Αυτές τις μέρες είναι δύσκολο να ξεφύγει κανείς από ειδήσεις για το Justice League SnyderCut και, κυρίως, είναι δύσκολο να αγνοήσει τα μακροσκελή ποστ με δεκάδες ή και εκατοντάδες σχόλια όπου οι χρήστες των social media τσακώνονται για την ταινία. Τι συμβαίνει τελικά; Πρόκειται για παρενέργειες της καραντίνας; Σε αυτό το κείμενο θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε την (4ωρη) ταινία που κυκλοφόρησε στις 18 Μαρτίου στην πλατφόρμα HBO Max αλλά και να δούμε τι σηματοδοτεί για το κοινό αυτή η κυκλοφορία.
Καταρχάς χρειάζονται κάποιες σύντομες διευκρινίσεις για το πώς ξεκίνησε η υπόθεση του Snyder Cut. Η DC to 2014 ανακοίνωσε ότι ο Zack Snyder, σκηνοθέτης του Man of Steel με τον Superman, θα αναλάβει να γυρίσει την πρώτη ταινία Justice League, φέρνοντας μαζί δημοφιλείς υπερ-ήρωες όπως τους Batman, Superman, Wonder Woman, Flash, Aquaman & Cyborg. Το 2016, σε σκηνοθεσία του Snyder, κυκλοφόρησε το Batman v. Superman, με το οποίο μπήκαν οι βάσεις για την επόμενη ταινία. Το Justice League κυκλοφόρησε το 2017, με το σενάριο και το μεγαλύτερο μέρος των πλάνων να έχουν πάνω τους τη σφραγίδα του Zack Snyder. Ωστόσο, λίγο πριν την κυκλοφορία της ταινίας, η κόρη του Snyder πέθανε και ο ίδιος δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την ταινία. Οπότε η Warner Bros κάλεσε τον Whedon να κάνει την τελική επεξεργασία του υλικού. Ο Whedon, που είχε ήδη αναδειχθεί στο υπερ-ηρωικό σινεμά μετά την πρώτη ταινία των Avengers, δεν αρκέστηκε σε αυτό αλλά ξαναγύρισε αρκετές σκηνές και προσπάθησε να δώσει ένα πιο ανάλαφρο τόνο, προσθέτοντας αρκετά αστεία στους διαλόγους και σκηνές που –υποτίθεται ότι– θα έκαναν τους πρωταγωνιστές πιο προσιτούς. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν σεναριακά ασυνάρτητο, αισθητικά αντιφατικό και γενικά ένα χάλι με κριτικούς και κοινό να συμφωνούν ως προς αυτό. Επιπλέον, η ταινία ήταν και εμπορικά αποτυχία, οδηγώντας τη Warner Bros στο συμπέρασμα ότι η λύση δεν βρίσκεται στο κοινό σύμπαν όλων των χαρακτήρων αλλά στο να εστιάσει σε μεμονωμένες ταινίες των δημοφιλών υπερ-ηρώων. Σε αυτό το πνεύμα προχώρησε στις ταινίες Wonder Woman & Aquaman, που ήταν επιτυχημένες, ειδικά η πρώτη. Το Justice League είχε πλέον ξεχαστεί και η μεγάλη εταιρεία του Χόλυγουντ προχωρούσε σε νέα πλάνα.
