Snowpiercer – Η προφητική sci-fi δυστοπία του Bong Joon-ho

Λεωνίδας Βέργος Από Λεωνίδας Βέργος 8 Λεπτά Ανάγνωσης

Η πρόσφατη επιτυχία του νοτιοκορεατικού φιλμ Παράσιτα, του Bong Joon-ho τόσο στις καρδιές των κριτών κινηματογράφου και των βραβείων όσο και σε αυτές του διεθνούς κοινού (πόσο μάλλον των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων, για ευνόητους λόγους) μας δίνει την ευκαιρία να εξετάσουμε και τη λοιπή σκηνοθετική του καριέρα. Εδώ θα σταθούμε σε μια ξεχωριστή δημιουργία του, το sci-fi κοινωνικό δράμα που ακούει στον όμορφο τίτλο Snowpiercer.

Το σημείο που πρέπει κατεξοχήν να δοθεί έμφαση είναι η ξεχωριστή όσο και δυστοπική (προφητική;) πλοκή της ταινίας. Στο μελλοντικό για τη χρονιά της παραγωγής της 2014, όπου η κλιματική καταστροφή/υπερθέρμανση έχει χτυπήσει άνευ προηγουμένου επίπεδα, όπως και γίνεται σταθερά κάθε χρόνο πλέον, η ανθρωπότητα εφευρίσκει ένα προϊόν που θα σταματήσει το καταστροφικό αυτό φαινόμενο.

Τότε η ταινία μάς εισάγει στο έτος 2031, όπου εκτυλίσσεται η κεντρική πλοκή: η ανακάλυψη αυτή έχει τα ακριβώς αντίθετα σε ακραίο βαθμό αποτελέσματα, με όλο τον πλανήτη να παγώνει και κάθε μορφή ζωής να παύει να υφίσταται. Οι λίγοι εναπομείναντες άνθρωποι συσσωρεύονται σε ένα τρένο – «κιβωτό», που τους προστατεύει από το θανατηφόρο ψύχος, καθώς ταξιδεύει (δίχως κάποιον συγκεκριμένο προορισμό). Σε μια αλληγορική για την καπιταλιστική κοινωνία μοτίβο, όσοι μπόρεσαν να αγοράσουν θέση στα πρώτα κατά σειρά βαγόνια του τρένου, η αστική τάξη και οι πλούσιοι, ζουν άνετα και πλουσιοπάροχα. Η εργατική τάξη και τα λοιπά φτωχά στρώματα ζουν στα τελευταία βαγόνια, μέσα στην απόλυτη εξαθλίωση, την πείνα και τη βρωμιά, τρώγοντας τα σάπια φαγητά (αλλά και τα ίδια τους τα σώματα, για να επιβιώσουν) που τους προσφέρουν οι αστοί και δεχόμενοι την αστική καταστολή. Οι καταπιεσμένοι φτωχοί αποφασίζουν να κάνουν το αυτονόητο: να εξεγερθούν απέναντι στους καταπιεστές τους και η λαϊκή αυτή εξέγερση είναι η κεντρική θεματική της ταινίας.

Εύκολα λοιπόν παρατηρούμε πως η ταινία άπτεται θεμάτων ιδιαίτερα κρίσιμων για τις μέρες μας: η ολοένα και εντεινόμενη διεθνώς φτώχεια – κοινωνική εξαθλίωση, πλάι-πλάι με την περιβαλλοντική καταστροφή. Παρουσιάζονται δηλαδή οι ταξικές ανισότητες της κοινωνίας, που οικοδομούν έναν κρατικό συνασπισμό εξουσίας, ενώ ταυτόχρονα προβάλλονται ιδιαίτερα επιτυχώς επιμέρους λειτουργίες του κρατικού αυτού καταπιεστικού μηχανισμού. Βλέπουμε καταρχάς πώς επιδρούν στις συνειδήσεις των ταξικά καταπιεσμένων μαζών οι μηχανισμοί πνευματικής υποδούλωσης του κράτους: η κυρίαρχη ιδεολογία ή/και θρησκεία (εδώ παρουσιάζει κοινά με τα ναζιστικά ιδεολογήματα) θέλει τους ανθρώπους εκ φύσεως τοποθετημένους σε μια ταξική – κοινωνική θέση, ενώ τον ίδιο ρόλο εκπληρώνει και το εκπαιδευτικό σύστημα κι έτσι, οι καταπιεσμένες μάζες μαθαίνουν να είναι δια βίου πειθαρχημένες στη θέληση του αφέντη τους. Αλλά και ο μηχανισμός κρατικής καταστολής είναι εκεί, με την αστυνομία – στρατό πάντα πιστή στο έργο της, να φυλάει τα πλούσια αφεντικά της από τις τυχόν αντιστάσεις και τους συλλογικούς αγώνες των καταπιεσμένων. Ο κρατικός μηχανισμός και η εξαθλίωση της κοινωνικής πλειοψηφίας παρουσιάζονται με γλαφυρότητα και οι παραλληλισμοί με την πραγματικότητα είναι προφανείς.

