Όπως είχαμε ήδη υποσχεθεί, θα πραγματοποιήσουμε αφιέρωμα στα 5 ελληνικά κόμικ που είναι υποψήφια για βραβείο καλύτερου κόμικ, το οποίο θα δοθεί στο τέλος του φετινού Comicdom. Θα ξεκινήσουμε με Übermensch, σε σενάριο του Αβραάμ Καούα και σε σχέδιο του Βαγγέλη Ματζίρη από τις εκδόσεις Jemma Press…
Τι θα συνέβαινε αν ο Σούπερμαν έπεφτε στη Γερμανία του μεσοπολέμου αντί για τις ΗΠΑ; Τι θα γινόταν στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αν ο Υπεράνθρωπος ήταν με τη μεριά της σβάστικας; Και πάνω από όλα, χρειαζόμαστε υπερήρωες ή ενισχύουν τις φασιστικές τάσεις μέσα στην κοινωνία; Όλα αυτά τα ερωτήματα τοποθετημένα σε ένα φουτουριστικό μέλλον, αποτελούν το πλαίσιο του κόμικ Übermensch, το οποίο αποτελεί μεταφορά του ομώνυμου διηγήματος επιστημονικής φαντασίας του Kim Neman.
Σε ένα παράλληλο σύμπαν, ο Ψυχρός Πόλεμος φτάνει στο τέλος του και o πρωταγωνιστής μας, Αβράμ Μπλούμενταλ, Εβραίος, κυνηγός ναζί στελεχών και επιστημόνων φθάνει στη Μετρόπολη, την πρωτεύουσα της Γερμανίας σε αυτό τον κόσμο, για να μπει σε μία άκρως απόρρητη φυλακή και να συναντήσει τον Υπεράνθρωπο (κατά κόσμο, Κούρτ Κέσλερ), ο οποίος κρατείται έγκλειστος εκεί από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Μέσα από τον διάλογο τους, μαθαίνουμε την ιστορία αυτού του κόσμου: μετά την καταστροφή ενός μακρινού πλανήτη, η κάψουλα με ένα εξωγήινο παιδί έφθασε στη Γη και συγκεκριμένα στη Βαυαρία, στη Γερμανία του μεσοπολέμου. Σε αυτή την παραλλαγή της κλασικής ιστορίας του Σούπερμαν, ο Υπεράνθρωπος μεγαλώνει, πολεμάει το έγκλημα και γίνεται υπέρμαχος του Εθνικοσοσιαλισμού, σύμβολο που στέκεται δίπλα στον Χίτλερ στις ομιλίες του. O Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και όσα θα ακολουθήσουν μετά από αυτόν, θα του θέσουν σκληρά διλήμματα. Αλλά το πιο δύσκολο από όλα θα το θέσει ο πρωταγωνιστής, αμφισβητώντας την ίδια την ουσία της ύπαρξης του υπερήρωα- Übermensch.
Πρόκειται για ένα πολύ δυνατό κόμικ, αισθητικά και ως ιστορία. Συνδυάζει εξαιρετικά διαφορετικά θέματα που έχουν παίξει ρόλο στην ποπ κουλτούρα ολόκληρου του 20ου αιώνα. Καταρχάς είναι η κλασική ιστορία του Superman, η διπλή ταυτότητα του ως Κλάρκ Κεντ-δημοσιογράφος, η αδυναμία του στον κρυπτονίτη (στοιχείο Κ στο Übermensch), η Λόις Λέιν (Λούιζ Λανγκ στο κόμικ) που γοητεύεται από τον Σούπερμαν αλλά αδιαφορεί για την ανθρώπινη εκδοχή του. Μαζί με αυτά, έρχεται η παραλλαγή μέσα από το διήγημα του Newark, η οποία έχει επηρεάσει τα τελευταία είκοσι χρόνια τα υπερηρωικά κόμικ, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την ιστορία του Mark Millar, Red Son, όπου δίνεται μία παραλλαγή με τον γνωστό ήρωα να μεγαλώνει στη Σοβιετική Ένωση και να δρα υπό τις εντολές του Στάλιν. Όλα αυτά μεταφέρονται στο Übermensch σε ένα περιβάλλον που αντλεί από τις ταινίες επιστημονικής φαντασίας αλλά και το ρεύμα του γερμανικού εξπρεσιονισμού στον κινηματογράφο. Έτσι, έχουμε μία φουτουριστική παραλλαγή του Βερολίνου επηρεασμένη από το αριστούργημα του Fritz Lang, Metropolis, μία μελλοντική ταξική δυστοπία όπου οι εργάτες ζουν αποκλεισμένοι από όλο τον υπόλοιπο πληθυσμό, υπόδουλοι στις μηχανές.
