Το franchise του Thor έχει αριστεύσει στην τέχνη της απογοήτευσης. Έχει καταφέρει να χαραμίσει δύο σπουδαία κεφάλαια υποκριτικής, τον Idris Elda (Τhe Dark Tower, The Beast of No Nation) και τον σπουδαίο Anthony Hopkins ( Westworld, Hannibal), ενώ ακόμα και ο άνθρωπος που επωφελήθηκε περισσότερο από αυτό, ο Τοm Hiddleston ως Loki, δεν γνώρισε εκεί την μεγάλη επιτυχία, αλλά στο Αvengers.
Στο τρίτο μέρος της σειράς ταινιών, o Thor πάει την απογοήτευση στο τελικό της στάδιο, καταστρέφοντας το σερί μιας τιτάνιας ηθοποιού, της πολυαγαπημένης Cate Blancett (Carol, The Curious Case of Benjamin Button), αλλά και κουρσεύοντας, σαν άλλος πειρατής (mild spoiler) τις πολιτικές δυνατότητες και αλληγορίες μιας πανίσχυρης ιστορίας, όπως το Planet Hulk για να πει… ένα σαχλό ανέκδοτο.
Γιατί περί αυτού πρόκειται η ταινία του Taika Waititi (Boy,What We Do in the Shadows): μια άψυχη, και βαρυφορτωμένη slapstick κωμωδία, στα όρια του γελοίου.
Χωρίς κανέναν ενδοιασμό, ο σκηνοθέτης μας βομβαρδίζει με σκηνές σωματικής κωμωδίας, δίχως να δίνει σε κανένα αστείο τον χώρο να αναπνεύσει. Αυτή η πίεση στο να κάνει τον θεατή να γελάσει ήταν πάντα χαρακτηριστικό της Marvel, όπως οι τελευταίες της στιγμές στον κινηματογράφο έχουν υποτροπιάσει σε ανησυχητικό βαθμό. Και, σε αντίθεση με τον James Gunn, που τουλάχιστον γνωρίζει και αγαπά τους ήρωες τους, ο Waititi δεν νιώθει καμία τέτοια συμπάθεια. Ρίχνει στο επίπεδο του παλιάτσου χαρακτήρες όπως ο Hulk, αγνοώντας την εσωτερική πάλη του ήρωα, πολλές φορές μάλιστα μέσα στην μούρη του. Ακόμα και ο Loki, o άλλοτε γοητευτικός μπαγαπόντης και ο μόνος αξιοπρεπής κακός που παρήγαγε η Marvel, ρίχνεται, κυριολεκτικά, σαν μαριονέτα, στα σώματα διάφορων μπράβων.
Οι δε νέοι χαρακτήρες έχουν ακόμα χειρότερη μοίρα. Ο δημιουργούς τους μηδενίζει και τους θέτει σε καθαρά μονοδιάστατο πλάνο. Η νέα πρωταγωνίστρια της ταινίας δεν έχει καν όνομα, παρά μονάχα έναν κενό τίτλο, με αφορμή τον οποίο γίνεται και το μοναδικό καλό αστείο της ταινίας. Η Bαλκύρια μένει μέχρι τέλους ένας μη-χαρακτήρας, πάντα σε αντιπαραβολή με κάτι: στην αρχή με τον Grandmaster, μετά με το παρελθόν της και τέλος με τον Thor. Είναι λυπηρό που αυτή η στιγμή της κατά τα άλλα εξαιρετικής Tessa Thompson (Westworld, Creed, Dear White People) θα χρησιμοποιηθεί σαν μαρκετίστικη πάσα στο γυναικείο κοινό, την ίδια χρονιά μάλιστα που βγήκε η Wonder Woman. Επιπλέον, η Hela, είναι ίσως ο πιο απογοητευτικός κακός που έχουμε δει. Όχι μέτριος και αξιοξέχαστος όπως ο Malekith, του αγαπημένου κατά τα άλλα Christopher Eccleston (Doctor Who, 28 Days Later), αλλά πέρα για πέρα αποκαρδιωτικός. Υπερβολική, στημένη και αφύσικη, έμοιαζε σαν πραγματικά να σκεφτόταν άλλα πράγματα. Και ακόμα πιο λυπηρό, είναι ότι αυτή η καρτουνίστικη αντιμετώπιση δεν ήταν αμέλεια, αλλά ακριβώς ο στόχος του σκηνοθέτη, πράγμα που φαίνεται από το γεγονός ότι μπαίνει και ο ίδιος μέσα στην ταινία, για να καταστρέψει τον χαρακτήρα του Korg.
