Γράφει ο Χρήστος Θύμιος
Ας ξεκινήσω από το τέλος. Πριν μερικές ημέρες ολοκλήρωσα το δεύτερο παιχνίδι του The Last Of Us και οφείλω να δηλώσω από τώρα το ότι συγκλονίστηκα. Ως ένας φοιτητής χωρίς συχνή πρόσβαση σε κονσόλες και με ένα πανάρχαιο λάπτοπ που δεν πολυέπαιζε πολλά πράγματα δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια κάθομαι και βλέπω πολλά παιχνίδια (παιχνίδια που κάθε περίπτωση το βασικό τους ατού δεν είναι το gameplay). Έτσι, έχω παίξει το The Last Of Us και έχω παρακολουθήσει το The Last Of Us Part II. Αν και αρχικά με αποθάρρυνε η σκέψη του να μην το παίξω ο ίδιος, εν τέλει δεν με πείραξε καθόλου και έτσι γεννήθηκε μια βασική σκέψη -με την οποία ίσως ασχοληθώ μελλοντικά-:
Τα βιντεοπαιχνίδια ίσως και να είναι -ένα- επόμενο βήμα του κινηματογράφου, ιδίως με δεδομένα τα φοβερά ρεαλιστικά γραφικά των περισσότερων παιχνιδιών πια. Ειδικά όταν δεν μιλάμε για shooters π.χ., τα παιχνίδια είναι πλέον ένας καταπληκτικός τρόπος για να αφηγηθεί κανείς μια ιστορία. Εφόσον είδα το Part II αντί να το παίξω το αντιλήφθηκα πολύ περισσότερο ως τέτοιο, ως μια φοβερή αφήγηση μιας φοβερής ιστορίας.
Ας αρχίσουμε, όμως, με το ίδιο το παιχνίδι.
SPOILERS AHEAD
Αρχικά, να πω ότι αντιλαμβάνομαι ενδεχόμενες κριτικές που γίνονται τόσο σχετικά με την ίδια την ύπαρξη του δεύτερου τίτλου όσο και μην την τροπή της ιστορίας. Για μένα, όμως, σημασία δεν έχει να ικανοποιείς απλώς το κοινό και το τι θέλει αυτό αλλά το ποια είναι η συνολική ιστορία και ο μύθος που ο/η δημιουργός θέλει να δώσει. Ως ένα δεύτερο μέρος, που στην χειρότερη κριτική να θεωρείται απλώς αξιοπρεπές, δεν ήταν δημιουργημένο απλά και μόνο λόγω του ονόματος που έχει φτιάξει και των παραπάνω εσόδων που θα αποφέρει, όπως έχουμε δει σε άλλα παιχνίδια (βλ. ορισμένα Assassins Creed, Final Fantasy κ.ά.). Συνέχισε κανονικά την ιστορία, την διεύρυνε και σου έδειξε σε ακόμα μεγαλύτερο βάθος την ψυχοσύνθεση ορισμένων χαρακτήρων που ήδη ξέραμε, όπως η Ellie. Δεν μπορώ να νιώσω οργή με τους δημιουργούς που σκότωσαν, ας πούμε, τον Joel γιατί δεν γράφω και ούτε με ενδιαφέρει να γράψω εγώ την ιστορία αλλά να απολαύσω και να κρίνω -ολοκληρωμένα- αυτό που μου πουλάνε. Ειδικά εφόσον κάποια τέτοια ζητήματα προέκυψαν εντελώς ομαλά μέσα στην ιστορία και ως πραγματικές συνέπειες των πράξεων των πρωταγωνιστών μας. Περισσότερα για αυτό όμως αργότερα.
Προχωρώντας, η ατμόσφαιρα που σου δημιουργεί είναι καταπληκτική φτιάχνοντάς μας έναν πραγματικό post-apocalyptic κόσμο που θα μπορούσε να είναι κάλλιστα πραγματικότητα σε αυτές τις συνθήκες. Σχεδόν φασιστικά απομεινάρια προηγούμενων κυβερνήσεων, αντάρτικες αντιστασιακές οργανώσεις, στρατιωτικές κοινωνίες, θεοκρατικές πόλεις-κοινωνίες, υπολείμματα και αποσύνθεση του παλιού πολιτισμού και κυρίως άνθρωποι με πάθη, μίση, αγάπη και φόβο. Η μουσική υπόκρουση ενορχηστρωμένη από τον μαγευτικό Gustavo Santaolalla συμπληρώνει την ατμόσφαιρα μαεστρικά σαν να ήταν από πάντα εκεί, σε ρυθμούς απαλής αμερικανικής Φολκ κατά βάση.
Νομίζω για τους ηθοποιούς και την υποκριτική δεν χρειάζεται να ειπωθούν πολλά μιας και είναι απλά φοβερή με την Ellie να ενσαρκώνεται από την Ashley Johnson (την οποία κάποιοι από εμάς μάθαμε μέσω του DnD και του Critical Role) και την Abby να παίρνει την φωνή της από την Laura Βailey (γνωστή από δεκάδες παιχνίδια και άνιμε και από το Critical Role επίσης).