Εδώ είναι που έρχεται η ρήξη και συμβαίνει κάτι καινοφανές. Ένα (αρχικά πολύ μικρό) κομμάτι του κοινού ξεκινάει διαδικτυακά στο τέλος του 2017 μία διαδικτυακή εκστρατεία με το hashtag #ReleaseTheSnyderCut. Είναι πεπεισμένοι ότι κάπου, σε κάποιο γραφείο της Warner Bros υπάρχει καταχωνιασμένη μία άλλη εκδοχή της ταινίες, η αυθεντική, η ταινία που γύρισε ο Snyder και στη συνέχεια ο Whedon κατέστρεψε με τις παρεμβάσεις του. Η Warner αρνείται κάτι τέτοιο όμως η πίεση αυξάνεται όλο το 2018 αντί να υποχωρεί. Το 2019 το κομμάτι του κοινού που απαιτεί να δει το Snyder Cut έχει μεγαλώσει αρκετά ώστε να μπορεί να πληρώσει για διαφημίσεις στους Comic-Con του San Diego. Ο ίδιος ο Snyder διαρρέει ότι δεν έχει καν δει την ταινία που βγήκε στο σινεμά για να μην απογοητευτεί και ταυτόχρονα ανεβάζει εικόνες στα social media που δεν εμφανίστηκαν στην ταινία. Στο τέλος του 2019, οι Gal Gadot (Wonder Woman), Ben Affleck (Batman), Ray Fisher (Cybord) και ο ίδιος ο Snyder χρησιμοποιούν τα social media για να ενισχύσουν την πίεση του κοινού. Η Warner σιγά σιγά αλλάζει κατεύθυνση και τον Μάιο του 2020 ανακοινώνει ότι θα κυκλοφορήσει, σε συνεργασία με την πλατφόρμα HBO Max, το Snyder Cut, διάρκειας 4 ωρών. Το κομμάτι του κοινού που επέμενε τα προηγούμενα 3 χρόνια νιώθει απόλυτα δικαιωμένο Μέσα στο 2020, ο Snyder επεξεργάζεται ξανά μεγάλο κομμάτι του υλικού και παρεμβαίνει στα εφέ ενώ γυρίζει και νέες σκηνές — απόδειξη βέβαια ότι Snyder Cut, ως κάτι ολοκληρωμένο και έτοιμο προς προβολή, δεν υπήρχε αλλά προέκυψε και δημιουργήθηκε κάτω από την πίεση. Στις 18 Μαρτίου, μετά από πολλά τίζερ, τρέιλερ και με το hype να ανεβαίνει συνέχεια, η ταινία κυκλοφόρησε στο HBO αλλά και σε εκατοντάδες άλλες πλατφόρμες παγκοσμίως που πήραν τα δικαιώματα ώστε να κάνουν προβολή ταυτόχρονα. Δεν υπάρχει ακόμα πλήρης εικόνα αλλά τα πρώτα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν μιλάνε για μία σημαντική επιτυχία, τόσο εισπρακτικά όσο και σε δυνητικούς νέους συνδρομητές για το HBO.
Ας στραφούμε τώρα στην ίδια την ταινία. Το σενάριο αποτελεί, σε γενικές γραμμές το πιο δυνατό κομμάτι της ταινίας. Προφανώς δεν διεκδικεί δάφνες ποιότητας. Το Justice League είναι μία ταινία για μία ομάδα υπερ-ηρώων που ενώνονται, υπό την ηγεσία του Batman, για να νικήσουν μία σατανική απειλή από το διάστημα, τον Darkseid και τον εκπρόσωπο του στη Γη, Steppenwolf. Ωστόσο, ο Snyder στήνει αυτή την τετριμμένη πλοκή γύρω από ένα φιλόδοξο σχέδιο όπου οι υπερ-ήρωες γίνονται οι σύγχρονοι θεοί, κομμάτι μίας νέας μυθολογίας η οποία παίρνει τη σκυτάλη από τους αρχαίους θεούς και τις δικές τους μάχες. Νωρίς στην ταινία τίθεται αυτό το πλαίσιο, δείχνοντας μία επική αναμέτρηση ανάμεσα στον Darkseid και τον ενωμένο στρατό από κατοίκους της Ατλαντίδας και Αμαζόνες. Στη συνέχεια, η επαναφορά του Superman συνοδεύεται από προφανείς συμβολισμούς με την ανάσταση ενός θεϊκού όντος. Όλα αυτά τα στοιχεία υπάρχουν εδώ και δεκαετίες στα κόμικ της DC και πιθανότατα είναι το σημείο που τα ξεχωρίζει περισσότερο από τα δεκάδες άλλα σύμπαντα με υπερ-ήρωες που κυκλοφορούν. Ο Snyder ξέρει πολύ καλά το τι δυνατότητες του ανοίγει αυτό και το αξιοποιεί.
