O συγγραφέας Orson Scott Card δεν είναι ένας εύκολος ή συμπαθητικός άνθρωπος. Οι ομοφοβικές και αντιδράστικες του απόψεις απηχούν την αυστηρή εκπαίδευση των Μορμόνων, κάτι που ο ίδιος όχι μόνο δεν μπόρεσε, αλλά δεν θέλησε καν να ξεπεράσει, παρά την ενασχόληση του με το θέατρο. Αντίθετα μάλιστα, σε κάθε ευκαιρία κάνει κήρυγμα, αντιδρά και προσπαθεί να γυρίσει την κοινωνία προς τα πίσω. Αυτό είναι ένα γεγονός.
Ένα άλλο γεγονός, αναντίρρητο, είναι πως ο ίδιος ακριβώς άνθρωπος έγραψε ένα από τα πιο ιδιαίτερα βιβλία επιστημονικής φαντασίας των τελευταίων χρόνων, προς έκπληξη όσων τον ήξεραν. Χωρίς να είναι αυτή η πρόθεση του, το Παιχνίδι του Έντερ (με μετάφραση της Τίνας Θέου για τις εκδόσεις Anubis) καταφέρνει και θέτει μια σειρά σημαντικών ερωτημάτων, κυρίαρχα για την εκπαίδευση και πιο συγκεκριμένα τον ιδρυματισμό στον οποίο εθίζουμε τα παιδιά από μικρή ηλικία, αλλά και τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους μέσα σε ένα ακραία ανταγωνιστικό περιβάλλον, όπως αυτό που καλλιεργεί η βαθμοθηρία και η πίεση. Στην σημερινή εποχή, όπου η κρίση έχει συμπιέσει τον χρόνο σπουδών σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, από το δημοτικό μέχρι το πανεπιστήμιο, και έχει είτε εξοντώσει ολοκληρωτικά τον ελεύθερο χρόνο είτε τον έχει αδρανοποιήσει, γεμίζοντας τον ενοχές, το Παιχνίδι του Έντερ λαμβάνει μια εντελώς διαφορετική διάσταση.
Ο Orson Scott Card μας μεταφέρει σε έναν αυστηρά στρατιωτικοποιημένο κόσμο, ο οποίος ζει στην σκιά μιας επικείμενης καταστροφής που ποτέ δεν έρχεται, ενός εχθρού γνωστού μόνο μέσα από τα προπαγανδιστικά βίντεο του παρελθόντος. Ωστόσο, αυτή η κατάσταση έκτακτης ανάγκης δίνει την ευκαιρία σε ολοκληρωτικές πολιτικές να κυριαρχήσουν, κάμπτοντας εντελώς τις κοινωνικές αντιδράσεις, με μια τακτική σοκ και δέους. Ακόμα και όταν τελικά η απειλή παύει να υφίσταται, οι αντιδράσεις ποτέ δεν επανέρχονται, αντίθετα μουδιάζουν όλο και περισσότερο, αναζητώντας νέους κινδύνους για να καλυφθούν. Σε αυτόν τον κόσμο που βουλιάζει σε μια ατέρμονη προσωρινότητα, ο Έντερ, τρίτο παιδί σε έναν κόσμο που δεν θέλει να αυξηθεί, καλείται να νικήσει όλους τους εφιάλτες της ανθρωπότητας πριν καλά-καλά φτάσει την προεφηβεία!
Έχοντας αυτή την πίεση, ξεκινά μια εξουθενωτική εκπαίδευση που δεν σταματά παρά μόνο όταν επιτύχει. Η διαδρομή αυτή αποτελεί και το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, όπου με έναν απλό αλλά άμεσο τρόπο ταξιδεύουμε στην ψυχοσύνθεση ενός παιδιού, ιδιαίτερα προικισμένου, αλλά παιδιού σε κάθε άποψη. Βλέπουμε την πίεση να τον διαλύει, τον ανταγωνισμό να τον ξεκόβει από όλους. Οι μόνες σχέσεις που του επιτρέπονται είναι εργαλειακές. Σιγά-σιγά ο συγγραφέας μας δείχνει πως ένα παιδί γίνεται όπλο που βλάπτει πρώτα τον εαυτό του, στην αρχή ψυχολογικά και σταδιακά σωματικά. Ακόμα και μετά το πέρας των επιχειρήσεων, ο Έντερ δεν επανακάμπτει ποτέ.
Μέσα σε αυτό το ακραίο περιβάλλον, πολύ συχνά αποκαλύπτεται ποιος είναι ο πραγματικός κακός: όχι τα μυρμηγκόμορφα τέρατα που τους απειλούν πέρα, σε κάποια γωνία του διαστήματος, όπως προτάσσει η κληρονομία της κινηματογραφικής επιστημονικής φαντασίας από το 1950. Ο εχθρός βρίσκεται πιο κοντά: οι δάσκαλοι και οι διοικητές, αυτοί αποτελούν τα πραγματικά τέρατα. Ο Orson Scott Card όμως, όπως είπαμε, είναι αντιδραστικά συντηρητικός: ακόμα και όταν η πίεση αγγίζει το ζενίθ, τα παιδιά ποτέ δεν σκέπτονται κάποιον διαφορετικό δρόμο, δεν οργανώνονται, δεν βρίσκουν παρηγοριά ο ένας στον άλλο, δεν είναι αυτός άλλωστε ο σκοπός τους. Αναζητούν την σκληρότητα της στρατιωτικής εκπαίδευση με μανία, πολλές φορές δολοφονική. Έχουν ενσωματώσει σε τέτοιο βαθμό το ΤΙΝΑ (There Is No Alternative) που τους είναι πιο εύκολο να φανταστούν το τέλος του κόσμου παρά έναν καλύτερο. Σε μια πολύ ρεαλιστική, αλλά και δυσάρεστη, αντι- Ster Trek τροπή, βλέπουμε την ανθρωπότητα να κάνει το άλμα προς τα αστέρια γεμάτη μίσος και φόβο, πρώτα για τον εαυτό της.
Όλο το βιβλίο είναι δοσμένο από την οπτική παιδιών, με κυρίαρχο το απλό, σχεδόν δωρικά στρωτό ύφος, την αποφυγή περίπλοκων περιγραφών και λέξεων. Η γραφή του είναι περισσότερο κινηματογραφική, γρήγορη και εστιασμένη στον σύντομο διάλογο, ένα βιβλίο που έχει απεμπολήσει εντελώς τα δοκιμιακά στοιχεία και έρχεται πιο κοντά στις ρίζες του μυθιστορήματος όπως αυτό νοήθηκε στις αρχές του. Ευανάγνωστο σε μεγάλο βαθμό, όπως ακριβώς το είχε σκοπό ο συγγραφέας και το μετέφερε με εξαιρετικό τρόπο η Τίνα Θέου στην ελληνική, εστιάζοντας περισσότερο στους χαρακτήρες παρά στα τεχνικά θέματα και εργαλεία, παρά το γεγονός ότι ήταν αυτά που αποτέλεσαν την πρώτη ύλη για το βιβλίο.
Το Παιχνίδι του Εντερ είναι μια ενδιαφέρουσα οπτική για ένα μέλλον που όψεις του μοιάζουν πολύ με το παρόν και ίσως για αυτό, τείνει να επικρατήσει. Αποτελεί την απειλή μιας δυστοπίας που την ίδια στιγμή που πριν ακόμα πραγματοποιηθεί, έχει γίνει κιόλας ιστορία…