Η απουσία comic στην Ελλάδα βασισμένων στην περίοδο της Επανάστασης του ’21 ήταν το γόνιμο έδαφος πάνω στο οποίο ο Θανάσης Καραμπάλιος έχτισε το «1800». Έτσι, μέσα από την προσπάθεια του δημιουργού να σπάσει τα ακροδεξιά στερεότυπα γύρω από την εποχή αυτή, αλλά και την “αντιεμπορικότητα της φουστανέλας”, αναδεικνύεται όχι μόνο η δυναμική και οι περιπετειώδεις συνθήκες της, αλλά και το badass attitude των ηρώων της. Επιπλέον, μέσα από την ιστορία του Καραμπάλιου, η οποία φαίνεται να είναι αποτέλεσμα μιας γενικότερης έρευνας γύρω από την εποχή, τη γλώσσα και το σχέδιο του, αναδεικνύονται λεπτομέρειες που δίνουν στο «1800» λαογραφική και ιστορική αξία, αφού φωτίζονται στοιχεία για την κοινωνικό -παραγωγική δομή της ελληνικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, τις στρατηγικές πάλης, τη θέση της γυναίκας, την οικογένεια, την αισθητική και τον έρωτα.
Επιπλέον, από την ατμόσφαιρα του comic δεν λείπουν τα στοιχεία εκείνα της ανατολίτικης φιλοσοφίας, όπως είναι το κισμέτ, που του δίνουν όχι μόνο μια εσάνς μυστηρίου, αλλά και ρεαλιστικότητα, αφού αποτυπώνουν με διακριτικότητα την όσμωση μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Όλα αυτά έγιναν σαφή μέσα από το ντεμπούτο της σειράς από τις εκδόσεις Jemma Press, που έγινε με το πρώτο τεύχος της, “1800: 1. Πατέρας”, όπου και παρουσιάζονται οι κεντρικοί χαρακτήρες, αλλά και το ύφος της, το οποίο φέρει τα χαρακτηριστικά πολεμικής περιπέτειας και επικού ρομάντζου, εφάμιλλου με εκείνου που συναντά κανείς στις διηγήσεις του Χορτάτση, του Κορνάρου και του Ξενόπουλου.
Η ιστορία του δεύτερου τεύχους, το οποίο ακολουθώντας τα βήματα του πρώτου κυκλοφορεί από τις ίδιες εκδόσεις (Jemma Press), ξεκινά μετά την αναχώρηση του Δήμου Καραμάνου από το σπίτι του, προκειμένου να ενώσει τις δυνάμεις του με τον αρματολό Νικοτσαρά. Πίσω του αφήνει τη γυναίκα του, Ελένη, η οποία καλείται να λάβει δράση και να σώσει την οικογένεια της, όταν ο τοπικός άρχοντας καταδικάζει έναν από τους γιους της σε θάνατο, επειδή ερωτεύτηκε την κόρη του. Το κόστος, ωστόσο, της πράξης της είναι τεράστιο και οι συγκινήσεις και οι ανατροπές της πλοκής αναπόφευκτες. Όπως γίνεται φανερό, το δεύτερο τεύχος καταλαμβάνεται από φεμινιστική χροιά, η οποία μάλιστα χτίζεται πάνω στο δίπολο «γυναίκα αστή -γυναίκα αγρότισσα». Πράγματι, η κόρη του τοπικού άρχοντα, Δροσιά, εμφανίζεται να μην έχει καμία εξουσία πάνω στον εαυτό της, αφού αποτελεί έναν ακόμα τίτλο ιδιοκτησίας στο όνομα του πατέρα της. Αυτός είναι που ανεβάζει την αξία της και αποφασίζει την αυτοδιάθεση του κορμιού της, το γάμο της, ακόμα και την τιμωρία που πρέπει να λάβει επειδή δεν υπάκουσε τις εντολές του. Παρ’ όλα αυτά, η Δροσιά κερδίζει την ηρωική της υπόσταση μέσα από σθένος του χαρακτήρα και την αποφασιστικότητα της να εναντιωθεί στον δεσποτικό πατέρα της.
Από την άλλη μεριά, η Ελένη, αντλεί το δυναμισμό της μέσα από τη συμμετοχή της στη παραγωγική διαδικασία, γνωρίζοντας την αιτιοκρατική σχέση ανάμεσα στο ρωμαλέο χέρι και τα σπαρτά, του ιδρώτα και του φρέσκου γάλατος. Έτσι, μέσα στη σχεδόν μητριαρχικά δομημένη οικογένεια της, χαίρει του σεβασμού και της αγάπης των γιων και του συζύγου της, ο οποίος αναγνωρίζει σε αυτήν ηγετικές ικανότητες και αρετές, οι οποίες μάλιστα αναδεικνύονται ακόμα περισσότερο μέσα από την παρουσίαση ενός ασπρόμαυρου side story που αφορά τη γνωριμία και τον έρωτά τους. Με αυτό το τρόπο, η Ελένη, αναδεικνύεται σε κεντρική ηρωίδα του τεύχους, κερδίζοντας όχι μόνο τη συμπάθεια του αναγνώστη, αλλά και το θαυμασμό, αφού πρόκειται για μια ηρωίδα ατρόμητη, θαρραλέα και εφευρετική. Παράλληλα, η μητρική αγάπη και ο έρωτας γίνονται οι άξονες γύρω από τους οποίους διαμορφώνεται η προσωπικότητα και των δύο ηρωίδων, κάτι που μου άρεσε πάρα πολύ σαν δομικό στοιχείο του τεύχους «2. Ελένη». Πράγματι, στο χώρο της ηρωικής φαντασίας είναι πολύ συχνό φαινόμενο ο παραγκωνισμός γυναικείων χαρακτηριστικών, όπως παραδείγματος χάριν είναι η μητρότητα, ή η τροπή τους σε αδυναμίες ή δευτερεύουσας σημασίας side stories, που λειτουργούν μηχανικά με σκοπό την πρόκληση συγκίνησης. Άλλες φορές, μάλιστα, θεωρείται ότι τέτοιου είδους στοιχεία χαλούν τη δημιουργία μιας καλής περιπέτειας ή του επιθυμητού bromance. O Θανάσης Καραμπάλιος, λοιπόν, καταρρίπτει και αυτό το στερεότυπο και μας κάνει να ανυπομονούμε για το επόμενο τεύχος του «1800», αφού φαίνεται ότι η σειρά έχει να δώσει ακόμα περισσότερα στο μέλλον.