Το Batman του Matt Reeves (Cloverfield, Dawn of the Planet of the Apes) παρά το ότι είναι η 12η (περίπου) ταινία του Σκοτεινού Ιππότη καταφέρνει, στις 3 ώρες που διαρκεί και με την (πρόσθετη) PG-13 σηματοδότησή του να αποτελεί την πιο Batman ταινία που έχουμε δει στην 50+ πορεία του χαρακτήρα στη μεγάλη οθόνη, την πιο σκοτεινή (ατμοσφαιρικά και θεματικά) και ταυτόχρονα την πιο πιστή στο comic πνεύμα του αρχικού Batman των Bob Kane και Bill Finger. Αυτή ενός noir κατά βάση ντετέκτιβ, βαθιά τραυματισμένου ψυχικά και συναισθηματικά, ο οποίος βαδίζει μέσα σε μια αδηφάγα, πάντα βροχερή πόλη από την οποία δεν υπάρχει διαφυγή.
Ένας ντετέκτιβ που πολεμά, μόνος ή σχεδόν μόνος απέναντι σε ένα ολόκληρο σύστημα διαφθοράς και κοινωνικής σήψης. Απέναντι σε ανθρώπους που προκαλούν αυτή τη διαφθορά, ανθίζουν μέσα της, αλλά και σε ανθρώπους που, νικημένοι πλήρως από αυτή, ωθούνται στα άκρα. Και μπορεί οι δεύτεροι πολύ συχνά να αντιμάχονται τους πρώτους, όμως δεν είναι οι ίδιοι καλύτεροι ή, το βασικότερα, κοινωνικά λειτουργικοί. Τέρατα γεννημένα από τέρατα, προκαλούν και τελικά αναπαράγουν τον τρόμο που τα γέννησε και τα εξώθησε στο περιθώριο. Αυτή η λεπτή ισορροπία μεταξύ ανθρώπου και τέρατος, μεταξύ εκδικητή και δολοφόνου είναι το σχοινί που περπατά πάντα η μυθολογία του Batman και ένας από τους βασικούς λόγους που έλκει τόσο πολύ το κοινό.
Ο Matt Reeves το αντιλαμβάνεται πλήρως αυτό και έτσι, με όχημα μια εκπληκτική φωτογραφία, εστίαση στην πλοκή και όχι μια φανφάρικα εντυπωσιακή αλλά τελικά κενή αλληλουχία σκηνών δράσης (όπως ο Snyder) έναν γεμάτο νόημα (άλλες φορές φανερό άλλες φορές κλείσιμο του ματιού) φωτισμό και μουσική και τις δυναμικές ερμηνείες από ένα εμπνευσμένο cast, μας δίνει μια ταινία Batman που πολλοί θα πουν ότι είναι η καλύτερη που έχουμε δει. Ίσως ισχύει ίσως όχι, αλλά το σίγουρο είναι πως ο Batman του Reeves έρχεται στο σήμερα σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο, πολύ πιο ανοικτό κοινωνικά και πολιτικά, από ότι ο Bond-ικός και βαθιά συντηρητικός Batman του Nolan.
O Reeves χειρίζεται με εξαιρετικό τρόπο τόσο τα τοπία όσο και τους χαρακτήρες του. Το ίδιο το Gotham κινείται με χάρη ανάμεσα σε αυτά τα δύο στοιχεία αφού είναι τόσο ο τόπος όπου λαμβάνει χώρα όλη η ιστορία, όσο και ένας χαρακτήρας με ιστορία και βάθος, με τέτοιο βαθμό που δεν έχουμε ξαναδεί σε live action υπερηρωική ταινία.
To Gotham του Reeves συνδυάζει την παλαιική, γοτθική αισθητική του Burton (χωρίς ωστόσο να γίνεται ένας ιδιάζων, σκοτεινός παιχνιδότοπος) και τη σύγχρονη, χαοτική και παρακμάζουσα φύση μιας καπιταλιστικής μητρόπολης, στην οποία προσπαθεί να επιβιώσει απλός, εργαζόμενος κόσμος ενώ είναι πρόδηλο ότι η σχιζοειδής αυτή αρχιτεκτονική δημιουργήθηκε σταδιακά και αναπτύσσεται άναρχα με σκοπό περισσότερο την επίδειξη πλούτου παρά τη ζωή. Τα πάντα στο Gotham είναι εχθρικά: από τον καιρό (με τη χαρακτηριστικά noir συνεχή βροχή), τις επιτηδευμένα λεηλατημένες κοινωνικές υποδομές, το δίκτυο μεταφορών και τέλος, τους ίδιους τους ανθρώπους που, συνηθισμένοι στον φόβο, δυσκολεύονται ακόμα και στην ιδέα της ελπίδας, παρά το ότι την έχουν απεγνωσμένα ανάγκη. Το ταξίδι από το ένα σημείο στο άλλο είναι μια διαδρομή που Gotham και Batman κάνουν τελικά μαζί σε αυτή την ταινία.
