Ο Tarzan δεν με ενθουσίασε σε καμία του ενσάρκωση, ούτε σε κάποια από τις (υπερβολικά πολυπληθείς) μεταφορές του από το 1918 μέχρι σήμερα, ούτε ως λογοτεχνικός ήρωας όπως μας τον παρουσιάσε ο Edgar Rice Burroughs το 1912. Σεβόμουν την ιστορία του, όμως δεν μπορούσα να δω τον χαρακτήρα ως κάτι παραπάνω από ένα σύμβολο ενός καιρού που (θα ήθελα να) έχει περάσει, ένα σύμβολο μιας ανδρικής κυριαρχίας και ρώμης που πλέον δεν έχει να προσθέσει στην μαζική κουλτούρα. Η νέα ταινία του, σκηνοθετημένη από τον David Yates των συμπαθητικών Χάρι Πότερ, δεν κατάφερε να αλλάξει αυτή την άποψη. Για την ακρίβεια δεν προσπάθησε καν.
Η ιστορία ακολουθεί το ζεύγος Tarzan, αποκατεστημένο και παντρεμένο στην Αγγλία, να ξεκινά μια νέα αποστολή στην Αφρική εναντίον ενός αποκιοκράτη Βέλγου στρατηγού. Ακολουθώντας την ,συνηθισμένη πλέον, τακτική της μείξης prequel και sequel, όπως είδαμε και πρόσφατα στον Κυνηγό και στην Αλίκη (με μια αφηρημένη έννοια), η ταινία καταφέρνει να πει και το πως γνωρίστηκαν και αγαπήθηκαν ο Τζον Κλέιτον και η Τζέιν του, μπερδεύοντας τους χρόνους, χωρίς όμως να διαθέτει ούτε ο Yates αρκετό ταλέντο στο να κρατάει το ενδιαφέρον του θεατή, ούτε οι μονοδιάστατοι χαρακτήρες και η ξύλινη απεικόνιση τους αρκετό βάθος. Ταυτόχρονα, ενώ η ταινία διατείνεται πως κεντρικό της θέμα είναι η προστασία της φύσης, σπάνια αυτή έρχεται στο προσκήνιο: η αποτύπωση της είναι ιδιαίτερα άκαμπτη και ξύλινη, ενώ σε σημεία το cgi σπάει, μαζί με το ενδιαφέρον του σκηνοθέτη και αποκαλύπτεται ως αυτό που είναι: ένα σκηνικό στο οποίο ο Alexander Skarsgård (Τrue Blood, Melacholia) εκμεταλεύεται για να δείξει τους κοιλιακούς του. Εάν συγκριθεί ειδικα με ταινίες όπως το Jungle Book, το αποτέλεσμα είναι τουλάχιστον ντροπιαστικό για τα εκατομμύρια της παραγωγής…
Επιπλέον,δεν γίνεται καμία προσπάθεια να μεταφερθεί έστω κάποιο ανθρωπιστικό μήνυμα, παρόλο που η ίδια η ιστορία θα μπορούσε να πάρει αυτή την κατεύθυνση. Οι ιθαγενείς απεικονίζονται ως δύναμη της φύσης, στην ίδια ακριβώς μοίρα με τις πέτρες και τους ψηφιακούς γορίλες. Γενικότερα το ανθρώπινο στοιχείο είναι φανερά υποβαθμισμένο και ο Tarzan παρουσιάζεται ως αυτό που οι δημιουργοί θα θέλανε να είναι: ένας υπερήρωας χωρίς δυνάμεις, ένας εκλεκτός πολύ πιο πάνω από τον μέσο όρο (ετεροφιλόφυλος ,λευκός, άντρας, αριστοκράτης, που ελέγχει και τα ζώα) αφαιρώντας του οποιοδήποτε μειονέκτημα, και έτσι, όλα τα σημεία που θα μπορούσαν να τον κάνουν συμπαθή ή συναισθηματικά προσεγγίσιμο. Ο Alexander Skarsgård δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα μανιασμένο άγαλμα. Η Jane από την άλλη, ενώ κάνει μια μεγάλη προσπάθεια να φύγει από την σκιά του προστάτης της, δεν τα καταφέρνει και τελικά δεν προσθέτει τίποτα στον μύθο, ούτε στο χαρακτήρα, αφήνοντας εντελώς ανεκμετάλευτο το πολύπλευτο ταλέντο της Margot Robbie (About time, The Wolf of Wallstreat).
Oπτικά η ταινία,δεν καταφέρνει να ενθουσιάσει. Το μέτριο cgi συνδυάζεται με μια αρκετά ασφαλή και βαρετή προσέγγιση στα πλάνα, τα οποία είναι κυρίως σταθερά γενικά ή γκρο,ενώ πολύ σπάνια τολμάνε κάτι παραπάνω ή πιο συνθετο. Όλη η ταινία γενικότερα έχει την υφή ενός προιόντος που δεν το ενδιαφέρει εάν θα καταναλωθεί ή όχι, σαν οι συντελεστές του να το έφτιαξαν από υποχρέωση και να μην πίστεψαν ούτε στιγμή σε αυτό. Το μεγάλο κρίμα σε αυτό το ενδεχόμενο είναι το θάψιμο ηθοποιών όπως του Christoph Waltz(Spectre, Django Unchained,) ο οποίος μας παραδίδει μεν έναν κακό- καρικατούρα, χωρίς να ξεφεύγει ιδιαίτερα από την μανιέρα που έχει συνηθίσει να παίζει. αλλά είναι πάντα ευχάριστο να τον βλέπουμε. Άλλη απώλεια είναι ο Νick Fury, Samuel Jackson (Hateful 8, MCU) στον μοναδικό ρόλο που έχει κάποια αξία σε αυτή την ταινία. Τέλος να αναφέρουμε πως κάνει και ένα πέρασμα ο Casper Crump, που δεν τα κατάφερε να εντυπωσιάσει ως Vandal Savage στο Legends of Tomorrow .
Επιλογικά, μην ψηθείτε με το me Tarzan you Jane, κάντε λίγη υπομονή, αυτήν την βδομάδα θα βγει κάτι καλύτερο!