Ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει... αλλά εάν χάσει;

Οι διασκευές ιστοριών του Stephen King από τον Mike Flanagan (Doctor Sleep, The Haunting of Hill House) είναι μια συνταγή που φαίνεται να δουλεύει. Ο συνδυασμός των υποβοσκουσών υπαρξιακών αγωνιών του πρώτου με το στακάτο κινηματογραφικό μάτι και τις μελοδραματικές τάσεις του δεύτερου καταφέρνουν να αναδεικνύουν τις καλύτερες πλευρές και των δύο. Επίσης ο Flanagan καταφέρνει να αποδώσει με ένα χαρακτηριστικό, εστιασμένο στα συναισθήματα και τις ανθρώπινες πλευρές των καταστάσεων ύφος σε όλα τα είδη, έτσι το Life of Chuck, που ακροβατεί μεταξύ sci-fi, χορευτικό musical, βιογραφικό coming-of-age και τελικά ιστορία φαντασμάτων, φαινόταν ένα σίγουρο στοίχημα.
Και, σε πολλά σημεία, πράγματι ήταν. Ο Flanagan, ο οποίος ανέλαβε και το διασκευασμένο σενάριο, ξέρει τον συγγραφέα, τον εμπιστεύεται και εστιάζει τον φακό (αλλά και το ανά στιγμές κουραστικό voice over από τον πάντοτέ σπουδαίο Νick Offerman) στις συναισθηματικές αλληλεπιδράσεις, στις σκέψεις και τα συναισθήματα των χαρακτήρων απέναντι στις καταστάσεις. Ανά στιγμές αυτό αποδεικνύεται και το πιο δυνατό κομμάτι της ταινίας
Καλώς ήρθατε στο τέλος! Μετά από αυτό ξεκινάνε τα δύσκολα

Έτσι, το πρώτο μέρος της τριλογίας των ιστοριών που αποτελούν την ταινία, όπου ολόκληρη η ανθρωπότητα έρχεται αντιμέτωπη με το αναπόφευκτο τέλος, μπορούμε να βιώσουμε καθαρά την απελπισία, την άηχη κραυγή πριν το τέλος και, τελικά, την αποδοχή του. «Waiting is the hardest part» μονολογεί η ετοιμοθάνατη ανθρωπότητα. Αυτή η ιδέα, ενός κόσμου που τελειώνει και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για αυτό παρά να συνεχίζεις να πηγαίνεις στη δουλειά, να συνεχίσεις να προσπαθείς να μιλάς με γείτονες και να ψάχνεις στην τηλεόραση κάτι να ξεχαστείς από όλη τη θλίψη που βιώνεις είναι πολύ οικεία και ταυτόχρονα ανοίκεια. Θα έπρεπε να μας ανησυχεί. Όμως την αναγνωρίζουμε, γιατί τη βιώνουμε καθημερινά. Τη βλέπουμε στον εαυτό μας. Ειδωμένη όμως σε ένα πιο καθαρό πλαίσιο, μεγαλύτερης κλίμακας, απογυμνώνεται από τη συνήθεια και αποκαλύπτεται ως κάτι το απίστευτα δυσοίωνο. Γιατί πράγματι, τι διαφορά θα είχε το τέλος του κόσμου από μια ακόμα μέρα;
Ο Flanagan μας δίνει αυτή την οπτική με ένα καθαρό, οριακά τηλεοπτικό τρόπο, ενισχύοντας αυτή την αίσθηση του παραλόγου. Ταυτόχρονα, διανθίζοντας αυτή την, εισαγωγική, ιστορία (παρά το γεγονός ότι είναι το τέλος του κόσμου) με το μυστήριο του ποιος είναι ο Chuck, καταφέρνει και αναδεικνύει μία ανατριχιαστικό, ανά στιγμές, μυστήριο.
Φτάνει ο χορός...