Η ταινία βασίζεται στο γαλλικό κόμικ Le Transperceneige, του Ζακ Λομπ

Ταυτόχρονα και η ρίζα της κοινωνικής αδικίας είναι παρόμοια με αυτήν της δικής μας πραγματικότητας. Ο πιο πλούσιος επιβάτης του τρένου απ’ όλους θεμελιώνει τον πλούτο όσο και την εξουσία του στην κατοχή της μηχανής βάσει της οποίας κινείται το τρένο, στο μέσο δηλαδή της «παραγωγής». Η αντίφαση είναι πάντα εκεί: η κοινωνική πλειοψηφία είναι στο τρένο, αλλά η μηχανή με την οποία αυτό εκπληρώνει τον ρόλο του ανήκει σε ένα μόνο άτομο. Έτσι γεννιούνται η φτώχεια και οι ταξικές αντιθέσεις, ακριβώς όπως στη «δική μας» καπιταλιστική κοινωνία. Τέλος, μια κάπως πιο ενδελεχής ανάλυση της ταινίας σχετίζεται με την τεχνολογία – την επιστήμη: η ανθρωπότητα θεωρούσε πως με το νέο φάρμακο το περιβάλλον θα σωζόταν, ενώ εντέλει είχε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα, υπενθυμίζοντάς μας πως η τεχνολογία και η επιστήμη, που από τη φύση τους είναι απελευθερωτικές κοινωνικά, στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος υποδουλώνουν την ταξικά πληττόμενη κοινωνική πλειοψηφία, αντί να την απελευθερώνουν και να χρησιμοποιούνται για την εκπλήρωση των αναγκών αυτής και όχι αυτών του κεφαλαίου.

Πρόκειται για τη μία από τις μόλις δύο ταινίες του νοτιοκορεάτη δημιουργού στην αγγλική γλώσσα, με σχεδόν κατεξοχήν αμερικανούς ηθοποιούς. Για ένα sci-fi έργο, η παραγωγή είναι ιδιαίτερα χαμηλού κόστους, αφού φτάνει μόλις τα 40 εκατομμύρια δολάρια, τη στιγμή που τα περισσότερα αντίστοιχα έργα φτάνουν το λιγότερο τα 100 εκατομμύρια (αν και για τα επίπεδα του νοτιοκορεατικού κινηματογράφου είναι υψηλό ποσό: η ταινία έχει το μεγαλύτερο σε χρηματικό ποσό κόστος παραγωγής στην Ιστορία του νοτιοκορεατικού κινηματογράφου!). Με κάπως χαμηλής ποιότητας οπτικά εφέ, ικανοποιητικές ερμηνείες και εν γένει χαμηλότερο από συνήθως για τις ταινίες του Bong Joon-ho καθαρά καλλιτεχνικό επίπεδο, αλλά ανατρεπτική πλοκή και ισχυρό κοινωνικό μήνυμα, ο σκηνοθέτης δείχνει πως ενδιαφέρεται περισσότερο για το (κοινωνικοπολιτικό) περιεχόμενο και δίδαγμα παρά για τη μορφή με την οποία αυτό θα εκφραστεί.

Ακόμα, το έργο αναμένεται να μεταφερθεί και σε αμερικανική σειρά, στην πλατφόρμα του Netflix, εντός του 2020. Η εξέλιξη αυτή συμπίπτει με το ονομαζόμενο «νέο κραχ» της διεθνούς οικονομίας και κερδοφορίας του κεφαλαίου, που μαίνεται να εντείνει ακόμα πιο πολύ τη φτώχεια στις πλατιές κοινωνικές μάζες, αλλά και με την πολεμική απειλή και την περιβαλλοντική καταστροφή να εντείνονται διαρκώς όλο και περισσότερο σε διεθνές επίπεδο. Τα 2 από τα 3 αυτά κοινωνικά ζητήματα βρίσκονται στο κέντρο της θεματικής του έργου.

Σήμερα που δικαίως το νεότερο δημιούργημα του Μπονγκ σαρώνει διεθνώς, η θέαση μιας ταινίας του ίδιου σκηνοθέτη που αναδεικνύει τα πιο κομβικά κοινωνικά θέματα της εποχής μας είναι αναγκαία. Γιατί ζούμε στην εποχή που η φτώχεια και η περιβαλλοντική καταστροφή που προκαλεί το κυνήγι του κέρδους και η υπερσυσσώρευση του παγκόσμιου πλούτου στα χέρια των λίγων θέτουν πλέον ζητήματα επιβίωσης ή όχι της ανθρωπότητας περισσότερο από ποτέ και η ταινία είναι τέκνο αυτής της εποχής, της εποχής της δομικής οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής κρίσης του ολοκληρωτικού συστήματος. Ο Bong Joon-ho στρατεύει το έργο του στο πλευρό των απανταχού καταπιεσμένων και μας καλεί να κάνουμε τον τόσο αναγκαίο (ανατρεπτικό) στοχασμό πάνω στα παραπάνω θέματα. Δικαίως λοιπόν θεωρείται από τους καλύτερους σκηνοθέτες της γενιάς του παγκοσμίως, αλλά και είναι από τους προσωπικούς μας αγαπημένους.

Μακάρι τα καλλιτεχνικά έργα σαν το Snowpiercer να ήταν περισσότερα.

Μοιραστείτε το Άρθρο
Μέλος εκείνης της γενιάς που κάποιοι φρόντισαν να μείνει πάντα στην ανεργία. Έτσι καταφεύγει πολύ στα κόμιξ, το Star Wars, την '80s κινηματογραφική καλτίλα και τη λογοτεχνία και την προοπτική αυτή η γενιά να μην αποδειχθεί τόσο χαμένη, όσο λένε.