Η νέα πολυαναμενόμενη ταινία του Christopher Nolan (Τhe Dark Knight, Dunkirk) έρχεται επιτέλους στους κινηματογράφους, μαζί της όμως δεν έρχεται η «ανάσταση» των κλειστών αιθουσών (τουλάχιστον δημιουργικά) αλλά μια ανησυχία και ένας φόβος.
Ο Nolan είναι ήδη ένας από τους πιο δημοφιλείς σκηνοθέτες της εποχής μας, ίσως υπερεκτιμημένος αλλά σίγουρα εντυπωσιακός στο πώς υλοποιεί τις blockbuster– ικές του ιδέες και στο πώς καταφέρνει να πείθει κάθε φορά το κοινό να τον ακολουθεί σε όλο και πιο δύσβατα τεχνικά και αφηγηματικά μονοπάτια. Το Tenet είναι ίσως το αποκορύφωμα αυτής της πορείας, χωρίς να σημαίνει ότι είναι και η καλύτερη ταινία του βρετανού συντηρητικού σκηνοθέτη. Είναι όμως η πιο αφηγηματικά δύσκολη στο να την παρακολουθήσει κανείς. Δύσκολη, όχι πολύπλοκη.
Το Tenet ασχολείται σε μεγάλο βαθμό με τον χρόνο, τις χρονικές ακροβασίες και το πως μπορείς να πεις μια ιστορία ταυτόχρονα μπρος και πίσω. Σαν έμπειρος ταχυδακτυλουργός (έχοντας και την εμπειρία του Prestige), o Nolan δείχνει την υπόσχεση, δημιουργεί το αίνιγμα. Η λύση του είναι εκεί μπροστά μας, συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας, δεν είναι καν κρυμμένη. Όμως συσκοτίζεται από μια πολύ δύσκολα κατανοητή διαδικασία, τεχνικά και ερμηνευτικά, η οποία αν και δε έπρεπε να λειτουργεί, δημιουργεί τη μαγεία, το prestige, και κλέβει τις εντυπώσεις. Όχι κάνοντας κάτι βαθύ, αλλά κάνοντας κάτι πολύ δύσκολο.
Και ναι, σε πολλά του σημεία το Tenet είναι καταιγιστικό. Όταν τελικά οι δύο αυτές ταχύτητες βρίσκουν τον τρόπο συνύπαρξης τους στην οθόνη, όταν οι ηθοποιοί βρίσκουν τον κατάλληλο τρόπο αντίδρασης σε όλα αυτά, το Tenet είναι το εντυπωσιακό blockbuster που περιμέναμε από τον Nolan.
Είναι μία κατάσταση που αξίζει να βιωθεί σε κλειστό χώρο, αν μη τι άλλο γιατί είναι ουσιαστικά η πρώτη μεγάλη ταινία μετά από όλη αυτή τη δοκιμασία που πέρασαν αίθουσες και θεατές.
Ταυτόχρονα, το Tenet, χρειάζεται τη κλειστή αίθουσα γιατί δεν είναι και αρκετά φωτεινό, χαρούμενο ή «φιλόξενο» για το θερινό. Βασίζεται σε μυστικά, ατμόσφαιρα, μουντά χρώματα και σκιές.
Ο συντηρητικός σκηνοθέτης φαίνεται ότι ξεπέρασε την ανθρώπινη, υποδόροια σχεδόν φάση της Δουνκέρκης, και ξαναπιάνει τον ηρωικό ατομικισμό, ο οποίος τώρα ενδύεται όχι τον υπερήρωα, αλλά μια προγονική σχεδόν μορφή του, τον υπερκατάσκοπο.
Ακόμα και όταν δείχνει εντυπωσιακά εξωτερικά πλάνα, το Tenet είναι μια κατά βάση κλειστή, κατασκοπευτική ταινία, πολύ μακριά από την extravaganza που ήταν οι παλαιότερες ταινίες James Bond, στις οποίες χρωστά ένα μεγάλο μέρος της έμπνευσης του ο Βρετανός, και πολύ πιο κοντά στα κατασκοπευτικά θρίλερ του Ψυχρού Πολέμου, ο οποίος «αναγεννάται» αν και αυτή τη φορά ο εχθρός… είναι το μέλλον.
Με την εικονογραφία και την αίσθηση που δημιουργεί, το Tenet φέρνει στην οθόνη με έναν τρόπο απόλυτα ταιριαστό και σχεδόν Benjamin- ικό, «τα ερείπια του μέλλοντος», τα οποία ο σύγχρονος ολοκληρωτικός καπιταλισμός έχει προδώσει και αυτά ζητούν εκδίκηση.
Ταυτόχρονα σε όλη την ταινία ενυπάρχει το μυστήριο με τον έντονο φόβο, τόσο για το μέλλον όσο και για το πρόσφατο παρελθόν, το οποίο αφενός δεν μπορεί να ξεπεραστεί, αφετέρου όμως, καθώς ο μέτα – διαμεσολαβημένος χρόνος τρέχει ιλλιγγιωδώς, αποκτά διαστάσεις μυθολογίας.