Επιπλέον, η ταινία ανταποκρίνεται επαρκώς στα backstories των χαρακτήρων. Δεν έχει την άνεση του σύμπαντος της Marvel όπου δεκάδες ταινίες συνδυάζονται και κάθε κεντρικός χαρακτήρας έχει ήδη χτίσει την ιστορία του προτού συναντηθεί με τους υπόλοιπους. Παρόλα αυτά, ο Snyder έχει 4 ώρες στη διάθεση του και τις αξιοποιεί όσο καλύτερα μπορεί σε αυτό το κομμάτι. Αυτό από μόνο του συνιστά σημαντική βελτίωση σε σχέση με την ταινία του 2017 όπου οι μισοί χαρακτήρες ήταν άγνωστοι μεταξύ τους, ήταν τελείως ασαφές το γιατί εμπλέκονται σε αυτή την περιπέτεια και το κοινό έπρεπε περίπου να μαντέψει τα κίνητρα τους. Ειδικά στην περίπτωση του Cyborg, η αλλαγή είναι τεράστια: ένας χαρακτήρας που φαινόταν τελείως παράταιρος στην ταινία του Whedon, τώρα παίρνει κεντρική θέση, αναδεικνύεται η τραγική ιστορία του αλλά και η σύνδεση του με την απειλή που έρχεται στη γη. Κάπως πιο βιαστικά (αλλά επαρκώς) μαθαίνουμε για τον Aquaman, τη θέση του ανάμεσα σε δύο κόσμους, τις δυσκολίες που ακολουθούν τις επιλογές του, ενώ η παρουσία του Flash, αν και ευχάριστη, σεναριακά είναι η πιο αδύναμη.
Το ζήτημα βέβαια είναι το πώς μία γενική πλοκή θα εκφραστεί σε οπτική αφήγηση, ηθοποιία και διαλόγους, πώς δηλαδή θα γίνει ταινία. Ο Snyder έχει το δικό του χαρακτηριστικό στυλ και το ξεδίπλωσε στο έπακρο για να δημιουργήσει μία ταινία που θα φέρει σε κάθε καρέ τη σφραγίδα του δημιουργού της. Κάπου εδώ όμως αρχίζουν τα προβλήματα. Η αισθητική του Snyder εκφράζεται σε ένα τρομερά επιτηδευμένο στυλιζάρισμα κάθε σκηνής σε συνδυασμό με πλάνα και τρικ ξεπερασμένα, όπως το slow motion. H κατάχρηση μάλιστα του slow motion σε συνδυασμό με τα μεγάλα και φλύαρα πλάνα, δημιουργούν ένα μείγμα πομπώδες, σε βαθμό που καταντάει ενοχλητικό. Όλα αυτό σε ένα πλαίσιο μειωμένης φωτεινότητας, όπου κυριαρχούν πολύ συγκεκριμένα σκούρα χρώματα · το φως του ήλιου δεν φαίνεται ποτέ, ακόμα και όταν οι χαρακτήρες μας συναντιούνται κατά τη διάρκεια της μέρας, κυριαρχεί η μουντάδα, ένας ουρανός γεμάτος σύννεφα. Το Justice League Snyder Cut παίρνει τον εαυτό του πολύ σοβαρά και αυτό φαίνεται σε κάθε σκηνή, σε κάθε επική είσοδο κάποιου χαρακτήρα που μπορεί –όπως στην περίπτωση της Wonder Woman– να συνοδεύεται από ψαλμούς. Δυστυχώς, με όλα αυτά που παραπέμπουν σε μία πολύ ξεπερασμένη αισθητική, είναι δύσκολο για τους θεατές να πάρουν οι ίδιοι στα σοβαρά το όραμα του Snyder. Όπως έγραφε ο Νίκος Γιακουμέλος, σχολιάζοντας το Justice League του 2017, «μοιάζει σαν κανείς να μην είπε ποτέ στον Snyder πως δεν έχουμε πια 2006» — το 2006 βγήκε η ταινία 300 του Snyder που έκανε μεγάλη επιτυχία.
Οι επιλογές αυτές ζημιώνουν την ταινία πολλαπλά. Καταρχάς, οι ηθοποιοί αδικούνται και συχνά οι ερμηνείες τους να είναι μονοδιάστατες και κάπως φτωχές. Ακόμα και οι λιγότερο ταλαντούχοι της ομάδας (όπως η Gadot που έχει το στυλ της Wonder Woman αλλά δεν είναι καλή ηθοποιός), φαίνονται χειρότεροι από ό,τι πραγματικά είναι. Το όραμα του Snyder δεν είναι βιώσιμο για τους ηθοποιούς · η αισθητική και οι διάλογοι ξεχειλίζουν από σοβαροφάνεια και πλάθουν χαρακτήρες που (υποτίθεται ότι) βιώνουν κάθε δευτερόλεπτο που εμφανίζονται στην οθόνη ως ύψιστης σημασίας στιγμή για το μέλλον της ανθρωπότητας. Είναι ελάχιστες οι στιγμές που οι χαρακτήρες φαίνονται ανθρώπινοι, ικανοί να σκεφτούν και να νιώσουν κάτι πέρα από το Καθήκον της σωτηρίας του κόσμου — σε μία από αυτές τις σπάνιες στιγμές, ο Batman παραδέχεται πως η υπερδύναμη του είναι τα χρήματα του. Ο Ezra Miller (υποδύεται τον Flash) έρχεται κάπως να σπάσει αυτό το μουντό και ξύλινο κλίμα και σε ένα βαθμό το καταφέρνει αλλά και πάλι δεν αρκεί, ενώ πολλές φορές μοιάζει με παραφωνία.
