Το Thor: Love and Thunder είναι η εικοστή ένατη ταινία του κινηματογραφικού σύμπαντος της Marvel και η δεύτερη απόπειρα του σκηνοθέτη Taika Waititi (What We Do In The Shadows, Jojo Rabbit) να αποκόψει τον Thor από τις ρίζες του -τις δυο πρώτες, μουντές ταινίες του-, και να τον μετατρέψει σε έναν διασκεδαστικό, αφελή μα καλόκαρδο «everyman». Σε γενικές γραμμές, ο Waititi ακολουθεί την πατροπαράδοτη συνταγή του στούντιο, όμως προσθέτει και τις δικές του πινελιές, κυρίως όσον αφορά στις απόπειρες για χιούμορ.
Στις ταινίες του Waititi, το χιούμορ προκύπτει από τους χαρακτήρες του, που είναι όλοι εξωφρενικά ιδιόρρυθμοι, εκτός τόπου και χρόνου και πάντα συμπαθείς. Οι χαρακτήρες του δεν θυμίζουν τόσο πραγματικούς ανθρώπους, είναι αφοσιωμένοι στο να υπηρετούν τις σεναριακές ανάγκες για κωμωδία. Ως αποτέλεσμα, προκύπτει μια διασκεδαστική ταινία που προχωράει με φρενήρεις ρυθμούς, από τη μια ατάκα στην επόμενη στη μεθεπόμενη και ούτω καθεξής, μα δεν αφιερώνει χρόνο στους πρωταγωνιστές της, ώστε να εκδηλώσουν τα συναισθήματά τους, ώστε να «υπάρξουν». Παρόλο που οι ήρωες της ταινίας έρχονται αντιμέτωποι με την απώλεια των αγαπημένων προσώπων τους, με βαριές ασθένειες που απειλούν την υγεία τους, η ίδια η ταινία προσπερνά τα συγκεκριμένα σημεία, μπαίνει σε λειτουργία αυτόματου πιλότου όταν έρχονται οι σοβαρές στιγμές, και έτσι δεν επιτυγχάνει κάτι από άποψη δραματουργίας.
Αυτό είναι μια γενική παθογένεια, που λίγο πολύ αφορά σε όλες τις ταινίες της Marvel. Πολύ χιούμορ, άλλοτε καλό, άλλοτε χοντροκομμένο, και καθόλου δράμα, καμία πραγματική σύγκρουση. Κάποτε, η συνταγή λειτουργούσε καλύτερα• από τη μία, βρισκόμασταν στις αρχές του φαινομένου «Marvel», οπότε δεν είχαμε συνηθίσει τα cliché, και από την άλλη οι δημιουργοί μάς υπόσχονταν πως κάπου θα κατέληγαν όλα όσα βλέπαμε, σε μια επική σύγκρουση, η οποία επήλθε στα τελικά Avengers. Πλέον όμως, που η σύγκρουση έχει συμβεί και οι ταινίες συνεχίζουν να κυκλοφορούν, οι ιθύνοντες φαίνεται να μην έχουν αποφασίσει πού θα το πάνε ακριβώς, αυτοσχεδιάζουν περισσότερο, και χάνουν σιγά σιγά τα μεγάλα ονόματα, τις αναγνωρίσιμες φάτσες που έφερναν τους θεατές στις αίθουσες. Ως αποτέλεσμα, οι ταινίες τους μοιάζουν κάπως πιο… άσκοπες – όσο περισσότερο αναμασούν τα ίδια στοιχεία τόσο περισσότερο μας κουράζουν.
Και για αυτό ευθύνεται η γενική νοοτροπία που χαρακτηρίζει τις παραγωγές της Marvel. Το στούντιο αντιμετωπίζει τις ταινίες σαν επεισόδια τηλεοπτικής σειράς. Στο Thor: Love and Thunder, ο χαρακτήρας του Δία, τον οποίον υποδύεται ο Russell Crowe (The Loudest Voice, The Gladiator) δεν έχει καμία απολύτως δράση, δεν συμβάλλει στην ανάπτυξη της ιστορίας. Είναι παρών μόνο και μόνο για να αναγνωρίσουμε τον ηθοποιό (και για να ψιθυρίσουμε το όνομά του στον διπλανό μας), καθώς και για να μας υποδείξει πως κάτι θα συμβεί στο sequel, ή καλύτερα, στο επόμενο επεισόδιο. Κάθε ταινία θυμίζει και επεισόδιο ανάλαφρης αμερικανικής sitcom: έχουμε την guest εμφάνιση κάποιου γνωστού ηθοποιού, και στο τέλος βλέπουμε το γνώριμο, τηλεοπτικό «Στο επόμενο επεισόδιο…»
Πέρα από τον Russell Crowe, χαραμίζεται και ο Christian Bale (Vice, The Dark Knight) , ο οποίος μας συστήνεται σε μια εντυπωσιακή πρώτη σκηνή, μα έπειτα αρκείται στον ρόλο του στερεοτυπικού ανταγωνιστή. Από την άλλη, η επιστροφή της Natalie Portman (Closer, The Black Swan) είναι ευχάριστη. Ο χαρακτήρας της έχει αναβαθμισμένο ρόλο, είναι μια κανονική συμπρωταγωνίστρια και όχι απλώς το ταίρι του πρωταγωνιστή. Το σενάριο αποδεικνύεται λιγότερο φιλόξενο όσον αφορά στους Guardians of the Galaxy, οι οποίοι εξαφανίζονται μέσα στα πρώτα λεπτά της ταινίας. Κάπως έτσι, το Thor: Love and Thunder χάνει το στοιχείο της pulp επιστημονικής φαντασίας, χαρακτηριστικό γνώρισμα της συγκεκριμένης ομάδας.