Έτσι με εικόνες όπως η εισβολή στην όπερα της Μόσχας (αν και εδώ τη θέση πήρε η αμερικανόφιλη και φασιστική Ουκρανία), ένα αεροπλάνο να κατευθύνεται από έναν Άραβα αεροπειρατή σε ένα πεντάγωνο κτήριο, ο κίνδυνος από τα… σοβιετικά πυρηνικά όπλα, ο Νolan επιχειρεί να φέρει ξανά στο προσκήνιο εικόνες Ψυχρών και θερμών πολέμων του πολύ πρόσφατος παρελθόντος, βεντέτες που η αστική δημοκρατία ποτέ δεν ξεπέρασε, ποτέ δε συγχώρεσε. Αυτά τα στοιχεία ενδυναμώνουν τελικά το μέλλον και όχι τους «νικητές» τους, τους οποίους αναφανδόν στηρίζει ο Nolan.
Την ίδια στιγμή, παρά τη τεχνική του εφευρετικότητα και την εμμονή με τις χρονικότητες, ο Nolan φαίνεται πως δεν μπορεί να θέσει σε λειτουργία πλήρως τις φιλοσοφικές διαστάσεις που ενέχει το παιχνίδι με τον χρόνο. Δεν το κατάφερε ούτε στο Interstellar, δεν το καταφέρνει ούτε τώρα. Σε σύγκριση ειδικά με άλλες δημιουργίες που θέτουν το ταξίδι στον χρόνο στον πυρήνα τους, το Tenet δεν μπορεί, και από ένα σημείο και μετά, δε θέλει, να παρακινήσει σκέψεις για αυτό το κομμάτι.
Μερικά από τα καλύτερα πράγματα της ταινίας είναι και οι πρωταγωνιστές της, κυρίως ο εξαιρετικός John David Washington (BlacKkKlansman) ως Πρωταγωνιστής. Με πολύ στυλ και γοητεία καταφέρνει ακόμα και σε ένα μουντό και σοβαροφανές ως επί το πλείστον σκηνικό να φέρει μια δόση χιούμορ και ανθρωπιάς, αν και μέχρι το τέλος έχει μεταμορφωθεί πλήρως σε έναν κλασσικό Νοlan- ικό χαρακτήρα.
Αντίθετη πορεία, εξίσου όμως εντυπωσιακή, ακολουθεί και ο Robert Patinson (Τhe Lighthouse, Batman) ο οποίος συνεχίζει το εξαιρετικό του σερί. Επιπρόσθετα, ο Nolan συνεχίζει να δείχνει πως δεν ξέρει να λειτουργεί γυναικείους χαρακτήρες στις ταινίες του και έτσι η Elizabeth Debicki (Guardians of the Galaxy, Widows) βασίζεται κυρίως στο δικό της gravitas για να σταθεί ως προσωπικότητα.
Η παρουσία του πάντα αξιόπιστου Kenneth Branagh (Murder on the Orient Express, Dunkirk, Macbeth) δίνει ένα ακόμα μεγαλύτερο βάθος στην ταινία, γιατί ένας ηθοποιός αυτού του βεληνεκούς μπορεί να κάνει τα πάντα.
Και πραγματικά χρειάζεται καλούς ηθοποιούς, γιατί οι ίδιοι οι χαρακτήρες είναι τρομακτικά επιφανειακοί και επιδερμικά γραμμένοι. Πέρα από τη λειτουργία τους στην πλοκή δεν έχουν καμία δυνατότητα σύνδεσης ούτε μεταξύ τους ούτε με το κοινό. Ο «νεκρός χρόνος» μεταξύ των σκηνών δράσης χρησιμοποιείται για ένα κουραστικό exposition, το οποίο το μπερδεμένο τεχνικό μέρος επιβάλει για να γίνει κατανοητό. Όμως βαραίνει πολύ τον ρυθμό της ταινίας, ο οποίος απλώνει και μαζεύει φρενιασμένα.
Βλέποντας το υπερθέαμα του Nolan μπορεί κανείς να θαυμάσει την τεχνική και τη σκέψη που χρειάστηκε για να φτιαχτεί. Ταυτόχρονα όμως μπορεί να αμφιβάλλει για τους ήρωες που τίθονται μπροστά του ως σωτήρες ενός παρόντος που δε δουλεύει και που αντίθετα δολοφονεί το μέλλον και κλέβει το παρελθόν. Το μέλλον που φοβάται ο Nolan είναι ήδη εδώ, αλλά δεν είναι κάποια σκιώδης συνωμοσία. Είναι στους δρόμους των πόλεων. Για αυτό το μέλλον αξίζει να ζητάς εκδίκηση.