Πιθανώς πιο σημαντικό από τις ερμηνείες είναι το ζήτημα του ρυθμού. Είτε μιλάμε για ταινίες είτε για σειρές, οι σύγχρονες παραγωγές είναι πάρα πολύ προσεγμένες στο θέμα του ρυθμού μίας ταινίας, των διακυμάνσεων στην ένταση, τα χρονικά σημεία των κορυφώσεων · μία ολόκληρη προσπάθεια που θα κάνει το τελικό αποτέλεσμα θελκτικό στους θεατές και θα τους οδηγήσει στη γνωστή ρουτίνα του binge watching όπου το ένα επεισόδιο διαδέχεται το άλλο, χωρίς το κοινό να αντιστέκεται. Ακόμα και οι μέτριες (ή ακόμα και κακές) σειρές και ταινίες προνοούν πάρα πολύ σε αυτό το σημείο. Από την άλλη το Justice League του Snyder φαίνεται να αδιαφορεί πλήρως. Όλα κινούνται στο ίδιο αργό τέμπο, κάθε πλάνο εξίσου ξεχειλωμένο με το προηγούμενο, κάθε σκηνή πιο ξεζουμισμένη από την προηγούμενη. Ο Snyder δεν πιστεύει σε μία λιτή κινηματογραφική αφήγηση, αυτό είναι δεδομένο και σεβαστό. Το πρόβλημα αρχίζει εκεί που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν έχει υπάρξει το οποιοδήποτε μοντάζ στην ταινία. Για παράδειγμα, όταν ο πρωινός καφές της Lois Lane τραβάει σε μάκρος (και προφανώς χρησιμοποιείται slow motion), όταν παρακολουθούμε την ανάσταση του Superman σε real time, τότε το 4ωρο αρχίζει να βαραίνει πολύ. Οι διακυμάνσεις λείπουν, η ταινία εξελίσσεται σε έναν αργό ρυθμό ενώ συγχρόνως τονίζεται με κάθε τρόπο η επική αποστολή που έχουν μπροστά τους οι χαρακτήρες και το μέγεθος της απειλής. Από την πρώτη στιγμή, με τη Lois να θρηνεί τον θάνατο του Superman και τις Αμαζόνες να δέχονται επίθεση, το διακύβευμα είναι πολύ μεγάλο και διατηρείται σε όλη την ταινία. Το τελευταίο μισάωρο επιδιώκει μία νέα κορύφωση μαζί με την τελική μάχη και είναι αμφίβολο αν θα τα καταφέρνει — το μόνο σίγουρο είναι ότι μέχρι εκεί, όλα κινούνται σε μία ευθεία γραμμή. Δυστυχώς όταν όλα είναι εξαιρετικά σημαντικά, όταν κάθε λεπτομέρεια της ταινίας υποτάσσεται στους βαρύγδουπους διαλόγους, τότε τίποτα δεν είναι σημαντικό. Η διακύμανση της έντασης είναι αυτή που κρατάει και ανανεώνει το ενδιαφέρον μας ως θεατές, όχι το να μας θυμίζουν διαρκώς –με κλισέ ατάκες– τη μεγάλη απειλή που έρχεται.
Προφανώς κάποιοι θα πουν ότι για αυτούς η ταινία «κύλησε σαν νεράκι». Είναι δεκτό ως ένα βαθμό και κατανοητό: ένα κομμάτι των φαν ενθουσιάστηκαν που είδαν μία ταινία με τους αγαπημένους τους ήρωες να μένει πιστή σε μεγάλο βαθμό στα κόμικ και να τους αφιερώνει τόσο χρόνο. Eίναι προφανές ότι αυτή η τετράωρη εκδοχή δεν θα μπορούσε να σταθεί το ίδιο εύκολα σε κινηματογραφικές αίθουσες και να αγγίξει ένα πλατύτερο κοινό. Όμως στην εποχή του διαδικτύου και του κατακερματισμού του κοινού σε επιμέρους (niche) αγορές, δεν είναι πάντα στόχος ενός πολιτισμικού προϊόντος να γίνει καθολικά αποδεκτό. Η ταινία σε μεγάλο βαθμό απευθύνεται σε αυτό το (όχι και τόσο μικρό) κομμάτι του κοινού και η προβολή της μέσω streaming σίγουρα βοήθησε στο να εκφραστεί η δυναμική του. Συντονίστηκαν παγκόσμια οι φαν που τα προηγούμενα χρόνια, μέσω του hashtag #ReleaseTheSnyderCut, είχαν εκφράσει την ταύτιση τους με το όραμα του Snyder και αυτό σίγουρα έδωσε μεγάλη ώθηση στην προβολή του HBO Max.