Το πρώτο παιχνίδι ήταν ένα εξαιρετικό παιχνίδι που σου έχτιζε το σενάριο και τους χαρακτήρες σε βάθος. Αυτό στο οποίο εξελίσσεται, όμως, από τον χειμώνα του τραυματισμού του Joel, στην τελευταία ώρα του παιχνιδιού και στην συνέχεια σε όλο το Part II δεν το περίμενα. Πηγαίνει αλλού, από κάθε άποψη, και το λέω για καλό. Να πω, κιόλας, το πιο ρηχό και μικρής σημασίας ότι δηλαδή και το gameplay βελτιώνεται ελαφρώς θέτοντας νέους μηχανισμούς για να αναβαθμίζεις τον εξοπλισμό σου, χωρίς να αποτελεί και κάτι ιδιαίτερο σαφώς αλλά όντας μια ευχάριστη μικρή αναβάθμιση.
Η σκηνοθεσία και η εμπειρία του/της παίκτη/ριας χειριζόμενος/η και τους δύο χαρακτήρες είχε πάρα πολύ ενδιαφέρον και ήταν μια έξυπνη κίνηση. Ο τρόπος με τον οποίο το χειρίζεται -ιδιαίτερα στις πρώτες ώρες του παιχνιδιού- είναι πάρα πολύ ωραίος. Χωρίς να εστιάσει καθόλου στον Joel παρουσιάζεται μια νέα ομάδα χαρακτήρων και ιδιαίτερα η Abby , την οποία γρήγορα κάνει συμπαθή στο κοινό βάζοντάς την μέσα από μια σειρά σκληρών περιπετειών. Κρύο, κυνηγητό από μολυσμένους και τον συνδυασμό των δυο όταν εκείνη μέσα στην προσπάθεια της να γλυτώσει βουτάει μέσα σε ένα παγωμένο ποτάμι. Τότε εμφανίζονται τα αδέρφια Joel και Tommy ως από μηχανής θεοί οι οποίοι την τελευταία στιγμή βοηθάνε την απελπισμένη Abby και ακολουθούν μερικές σκηνές που παλεύουν μαζί, φαίνεται να δημιουργούν μια κάποια σχέση, και εν τέλει ξεφεύγουν κατευθυνόμενοι προς την συντροφιά της Abby (αργότερα γνωστοί/ές και ως Salt Lake crew)χωρίς τους -μέχρι τότε- πρωταγωνιστές μας να ξέρουν ότι πάνε στους επίδοξους δολοφόνους του Joel.
Όταν, λοιπόν, το Salt Lake crew καταλαβαίνει με ποιους έχει να κάνει, η Abby σκοτώνει τον Joel μπροστά στα μάτια της Ellie δημιουργώντας μια φοβερά ψυχοφθόρα και οδυνηρή σκηνή για τον/την θεατή. Είναι η στιγμή που συνειδητοποιείς το πόσο έχεις δεθεί με αυτούς τους χαρακτήρες -και ιδιαίτερα τον Joel εν προκειμένω- και το πόσο επίπονο είναι να πρέπει να τον αποχωριστείς χωρίς να έχεις προετοιμαστεί καθόλου γι’ αυτό παρότι το παιχνίδι σου έχει αφήσει μια σπόντα ότι αυτή η παρέα βρίσκεται εκεί γιατί ψάχνει να σκοτώσει κάποιον άντρα στο Jackson.
Είναι ένας πραγματικά ευφυής χειρισμός του παιχνιδιού αυτό το τρίγωνο playable χαρακτήρων (Joel-Ellie-Abby) και οι αλλεπάλληλες αλλαγές του ποιόν/α χειρίζεσαι μέχρι να φτάσεις στη σκηνή του θανάτου, όπως και οι ψεύτικες δυναμικές που έχει τεχνηέντως φτιάξει ανάμεσά τους. Εκτυλίσσεται μία σκήνη κατά την οποία η αγαπημένη μας χαρακτήρας (Ellie), την οποία και χειριζόμαστε εκείνη τη στιγμή, γίνεται μάρτυρας της εν ψυχρώ δολοφονίας της πατρικής της φιγούρας και επίσης αγαπημένου μας χαρακτήρα (Joel)από την μετέπειτα δεύτερη πρωταγωνίστρια (Abby), την οποία μέχρι και πριν μερικά λεπτά χειριζόμασταν με μια σχετική συμπάθεια.
Συνεχίζουμε για τις επόμενες περίπου 10 in-game ώρες παίζοντας ως Ellie και «ζώντας» κατά βάση τις «3 μέρες του Seattle». Ωστόσο, στη συνέχεια σαν παίκτης επιστρέφεις πίσω στον χρόνο παίζοντας ξανά τις «3 μέρες του Seattle» αλλά αυτή την φορά μέσα από τα μάτια και την οπτική της Abby. Ναι την ίδια μισητή (για αρχή τουλάχιστον)Abby που δολοφόνησε τον Joel. Κατά την διάρκεια των υπολοίπων σχεδόν 10 in-game ωρών ο χαρακτήρας της χτίζεται, παίρνει σάρκα και οστά και βάθος. Δένεσαι μαζί της μέσα από το τι βιώνει, τις ανθρώπινες αποφάσεις που παίρνει ειδικά σχετικά με τον Lev, και τις τομές που κάνει με τον εαυτό της. Παράδειγμα αυτού είναι το γεγονός ότι πρακτικά πρόδωσε την νέα της οργάνωση (Washington Liberation Front).