O μόνος που δεν αφήνει μια πικρή γεύση στο στόμα είναι ο Jeff Goldblum (Jurassic Park, The Fly), γιατί, διάολε, είναι ο Jeff Goldblum, θα έκανε αυτά τα πράγματα και σπίτι του.
Είναι ο μόνος άνθρωπος σε όλη την ταινία που φαίνεται ευχαριστημένος με τον εαυτό του. Ακόμα και ο Chris Hemsworth, ο οποίος έχει αποδείξει πως δεν είναι μόνο ένα ωραίο πρόσωπο (στο Rush, ΟΧΙ στο Ghostbusters) φαινόνταν αμήχανος και πιεσμένος σε αυτό το μοτίβο σωματικής και τόσο, μα τόσο εφηβικής κωμωδίας, η οποία μάλιστα χρησιμοποιεί ουσιαστικά ένα αστείο μόνο, ξανά και ξανά.
Αισθητικά, η ταινία βομβαρδίζει συνέχεια τον θεατή με μαξιμαλιστικά πλάνα που πολλές φορές ξεπερνούν το όριο του κιτς. Θέλοντας να μιμηθεί το space-οperaτικό σκηνικό των Guardians, ο σχετικά άπειρος με εφέ Waititi ρίχνει άκριτα ένα καταιγισμό CGI στα μούτρα του θεατή, αδιαφορώντας τόσο για την αισθητική αυτής της χρωματικής παλέτας, όσο και για την τεχνική της ποιότητα. Η αυξομείωση ειδικά στην δεύτερη είχε ολέθρια αποτελέσματα, ειδικά στην παρουσίαση του Hulk αλλά και της Hela, ενώ η επιλογή για συνεχόμενο CGI φαίνεται πως έβλαψε τον προϋπολογισμό. Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί η επιμονή στην χρήση των ίδιων πλάνων ξανά και ξανά, αφού συναισθηματικά δεν επηρέασαν ούτε στο ελάχιστο το κοινό.
Βέβαια, αυτό είναι λογικό και για άλλον λόγο. Ο αισθητηριακό βομβαρδισμός από αυτό το κακής ποιότητας οπτικό junk-food έμοιαζε με τα υπερδύναμα μπουκέτα που χάριζαν απλόχερα οι ήρωες: φαίνεται βαρύς, είναι όμως άνευ κόπου, ουσίας και, εν τέλει σημασίας. Το Thor Rangarok θα σας διασκεδάσει όπως ένα φθηνό ποτό: θα σας μουδιάσει για λίγο τον εγκέφαλο, αλλά την επόμενη μέρα δεν θα το θυμάστε καν. Μπορεί να είναι όντως καταπραϋντικό μετά από μια δύσκολη μέρα να δει κανείς τόσο χυδαία φθηνή βία, όπως πλέον πρέπει να απαιτούμε από τις super hero ταινίες πολλά παραπάνω, όπως έδειξε το Logan. Και ειδικά η Marvel, φαίνεται πως έχει καλοβολευτεί στον εμπορικό της θρόνο, με μια σχετικά επιτυχημένη φόρμουλα. Όμως η βρύση πια φαίνεται ότι έχει στερέψει και πια η φόρμουλα τραβιέται από τα μαλλιά.