Ποιο ήταν όμως αυτό το κομμάτι του κοινού που «αγκάλιασε» το Snyder Cut και σε μεγάλο βαθμό κατάφερε να ορίσει τη δημόσια συζήτηση της ποπ κουλτούρας τις τελευταίες εβδομάδες; Δεν υπάρχει μέχρι στιγμής κάποια έρευνα συγκεκριμένη πάνω σε αυτό το ζήτημα — αν και σίγουρα θα είχε πολύ μεγάλη αξία κάτι τέτοιο. Ωστόσο, μέσα από τα social media και τις αντιπαραθέσεις που έχουν ξεσπάσει, διαφαίνονται κάποια γενικά χαρακτηριστικά. Καταρχάς, πρόκειται κατά βάση για άντρες, οι οποίοι τις περισσότερες φορές έχουν μεγαλώσει με κόμικ της DC (άρα σίγουρα είναι πάνω από 25 χρονών, μπορεί και πάνω από 30) και αναζητούν μία πιο «σκοτεινή» εκδοχή στις κινηματογραφικές απεικονίσεις των ηρώων τους, η οποία μπορεί και να συνοδεύεται με μία νοσταλγία για προηγούμενες εποχές της ποπ κουλτούρας. Προσπαθούμε να σκιαγραφήσουμε μία ταυτότητα που είναι συγχρόνως έμφυλη και πολιτιστική καθώς μία δεδομένη αντίληψη για το πώς πρέπει να αναπαρίσταται ο υπερ-ήρωας συνδέεται με έναν συγκεκριμένο τρόπο έκφρασης και άρθρωσης της αρρενωπότητας. Φυσικά, κάτι τέτοιο κρύβει μέσα πάντα τον κίνδυνο μίας τοξικής αρρενωπότητας που ούτως ή άλλως υπάρχει στο κοινό των υπερ-ηρωών. Στην περίπτωση του Snyder cut εκφράστηκε από ένα μέρος του κοινού, με ένα μείγμα θεωριών συνωμοσίας (η Warner Bros επίτηδες υποβαθμίζει το προϊόν της), επίθεσης προς τον Whedon και υπέρμετρης αποθέωσης του Snyder. Το κλίμα αυτό εκφράστηκε και στις μέρες μετά την ταινία με μικρή ή μηδενική ανοχή απέναντι σε όσους έκαναν κριτική στην ταινία και, φυσικά, επειδή μιλάμε για το διαδίκτυο, όλο αυτό βρήκε την «απάντηση» του σε ένα ρεύμα hating προς τον Snyder και την ταινία του.
Τα παραπάνω φυσικά δεν σημαίνουν ότι σε όποιον άρεσε το Snyder Cut, είναι ένοχος τοξικής συμπεριφοράς ή μισογυνισμού. Ούτε βέβαια σημαίνει ότι ο ίδιος ο Zack Snyder, με τη συμπεριφορά του, έχει προωθήσει ένα τέτοιο μοντέλο θεατή-καταναλωτή. Ωστόσο, οι προθέσεις από μόνες τους δεν λένε πολλά καθώς πολύ πιο σημαντικό εν τέλει είναι το πλαίσιο εντός του οποίου θα γεννηθεί και θα γίνει αποδεκτό ένα πολιτισμικό προϊόν. Το Snyder Cut, με το σκοτάδι να κυριαρχεί σε κάθε πλάνο, με μία πολύ συγκεκριμένη χρωματική παλέτα, με τις αντίστοιχες γωνίες λήψης των χαρακτήρων του, εντάσσεται σε μία μάτσο απεικόνιση των υπερ-ηρώων.
