«Όλοι λένε ψέματα για τη ζωή τους. Τι θα γινόταν όμως αν μοιραζόσουν την αλήθεια;»
Ο Τζούλιαν Τζεσόπ, ένας 79χρονος ζωγράφος, πάλαι ποτέ φημισμένος και περιζήτητος, πλέον όμως μοναχικός και τεθλιμμένος μετά τον θάνατο της γυναίκας του, παίρνει ως δεδομένη την παραπάνω παραδοχή, ότι στην εποχή των socia lmedia, του λαμπερού φαίνεσθαι, αλλά και της αστικής αποξένωσης, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν λένε την αλήθεια για τον εαυτό τους και τη ζωή τους. Έτσι, λοιπόν, αποφασίζει να ξεκινήσει το Πείραμα της Αυθεντικότητας: γράφει τη δική του αλήθεια, για την κατάθλιψη που βίωσε μετά την απώλεια της γυναίκας του, για τη μοναξιά του και τη διαρκή αίσθηση ότι πλέον είναι αόρατος, σε ένα μικρό πράσινο σημειωματάριο, το οποίο αφήνει στο Καφέ της Μόνικα, ένα ζεστό, συνοικιακό καφέ στο Φούλαμ του Λονδίνου, προτρέποντας τον επόμενο που θα το διαβάσει να κάνει το ίδιο.
Όταν στη συνέχεια το σημειωματάριο θα βρεθεί στα χέρια της Μόνικα, της ιδιοκτήτριας του καφέ, θα αποφασίσει όχι μόνο να βάλει τον επόμενο κρίκο στην αλυσίδα που ξεκίνησε ο Τζούλιαν, να γράψει τη δική της ιστορία και να αφήσει το σημειωματάριο στο τραπέζι ενός κοντινού μπαρ, αλλά και να βοηθήσει τον Τζούλιαν: βάζει αγγελίες για απογευματινά μαθήματα ζωγραφικής στο καφέ της, ώστε εκείνος να αποκτήσει έναν σκοπό και έναν λόγο να σηκώνεται κάθε μέρα απ’ το κρεβάτι. Όμως, και το τρίτο άτομο που θα βρει το σημειωματάριο, ο εθισμένος στα ναρκωτικά και το αλκοόλ Χάζαρντ, θα θελήσει να βοηθήσει τη Μόνικα να βρει τον κατάλληλο σύντροφο, και κάπως έτσι θα σχηματιστεί ένα ετερόκλητο ανθρώπινο γαϊτανάκι, μια ιδιόμορφη αλλά σφιχτοδεμένη παρέα ανθρώπων, με κοινό τους χαρακτηριστικό την αμοιβαία και ανιδιοτελή επιθυμία για αγάπη και επικοινωνία.
Η Βρετανίδα Κλερ Πούλι έγινε γνωστή όταν, μέσω του blog της, “Mummy was a Secret Drinker”, αποκάλυψε την αλήθεια πίσω από τη φαινομενικά αψεγάδιαστη ζωή της ως σύζυγος και μητέρα τριών παιδιών και για τον υφέρποντα αλκοολισμό της. Το περιεχόμενο του blog της εκδόθηκε με τη μορφή των απομνημονευμάτων “The Sober Diaries” και οι εμπειρίες της αυτές ενέπνευσαν τη συγγραφή του πρώτου βιβλίου μυθοπλασίας της, «Το Πράσινο Σημειωματάριο», που έγινε αμέσως best-seller, τα δικαιώματά του πωλήθηκαν σε 29 χώρες και κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Βούλας Αυγουστινού.
Σε αυτό το αφράτο, ζεστό μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί, όπως πίνεται μια κούπα ζεστής σοκολάτας σε ένα μικρό λονδρέζικο καφέ, μια σειρά από χαρακτήρες θα δουν τη ζωή τους να αλλάζει χάρη στο περίφημο πράσινο σημειωματάριο. Από την control-freak και οργανωτική Μόνικα, που διακαώς αποζητά το δικό της ρομαντικό happy-end, στον εθισμένο Χάζαρντ, και από την influencer νέα μαμά Άλις, με τη φαινομενικά ειδυλλιακή ζωή, στον καλόκαρδο και έξω καρδιά Αυστραλό περιηγητή Ράιλι. Όλοι οι χαρακτήρες κρύβουν τον δικό τους πόνο και μοναξιά, ο καθένας με διαφορετικούς τρόπους και μεθόδους, με μια διαφορετική γυαλιστερή επιφάνεια σχεδιασμένη ώστε να μην τραβήξει την προσοχή των εξωτερικών παρατηρητών, να μην κινήσει υποψίες όσον αφορά την επίφαση ευτυχίας που θέλουν να προβάλλουν. Άλλοι καταπνίγουν τη θλίψη τους πίσω από την αποστασιοποίηση, όπως ο Τζούλιαν, άλλοι πίσω από την οργανωτικότητα, τη στοχοπροσήλωση και την εμμονή στην τάξη και την καθαριότητα, όπως η Μόνικα, άλλοι πίσω από πάρτυ, εφήμερες σχέσεις και καταχρήσεις, όπως ο Χάζαρντ, και άλλοι πίσω από την καταβύθιση στην καλογυαλισμένη εικονική πραγματικότητα των social media, όπως η Άλις.
