι εγγενείς αδυναμίες της Felicity Jones (The Theory of Everything, Inferno) η οποία μένει στο φιλικό της physic και δεν ξεδιπλώνεται περαπέρα.
Παρόμοια μοίρα είχε και ο αγαπημένος Donnie Yen (Ip-Man), ο οποίος πρέπει να ειπωθεί πως αξιοποίησε με το καλύτερο τρόπο που μπορούσε τις σκηνές του, απλά δεν τον βοήθησε το σενάριο. To ίδιο μπορεί να σημειωθεί και για τον εντυπωσιακό Wen Jiang (Let the Bullets Fly), που δυστυχώς δεν κατάφερε να κάνει την κάμερα να στραφεί περισσότερο σε αυτόν, όσο καλά και αν χειριζόταν την σιλουέτα του. Καλύτερη τύχη είχε ο Riz Ahmed (The Night Of,Nightcrawler) κυρίως λόγω διαφορετικής μεθόδου, παρά σκηνοθετικής προτίμησης. Αν εξαιρεθεί ο ΛΑΤΡΕΜΕΝΟΣ Alan Tudyk (Firefly,Zootopia, Trumbo) στον ρόλο του καυστικού K-2SO, την καλύτερη δουλειά από όλους την έκανε ο πολυτάλαντος Diego Luna ( Milk, Elysium). Βέβαια, όση απογοήτευση και αν πρόσφεραν οι χαρακτήρες, ειδικά στην αρχή της ταινίας, δεν συγκρίνεται με την απογοητευτική ερμηνεία του Forest Whitaker (The Last King of Scotland, The Butler). Κρίμα για έναν τεράστιο ηθοποιό που θα μπορούσε να κάνει απείρως περισσότερα σε έναν τόσο κομβικό ρόλο. Ο Mads Mikkelsen (Doctor Strange, Hannibal), ήταν πολύ καλή προσθήκη, χωρίς ωστόσο να ξεχωρίσει. Από την άλλη ο Ben Mendelsohn δεν πείθει ως ο προσωπικός κακός της ταινίας και μάλλον κουράζει. Συγχρόνως, αξίζει να αναφερθεί πως δύο (ή παραπάνω;) ηθοποιοί από την κλασσική τριλογία γύρισαν στις θέσεις τους, ο γίγαντας James Earl Jones (Lion King, Star Wars) αλλά και ο Peter Cushing, πράγμα ιδιαίτερα περίεργο, καθώς ο δεύτερος είναι νεκρός εδώ και 22 χρόνια. Η τεχνολογία έκανε πάλι το στρεβλό της θαύμα….
Δεν περιμένετε εμάς προφανώς για να το δείτε. Ωστόσο, αξίζει σαν σκέψη το ότι θα είστε σε καλά χέρια για όσο κρατήσει η ταινία.Και τι θα μείνει από το Rogue One μετά; Μια ολοκληρωμένη εμπειρία πολέμου, ένα σιγανό κράτημα πριν το αμετάκλητο τέλος. Τουλάχιστον, μέχρι να ακουστούν τα λόγια “Help me Obi Wan Κenobi, you are my only hope…”