Όλη αυτή η δόμηση χαρακτήρων (στης Ellie θα αναφερθώ σε λίγο)έρχεται να κορυφωθεί τόσο σεναριακά όσο και συναισθηματικά για την/τον παίκτρια/η στην πραγμάτωση δύο συγκρούσεων ανάμεσα στις δυο πρωταγωνίστριές μας (και ορισμένες/ους περιφερειακές/ούς χαρακτήρες). Μέχρι όμως να φτάσουν σε αυτό το σημείο, παρουσιάζονται με πάρα πολύ ενδιαφέρον τα εντελώς διαφορετικά κίνητρα που κινούν τις δύο χαρακτήρες. Από την μία είναι η Ellie, η οποία δε μπορεί να διαχειριστεί την νέα πραγματικότητα χωρίς τον Joel, βασανίζεται από το PTSD και το τραύμα της ανάμνησης αυτής και κινείται από την θέληση και την ανάγκη να εκδικηθεί και να καταφέρει να διαγράψει αυτήν την ανάμνηση από το μυαλό της. Γεμάτη οργή, θλίψη και πόνο προσπαθεί να γεμίσει ένα κενό μέσα σε έναν κύκλο θανάτου που βέβαια η ίδια και ο Joel ξεκίνησαν. Όσα κάνουν φαίνεται να έχουν πραγματικές συνέπειες και όσα ακολούθησαν εξάλλου οφείλονται σε αυτές. Από την άλλη βρίσκεται η Abby, η οποία έχοντας επίσης ξεκινήσει από την ίδια βάση με την δολοφονία του πατέρα της από τον Joel στο τέλος του προηγούμενου παιχνιδιού και έχοντας πάρει την εκδίκησή της, φαίνεται να το αφήνει πίσω. Βρίσκοντας ένα νέο νόημα πλέον και προσπαθώντας να ξανά βρει τους/τις ανασυγκροτημένους/ες Fireflies αφήνει διαρκώς πίσω της αυτόν τον κύκλο αίματος αφήνοντας κυριολεκτικά κάθε φορά την Ellie ζωντανή από επιλογή παρά το γεγονός ότι αυτή δολοφόνησε όλους τους φίλους της (Salt Lake crew).
Πέρα από το πόσες μεταβολές στη γνώμη του παίκτη για τις χαρακτήρες προκαλεί το παιχνίδι, μου φάνηκε πολύ γοητευτικό το πόσο ρεαλιστικά αποτυπώνεται η ανθρώπινη αδυναμία, οι ψυχολογικές μεταπτώσεις των χαρακτήρων αλλά κυρίως η αμφισβήτηση που δημιουργείται γύρω από το πρόσωπο της Ellie ως η «καλή» αυτής της ιστορίας όταν την παρακολουθούμε να σκοτώνει τυφλά ανθρώπους με -μάλλον- απάνθρωπους όρους είτε ευθύνονται για κάτι είτε όχι.
Σε αυτό, το παιχνίδι έχει μερικές καταπληκτικές λεπτομέρειες που αποτυπώνονται μέσα από μικρούς, απλούς καθημερινούς διαλόγους εχθρών όσο αυτοί δεν σε έχουν εντοπίσει ακόμα. Δίνει βάθος στον κόσμο και κυρίως μας εξανθρωπίζει τους «εχθρούς», αφού και αυτοί εν τέλει είναι απλώς άνθρωποι κουρασμένοι, με πραγματικά συναισθήματα και φόβους που προσπαθούν να επιβιώσουν σε αυτόν τον αφιλόξενο κόσμο. Έχουμε απέναντι μας πραγματικά πρόσωπα, τα οποία εξουδετερώνουν οι χαρακτήρες μας σαν να μην είναι τίποτα ή απλώς σαν μολυσμένους/ες. Λεπτομέρεια η οποία μάλλον είναι και κριτική εν γένει στις ένοπλες συγκρούσεις, βγαλμένη κατευθείαν σαν από μαρτυρίες στρατιωτών σε ένοπλες συρράξεις του παρελθόντος.
Αν, τελικώς, μας άφησε κάτι αυτό το παιχνίδι είναι μια γλυκόπικρη αίσθηση στο στόμα, έναν κόμπο στο στομάχι και μπόλικη στεναχώρια. Μας άφησε, όμως, και έναν καινούριο αληθινό κόσμο και μια απίστευτη μαγική ιστορία. Και μάλλον αυτό είναι που μετράει.
Υ.Γ. Δεν μπορώ να μην αναφέρω καθόλου τον συμβολισμό στο τέλος όταν η Ellie πάει να ξαναπαίξει την κιθάρα και πλέον δεν μπορεί.