Μέσα σε αυτό, οι «εχθροί» του Σούπερμαν εμπνέονται από ταινίες του γερμανικού βωβού κινηματογράφου της δεκαετίας του 1920, όπως ο Νοσφεράτου και το Εργαστήριο του Δρ. Καλιγκάρι, ταινίες που έχουν κατακτήσει σήμερα cult διάσταση αλλά και σεβασμό, ως πρόδρομοι μερικών από των σημαντικότερων ειδών του σύγχρονου κινηματογράφου. Ειδικότερα το Metropolis, που δίνει τον τόνο σε όλο το περιβάλλον του κόμικ, είναι η ταινία που καθόρισε το είδος της επιστημονικής φαντασίας και έθεσε το πλαίσιο για κάθε προσέγγιση με αναφορά στη δυστοπία και σε ένα «σκοτεινό» μέλλον. Σταματάμε εδώ τις αναφορές, έχοντας χάσει πάρα πολλές, για να επιστρέψουμε στο κόμικ.
Μαζί με το «παιχνίδι» με τις ιστορίες, τις πιθανές παραλλαγές και τα σκηνικά, το Übermensch φτάνει σε ένα δυνατό φινάλε (που δεν θα αποκαλύψουμε, προφανώς) με τον πρωταγωνιστή να θέτει το κεντρικό ερώτημα του κόμικ στον Υπεράνθρωπο. Ο ρόλος του ήρωα, η σχέση του με ιδεώδη που στρεβλώνονται, η ίδια η ύπαρξη ενός ανθρώπου που ξεπερνάει όλους τους γύρω του, τι εξυπηρετούν και πού οδηγούν; Επηρεασμένο από την ελληνική (και όχι μόνο…) κοινωνία που το θέμα του φασισμού και του ολοκληρωτισμού που επιστρέφει με άλλη μορφή, το Übermensch κλείνει με έναν πολιτικό τόνο, αφήνοντας περισσότερα ερωτήματα παρά απαντήσεις. Ο αναγνώστης μπορεί να αποδεχθεί τη σκέψη του Μπλούμενταλ, να τον απορρίψει πλήρως, ή να ψάξει ένα δρόμο πέρα από απόλυτες απαντήσεις. Όπως και να έχει, η ιστορία εξελίσσεται πυκνογραμμένη, έτσι ώστε κάθε σελίδα να δίνει μία νέα οπτική στο ερώτημα, ενώ μία δεύτερη ανάγνωση είναι πάντα χρήσιμη για να αποκτήσουν νέο νόημα σκόρπια σχόλια και σκέψεις των πρωταγωνιστών. Επιπλέον, το έργο δεν πάσχει από θέματα ρυθμού ή υπερεστίασης: το σενάριο του είναι τόσο σφικτοδεμένο που δύσκολα καταλαβαίνει κανείς πως πρόκειται για διασκευή, μοιάζει σαν να γράφτηκε έχοντας κατά νου πάντα το ιδιαίτερο φορμάτ των κόμικ.
Όλα αυτά δοσμένα με σκοτεινά, σκιώδη χρώματα, αδρές γραμμές, εστιάζοντας περισσότερο στην γενική αίσθηση που αφήνει κάθε καρέ, δοσμένο από την οπτική γωνία του εκάστοτε πρωταγωνιστή αλλά και τις (άλλοτε θολές και άλλοτε πολύ καθαρές) αναμνήσεις του. Με αυτή την έννοια, και το σχέδιο είναι επηρεασμένο από τον εξπρεσιονισμό και ταιριάζει στις κινηματογραφικές αναφορές του, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα που μετεωρίζεται μεταξύ της θολής ονειρικής κατάστασης των αναμνήσεων και της καθαρότητας της πραγματικότητας. Συνολικά, η έκδοση είναι αισθητικά άρτια, με ψηφιακή επεξεργασία των χρωμάτων μετά το αρχικό σχέδιο ενώ στο τέλος του κόμικ, βλέπουμε προσχέδια και κάποια σχόλια των δημιουργών, αποκτώντας έτσι μία όσο γίνεται πιο πλήρη εικόνα για το έργο. Σε κάθε περίπτωση όμως, το Übermensch και η δουλειά που έχει γίνει γύρω από αυτό, τεκμηριώνει μια και καλή το γιατί τα κόμικ είναι τέχνη- Το βάθος και η λειτουργία των σχεδίων μεταδίδουν το νόημα της ιστορίας και καταφέρνουν να κάνουν τον αναγνώστη να δραστηριοποιηθεί νοητικά και πνευματικά (και ίσως και κοινωνικά…)