Παράλληλα, ο Reeves δίνει στο Gotham και ένα απαιτούμενο backstory, το οποίο ξεδιπλώνεται παράλληλα με αυτό του Batman και του Bruce Wayne. Αποκαλύπτεται το παρελθόν του, το βλέπουμε να αλλάζει και να συνταράσσεται από αυτές τις αποκαλύψεις, με τον ίδιο τρόπο που θα αντιδρούσε ένας ζωντανός χαρακτήρας. Δημιουργεί τους δικούς του δαίμονες (τον Falcone), τις αρρωστημένες καταστάσεις (τον Riddler) και, τελικά, τη συμβολική μάσκα που χρειάζεται για να αντιδράσει (τον Batman) αλλά και τη φανερή δύναμη που χρειάζεται για να αλλάξει σελίδα (η νέα του δήμαρχος).
Στο επίπεδο των ζώντων χαρακτήρων τώρα, ο ίδιος ο Robert Pattinson (Τenet, The Lighthouse) αν και δεν είχε τον απαιτούμενο χώρο να αναπνεύσει ως νεαρός Bruce Wayne, και φαίνεται να βολεύεται στη μανιέρα του οργισμένου, grunge ήρωα (ενδεικτικό άλλωστε και το Nirvana soundtrack) λάμπει ως Batman με μια σωματική ερμηνεία που αποπνέει όλη την οργή και την τραυματισμένη ψυχοσύνθεση ενός ανθρώπου του οποίου ο κόσμος κατέρρευσε και πλέον δεν βρίσκει για τον εαυτό του χώρο στο παρόν πέρα από τις σκιές. Που πρέπει να μάθει να συγχωρεί και να ελπίζει και ο ίδιος σε ένα πιο συλλογικό μέλλον. Με λίγα λόγια ο Pattinson είναι ο millennial Batman που πολλοί από εμάς δεν ξέραμε ότι χρειαζόμασταν.
Το αδιαφιλονίκητο ταλέντο του Pattinson φανερώνεται όχι στη μακιγιαρισμένη φιγούρα του Bruce Wayne αλλά στις αλληλεπιδράσεις του με τον κόσμο γύρω του. Με την ανικανότητα του να δεχθεί την αγάπη του Alfred, με τη χημεία που αναπτύσσεται με την femme fatal Catwoman της Zoë Kravitz (High Fidelity, The Lego Batman Movie) (πράγμα που είναι και το μόνο που δικαιολογεί τη μεταξύ τους σχέση, η οποία σεναριακά όντως πάσχει). Στη γεμάτη ένταση (και slow motion) κίνησή του. Από την ανάλυση των στοιχείων και το noir detective voice over. Ο Pattinson είναι η ντετέκτιβ εκδοχή του Batman (αν και δικαιολογεί ακόμα τον χαρακτηρισμό world’s greatest detective), και έτσι καταφέρνει και κερδίζει τον σεβασμό αλλά και τον φόβο…
Στον αντίποδα του Batman, με αισθητά περισσότερο χώρο να αναπνεύσει ερμηνευτικά, βρίσκεται ο Riddler του Paul Dano (Prisoners, There Will Be Blood). Eύκολα ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς αυτή τη στιγμή στη βιομηχανία, ο Dano μας δίνει έναν Riddler οργισμένο, πρωτόλεια σχηματισμένο και με στόχο όχι την εγκεφαλική υπέρβαση του Batman με κάποιο πανέξυπνο έγκλημα αλλά την ωμή βία και την εκδίκηση. Ο Riddler του Dano είναι ένα τέρας που δημιούργησε το Gotham και η ολιγαρχία του, που πάνω στην τυφλή του οργή καταδικάζει συλλήβδην όλη την πόλη σε θάνατο. Ένας βαθιά αντιδραστικός χαρακτήρας, με καθαρά alt-right χαρακτηριστικά. Η απομόνωση, η δυναμική χρήση σύγχρονων ΜΜΕ και social media, η στρατιωτική αμφίεση και οργάνωση, τα χτυπήματα τύπου μοναχικός λύκος, όλα είναι ενδείξεις που οδηγούν σε αυτό το σημείο. Και φυσικά όλα αυτά αποδίδονται με εξαίρετο τρόπο από τον Dano.
Δύο ακόμα εκπληκτικές ερμηνείες που θα ξαναδούμε σύντομα και στους τηλεοπτικούς μας δέκτες είναι ο Colin Farrell (Αστακός, Daredevil) ως Penguin και ο Jeffrey Wright (Westworld, The Laundromat) ως James Gordon. Ρόλοι παράλληλοι, καθρεφτίσματα σχεδόν ο ένας του άλλου καταφέρνουν να κερδίσουν τον θεατή. Ο πρώτος με μια εκπληκτική ενέργεια γίνεται όχημα για να γνωρίσουμε καλύτερα τον υπόκοσμό του Gotham, ένας εξαιρετικός συνδυασμός comic και ένας παλαιάς κοπής, noir gangster (την καθαρή εκδοχή του οποίου βλέπουμε στον επιβλητικό Falcone του υπέροχου John Turturro) που αποτυπώνει στις πράξεις και στις αντιδράσεις του το αναπόδραστο της ηθικής παρακμής του Gotham. Από την άλλη ο Wright είναι οριακά το ίδιο ήρωας με τον Batman, ο τελευταίος τίμιος άνθρωπος σε μια πόλη που βυθίζεται. Το ότι ο Gordon γνωρίζει αυτή τη λεπτομέρεια είναι και ο πυρήνας του δικού του δράματος.