Όμως, μετά από αυτή την ιστορία, τα πράγματα παίρνουν απότομα την κάτω βόλτα και αποδεικνύεται πως ο σκηνοθέτης είναι ακόμα κολλημένος στην τηλεοπτική του φόρμα και δεν μπορεί να ξεκαθαρίσει μέσα του πώς θα δούλευε αυτή η ιστορία ως ενότητα και όχι επεισοδιακά. Ο Tom Hiddleston (Loki, Only Lovers Left Alive), όσο καλός χορευτής και να είναι (που είναι), όσο ωμό charisma και να έχει, δεν μπορεί να πάρει πάνω του μια ιστορία που απλά δεν είναι εκεί. H δεύτερη ιστορία είναι απλά ένας χορός σε ένα ψεύτικό σκηνικό, σε ψεύτικες συνθήκες και ψεύτικους θεατές. Είναι λοιπόν δύσκολο να πιστέψουμε την αφήγηση του Offerman για το ότι αυτές οι «αυθόρμητες στιγμές χαράς και δημιουργικότητας» είναι τελικά το νόημα της ζωής και ότι πρέπει να τις χαιρόμαστε που είναι και το συνολικό μήνυμα της ταινίας. Τίποτα σε αυτή τη δεύτερη ιστορία δεν έχει κάτι ενδιαφέρον ή κάτι που να δικαιολογεί πραγματικά την επιμονή του σκηνοθέτη να της δώσει τόσο χώρο, όταν μάλιστα αυτός ο χώρος είναι δομημένος με τόσο σταθερά, μονότονα και, τελικά, απλά διεκπεραιωτικά πλάνα που θέλουν να περάσουν ως «εορτασμός της ζωής». Ίσως ο Flanagan ήθελε να χρησιμοποιήσει το κινηματογραφικό μέσο για να αποδώσει καλύτερα η σκηνή αυτή στην οθόνη από ό,τι στο χαρτί, όμως δε βγήκε.
Όχι άλλα coming of age

Η τρίτη και τελική ιστορία είναι επίσης ένα κουραστικό coming of age που δεν αξίζει καμία προσοχή, όσο αμήχανο εφηβικό χορό και να χώσει. Αν μη τι άλλο λειτουργεί και αρκετά αρνητικά, εξαιτίας του τρομερά cringe οveracting του Μark Hamil, παλιού γνώριμου του Flanagan, (Star Wars, Batman- Τhe Animated Series) , ο οποίος, παραδόξως, έχει και τον περισσότερο χρόνο να αναπτύξει τον κάπως στερεοτυπικό του χαρακτήρα. Εδώ υπάρχει ξανά το ίδιο θέμα, αυτή τη φορά όμως εκτός από ψεύτικό, μας έρχεται και πνιγμένο στο μελόδραμα. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, άλλωστε είναι η ειδικότητα του Flanagan. Όμως όταν δεν έχει κερδηθεί το συναίσθημα, όταν ουσιαστικά δεν ξέρουμε κανέναν από αυτούς τους χαρακτήρες γιατί δεν έχουμε τον χρόνο να τους γνωρίσουμε και όταν η ταινία οριακά εκβιάζει τη συμπόνια μας πετώντας μας την μία τραγωδία μετά την άλλη κατακέφαλα, η πρώτη αντίδραση δεν είναι η συγκίνηση, αλλά ο εκνευρισμός γεννημένος από την υπερβολή. Ναι, στη ζωή του Chuck δυστυχώς κέρδισε το «κούρασες». Και όλα αυτά δοσμένα με το ίδιο μονότονο στυλ, τα ίδια πλάνα και τις ίδιες κλισέ κενολογίες.

Για τα ερμηνευτικά πρακτικά...
Όσον αφορά τις ερμηνείες, οι περισσότερες έχουν το πρόβλημα του χρόνου. Ο Chiwetel Ejiofor (12 Years a Slave, The Old Guard) και η Karen Gillan (Doctor Who, The Guardians of the Galaxy) έχουν τη δυνατότητα να αποδώσουν λόγω των συνθηκών της ιστορίας του και πράγματι καταφέρνουν μια κομβική χημεία και ανθρώπινη αλληλεπίδραση. Όμως κανείς άλλος, ούτε ο υποτιθέμενος πρωταγωνιστής Ο Tom Hiddleston, που εμφανίζεται ελάχιστα και κυρίως μόνο για να χορέψει, έχει να προσφέρει κάτι πιο βαθύ, καθώς κάτω από βαθυστόχαστα κλισέ και συναισθηματικό εκβιασμό, ο Flanagan φαίνεται να μην έχει κάτι άλλο να πει στο σενάριο.

Τελικά...
Επιλογικά, το The Life of Chuck έχει, επιφανειακά, ένα όμορφο μήνυμα, το οποίο όμως δεν ξέρει πως να το αποδώσει χωρίς να το απογυμνώσει από όλα όσα το κάνουν πράγματι όμορφο. Γιατί το νόημα της ζωής δε θα έπρεπε να δίνεται σε εταιρικό πακέτο, καλοκαθαρισμένο και να μας αναγκάζει να το αποδεχθούμε. Πολύ απλά δε δουλεύει έτσι.