Η συγγραφέας, μέσα από τις ιστορίες και τα προβλήματα των χαρακτήρων της, μεταχειρίζεται θεματικές δύσκολες και taboo για τα mainstream μυθιστορήματα: ο εθισμός, η επιλόχειος κατάθλιψη, το ανεπούλωτο πένθος και η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή είναι μόνο μερικά από τα, αόρατα στο γυμνό μάτι, βαρίδια των ηρώων του βιβλίου. Οι επιθυμίες και τα όνειρα καθενός από τους παραλήπτες του σημειωματάριου είναι διαφορετικά από του επόμενου και αυτό που φαντάζει σαν παράδεισος για τον έναν μπορεί να είναι ο καθημερινός εφιάλτης του άλλου -εξαιρετικά καλογραμμένη η σκηνή των δύο γυναικών που κοιτάζουν η μία την άλλη μέσα από την τζαμαρία του μαγαζιού, η Μόνικα να βλέπει τη φιγούρα της Άλις και του μωρού της να ενσαρκώνουν την απόλυτη πληρότητα και ευτυχία, και ταυτόχρονα τη δική της προσωπική αίσθηση αποτυχίας, ενόσω ταυτόχρονα η Άλις φθονεί τη Μόνικα, που ανέμελη χορεύει με έναν όμορφο άντρα, για την ελευθερία και την ξεγνοιασιά της.
Το βιβλίο αυτό μας υπενθυμίζει ότι ο κάθε άνθρωπος έχει τη δική του ιστορία, τη δική του βαθύτερη και καθοριστική αλήθεια, και ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πόσο υποφέρουν και τι μυστικά κρύβουν ακόμα και οι άνθρωποι που βλέπουμε καθημερινά, στον δρόμο για τη δουλειά μας ή στο στέκι της γειτονιάς μας. Η πρόταση που κάνει η Πούλι μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της είναι η σφυρηλάτηση ισχυρότερων δεσμών εντός της κοινότητας με την παραδοσιακή της έννοια, η εγγύτητα, η ανθρωπιά και η αλληλοβοήθεια που προσφέρει η διά ζώσης κοινωνικοποίηση και που σπανίζουν στη σύγχρονη εποχή της ψηφιακής επικοινωνίας, την οποία η συγγραφέας στηλιτεύει (παρ’ ότι η ίδια έγινε γνωστή μέσω ενός διαδικτυακού blog). Βέβαια η συνεχής προσπάθειά της να κατακεραυνώνει την επίπλαστη πραγματικότητα των social media, των επιφανειακών σχέσεων και των κοσμικών κύκλων καταλήγει συχνά γραφική και υπερβολική.
Με γραφή απλή και εύπεπτη, που όμως ενίοτε καταφεύγει σε κλισέ και προβλέψιμες ατάκες, με κινηματογραφικούς ρυθμούς στην αφήγηση, λονδρέζικο αέρα και ρομαντική ατμόσφαιρα, η Πούλι γράφει ένα βιβλίο για τις δεύτερες ευκαιρίες στη ζωή, για όλους τους μικρούς, καθημερινούς τρόπους που μπορούμε να βρούμε την ευτυχία, αρχής γενομένης από τον σπουδαιότερο: να κοιτάμε λίγο πιο προσεκτικά τον διπλανό μας, να δείχνουμε λίγο περισσότερη ενσυναίσθηση και να αντιμετωπίζουμε τη ζωή με λίγο περισσότερη ανιδιοτέλεια και καλοσύνη. Και μπορεί αυτή η συνταγή να ακούγεται λίγο απλοϊκή για την πραγματική ζωή, μπορεί πράγματι να είναι, όμως είναι πέρα για πέρα αληθινή μέσα στον παραμυθένιο κόσμο που δημιουργεί η Πούλι στις σελίδες του ζεστού, χουχουλιάρικου βιβλίου της.
Παρ’ ότι το βιβλίο αυτό δεν κατορθώνει να πετύχει λογοτεχνικά κάτι παραπάνω από μερικές στιγμές θαλπωρής και ένα χαμόγελο μόνιμα ζωγραφισμένο στα χείλη του αναγνώστη, μερικές φορές, μέσα στον ζόφο, τη ρουτίνα και την απαισιοδοξία της καθημερινότητας, αυτό είναι ακριβώς ο,τι χρειαζόμαστε. Και βιβλία σαν το «Πράσινο σημειωματάριο» είναι το απολύτως αναγκαίο σφηνάκι ρομαντισμού και οπτιμισμού που θέλουμε να πιούμε μονορούφι.