Ένας Batman αντι- Nolanικός
Ο Matt Reeves και οι συνεργάτες του ήταν πολύ ξεκάθαροι στο τι ήθελαν να κάνουν: μια ταινία Batman που να εκθρονίσει το Dark Knight του Christopher Nolan. Aυτό το διαπιστώνει κανείς στις ομοιότητες: ο αινιγματικός, υστερικός σχεδόν villain με το περίπλοκο σχέδιο που ως μόνο στόχο έχει τελικά τη βία, η διεφθαρμένη αστυνομία που τελικά περισσότερο εμποδίζει παρά βοηθά και στις ομοιότητες τελικά του ήρωα με το κακό που έρχεται να αντιμετωπίσει και τις δύσκολες αποφάσεις που έχει να κάνει για να το νικήσει. Το διαπιστώνει όμως πολύ περισσότερο στις διαφορές.
Ενώ ο Nolan στο δίλημμα ασφάλεια ή ελευθερία βάζει τον ήρωα του να διαλέγει το πρώτο και εξυψώνει τον Βatman σε ένα βάθρο ατομικής αριστείας, μακριά από αυτούς που θέλει να προστατεύσει ακόμα και όταν θυσιάζεται, ο Reeves κάνει τον δικό του Batman να αγωνίζεται στο ίδιο επίπεδο με την κοινωνία, να πολεμά για αυτή με αυτή και όχι από κάποια σκοτεινή γωνία. Ενώ τελικά ο Nolan βυθίζει τον ήρωα στο σκοτάδι της δυσφήμησης, ο Reeves, παρά το γεγονός ότι η ταινία του είναι πιο σκοτεινή (ξανά, αισθητικά και σημειολογικά) φέρνει τον Batman στο φως της αυγής, ως σύμβολο ελπίδας πια και όχι φόβου. Μπορεί να μην καταφέρνει ποτέ να αποδράσει από το Gotham, αλλά πλέον η πόλη τώρα δεν είναι το ίδιο φοβισμένη όπως πριν. Η διαρκής αντίθεση μεταξύ μπλε (το διάσημο πλέον logo του Dark Knight) και κόκκινου (το χρώμα του τωρινού Batman), με την επικράτηση του δεύτερου, είναι μια τέτοια συμβολική απεικόνιση.
Αυτή η διαφορετική αντίληψη περί κοινωνίας αποτυπώνεται και στους villains. O αινιγματικός Joker του Nolan ήταν ένα μυστήριο που συγκινούσε τα δυσαρεστημένα με την ελίτ πλήθη και ενέπνευσε (δυστυχώς) πολλούς μιμητές τόσο στην ταινία όσο και στην πραγματικότητα. Επιπλέον υπήρξε το λιγότερο μια απροθυμία από πλευράς του σκηνοθέτη να καταδείξει την κοινωνικά προβληματική στάση του, κυρίως για να αναδείξει την ατομικίστικη πάλη του ήρωα απέναντι σε μια χαομένη κοινωνία. Από την άλλη, ο Reeves δε διστάζει όχι μόνο να πάρει θέση, δείχνοντας ξεκάθαρα τον Riddler να δρα ως επικεφαλής παραστρατιωτικής οργάνωσης αλλά και θέτει τον ήρωα του αδύναμο μπροστά του, να ζητά βοήθεια και τελικά να αγωνίζεται με νύχια και με δόντια να προστατέψει την πόλη δίπλα της, και να συνεχίζει ακόμα και όταν όλα δείχνουν πως θα αποτύχει. Μια πολύ μικρή, αλλά ενδεικτική κίνηση αυτής της αντι alt -right λογικής είναι και ο χαρακτήρας της Jayme Lawson (Farewell Amor ) που παίρνει το χέρι του Caped Crusader αμέσως μετά από ένα (λευκό) παιδί.
Και ενώ βέβαια ο Reeves δεν έχει (ακόμα) στη φαρέτρα του μια ερμηνεία όπως του εμβληματικού πλέον Joker του Heath Ledger (μιας και δυστυχώς ο πολύ ταιριαστός στο πλαίσιο Joaquin Phoenix δύσκολα θα μπει στο χορό) τίποτα δε μας λέει ότι στο μέλλον δε θα παρθεί και αυτό το κάστρο με την προσθήκη του πολυτάλαντου Barry Keoghan (Green Knight, Eternals, The Killing of a Sacred Deer)…