Η ανάγκη για αυτή την «σκοτεινή» εκδοχή των υπερ-ηρώων προκύπτει (και) ως αντίδραση στην τεράστια επιτυχία των ταινιών της Marvel/Disney. Η τυποποιημένη φόρμουλα αυτών των ταινιών έχει κάνει τον κύκλο της και ένα τμήμα του κοινού αναζητά κάτι διαφορετικό. Ωστόσο, το ποια είναι η επιτυχία και οι ρίζες της «σκοτεινής» ποπ κουλτούρας ανοίγει μία ολόκληρη συζήτηση. Τη δεκαετία του ’80, η σκοτεινή στροφή –που εκφράζονταν σε κόμικ όπως Sin City, Dark Knight, Watchmen, Killing Joke κ.α.– εδράζονταν σε ένα ευρύτερο κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο, αντλούσε από αυτό αλλά και το επηρέαζε και σίγουρα δεν εκφράζονταν απλώς σε μία πιο σκούρα χρωματική παλέτα. Υπήρχε βέβαια και αυτή η διάσταση, π.χ. στο ασπρόμαυρο σχέδιο του Sin City. Ωστόσο, το «σκοτάδι» συνίσταται στη σχετικοποίηση των ορίων μεταξύ καλού-κακού, στην τοποθέτηση των ηρώων εντός σύνθετων ηθικών διλημμάτων. Το Watchmen είναι ένα σκοτεινό κόμικ πάνω από όλα επειδή εκφράζει το διαρκές άγχος ενός θερμοπυρηνικού πολέμου, αναπαριστά μία κοινωνία βαθιά διχασμένη, οι ήρωες της οποίας είναι και οι ίδιοι τραυματισμένοι ψυχικά και ανίκανοι να παρέμβουν ουσιαστικά.
Με αφορμή το κόμικ Batman Damned (ένα κόμικ που έπαιρνε πολύ σοβαρά τον εαυτό του και ήθελε να είναι πολύ «σκοτεινό», γράφαμε στο Smassing Culture: «Οι δυσνόητες εκφράσεις και το να γράφεις λέξεις όπως LUNATIC και HELL με κεφαλαία δεν αρκούν για να δώσεις μία αύρα μυστηρίου και πεσιμισμού στην ιστορία, όπως και το να λες κάτι με στόμφο δεν το καθιστά αυτόματα και σημαντικό. Πολύ περισσότερο, δεν αρκούν για να αποδοθεί μία εσωτερική σύγκρουση του χαρακτήρα ο οποίος υποτίθεται ότι βρίσκεται σε μία αγχώδη κατάσταση, γεμάτος ενοχές για πράξεις που δεν είναι καν σίγουρος ότι ήταν πραγματικά δικές του… το να είσαι σκοτεινός, αμφιλεγόμενος, ατμοσφαιρικός ή οτιδήποτε σχετικό, είναι κάτι πολύ παραπάνω από μία αισθητική επιλογή ή από ένα σοκαριστικό εφεύρημα». Σε μεγάλο βαθμό πιστεύω ότι το ίδιο ισχύει και τώρα. Ο Snyder δουλεύει με συγκεκριμένα χρώματα, στήνει πολύ προσεκτικά τα πλάνα του για να αποδώσει μία ατμόσφαιρα αλλά οι διάλογοι του αποκαλύπτουν μονοδιάστατους χαρακτήρες και η οπτική αφήγηση εξαντλείται σε πολύ ξεπερασμένα τρυκ.
Σε κάθε περίπτωση, το Snyder Cut είναι κάτι αντισυμβατικό και παράδοξο. Είναι μια ιστορία Δαυίδ εναντίον Γολιάθ, είναι η νίκη των οπαδών και ενός δημιουργού απέναντι σε πολύ μεγάλα στούντιο του Χόλυγουντ που μέχρι πριν 2 χρόνια ήθελαν να ξεχάσουν τελείως το όλο θέμα του Justice League. Ίσως είναι αυτή η πλευρά του που τραβάει τόσους πολλούς και του δίνει μία ρομαντική διάσταση μέσα σε ένα τρομακτικά εμπορευματοποιημένο περιβάλλον. Πράγματι, οι εταιρικοί Γολιάθ πρέπει να χάνουν. Όμως, αυτό δεν αναιρεί ότι το τελικό αποτέλεσμα είναι μία κακή ταινία και το όραμα του Snyder αποδεικνύεται μία καρικατούρα της σκοτεινής στροφής της ποπ κουλτούρας τη δεκαετία του ’80. Χρειαζόμαστε έναν άλλον Δαυίδ…