Tο Emerald City όπως έχουμε ήδη πει απέτυχε να συνδεθεί με το κοινό και να καταφέρει να πετύχει, σε πρώτη φάση να συνεχίσει την ιδιαίτερη ιστορία του και σε δεύτερη να γίνει μια δυναμική επικαιροποίηση του αγέραστου μύθου του Μάγου του Οζ, όπως μας τον παρουσίασε τα βιβλία του ο L. Frank Baum. Κοιτώντας το, ολοκληρωμένο πια, μπορούμε εύκολα, να καταλάβουμε το γιατί κόπηκε.
Ωστόσο, το Emerald City ήταν μια πολύ φιλόδοξη παραγωγή, η οποία ήθελε να προσγειώσει έναν κόσμο γνωστό για τον σουρεαλισμό και την παιδική του γοητεία, στον μαγικό ρεαλισμό της σημερινής τηλεόρασης. Σε αυτό το κομμάτι δεν ήταν χωρίς επιτυχία, τουλάχιστον μερική. Η σειρά άφησε πίσω της τους εφήβους και κοίταξε προς τους ενήλικες, δίνοντας τον ρόλο της Dorothy σε μια ανεξάρτητη, δυναμική και έγχρωμη γυναίκα, αντί για το στερεοτυπικό λευκό και αβοήθητο κορίτσι. Αλλά και το υπόλοιπο cast ήταν έτσι διαμοιρασμένοι ώστε οι παραδοσιακοί ρόλοι του Σκιάχτρου, του Τενεκεδένιου και του Λιονταριού και να εξερευνήσουν τα βάθη και τις δυνατότητες των ρόλων και των δομών τους όσο το δυνατόν περισσότερο, και, σε μεγάλο βαθμός, ειδικά στους δύο πρώτους, αυτό το κατάφεραν.
Το σκιάχτρο του Oliver Jackson-Cohen(Faster) ήταν ουσιαστικά ένας τραυματισμένος στρατιώτης, εγκλωβισμένος μεταξύ δύο κόσμων, ενώ ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο Τενεκεδένιος του Gerran Howell (Queen & Country). Ο ηθοποιός μας ταξίδεψε σε όλη την διαδρομή ενός ανθρώπου χωρίς καρδιά (κυριολεκτικά) και μας έδειξε την μετατροπή του από κλέφτη σε αντικείμενο και από εκεί σε πολεμιστή, με όλα τα σκαμπανεβάσματα, τις ανατροπές και τον πόνο, σωματικό και ψυχολογικό.
Ταυτόχρονα όμως, η σημαντικότερη λειτουργία της σειράς ήταν η επαναδημιουργία του Οζ όχι σαν ένα μαγικό βασίλειο του θρύλου, ή μια σαγηνευτική σκιά παραμυθένιου τρόμου, αλλά σαν ένα οριακά αστικό και δυστοπικό μέρος, όπου κυριαρχεί η ακραία αστυνόμευση, η ποινικοποίηση των ιδεών στο όνομα μιας ακραίας λατρείας της επιστήμης, ο σκοπός της οποίας όμως είναι η διατήρηση και ο έλεγχος. Ο μάγος του Vincent D’Onofrio (Daredevil, Magnificent 7) θυμίζει σε αυτό το σημείο τον Καγγελάριο Adam Susan από το V for Vendetta, που η πραγματική του αγάπη ήταν το μηχάνημα FATE.
Τα αντίμαχα στρατόπεδα στην σκληρή επιστημονιολάγμα επιτήρηση του Μάγου απέχουν από το να χαρακτηριστούν δημοκρατικά. Από την μία είναι η σκοταδιστική θρησκεία των μαγισσών και από την άλλη απρόσωπο και, εν τέλει, απάνθρωπο βασίλειο του Ev. Aπό την μία βρίσκεται ένας αυστηρά ιεραρχούμενος κόσμος του παρελθόντος, γεμάτος οξύμωρες αντιθέσεις, ένα μέρος όπου όπου ο ηδονισμός, στο πρόσωπο της Ana Ularu (Ιnferno) συνυπάρχει με την άρνηση του σώματος, την οποία εκπροσωπεί η Joely Richardson (Νip/ Tuck).Aπό την άλλη ένα γκρίζο τοπία στο οποίο κυριαρχούν τα γρανάζια, οι μηχανές και η πυρίτιδα, που έρχεται στην ζωή τόσο σκηνογραφικά, όσο και συμβολικά, στο ρομποτικό, κρυμμένο πρόσωπο της Stefanie Martini (Doctor Thorne). Μέσα σε αυτό το πλέγμα διαμάχης για την κεντρική εξουσία, ο μέσος άνθρωπος δεν υπάρχει πουθενά, κανένας νικητής δεν φέρνει ελπίδα για το μέλλον. Είναι η περίπτωση ενός κόσμου που βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής και ανυπομονεί να κάνει το επόμενο βήμα.
Ο χαρακτήρας του μάγου, μέσα από την υπερβολική μανιέρα του D’Onofrio, αποτελεί εξαιρετικό δείγμα αυτού του κόσμου: Μανιακός με την εξουσία, βίαιος και φοβισμένος, καταφεύγει στην τρομοκρατία, στο ψέμμα και την άκρατη βία για να καταφέρει να κρατηθεί στην εξουσία, ωστόσο κάθε του βήμα είναι έωλο, κάθε του κίνηση αποκαλύπτει όσο και περισσότερο πόσο σαθρό είναι το πολιτικό οικοδόμημα που έχτισε.
Ένα άλλο πολύ δυνατό σημεία της σειράς είναι η αντιμετώπιση του θέματος του φύλου. Ειδικότερο το arc της Jordan Loughran (The Infiltrator) επικεντρώνεται στην ιστορία ενός αγοριού που ξυπνά σε ένα γυναίκειο σώμα. Η εσωτερική διαμάχη που προκαλεί μια τέτοια συνειδητοποίηση θυμίζει, αμυδρά καθώς η έννοια της μαγείας εδώ αφαιρεί το χρονικό πλαίσιο που είναι απαραίτητο για μια πλήρη ενδοσκόπηση, την κατάσταση στην οποία βρίσκονται πολλά trans άτομα που προσπαθούν να κατανοήσουν και να αποδεχθούν την διαφορετικότητα τους, ωστόσο η εσωτερικευμένη πίεση και κοινωνική επιταγή του κανονικού τους εμποδίζει.
Ωστόσο η σειρά φαίνεται πως ενδιαφέρθηκε περισσότερο για το μακροπρόσθεσμο αποτέλεσμα, παρά για το να παράξει μια ουσιαστική κεντρική ιστορία. Ο αργός και δίχως συνοχή ρυθμός της δυσκόλευε τον θεατή να παρακολουθήσει τις αλληλοδιαπλεκόμενες ιστορίες, ενώ η άνευρη, στρωτή σκηνοθεσία από τον επίφοβο Tarsem Singh (The Cell, Immortals) δεν έδινε ούτε μια οπτική ευχαρίστηση. Η χειρότερη επιλογή όμως ήταν η Adria Arjona (True Detective) για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς σε κανένα από τα 10 επεισόδια της σειράς δεν κάνει κάποια προσπάθεια να εξελιχθεί ως χαρακτήρας, σεναριακά ή ερμηνευτικά. Παραμένει όπως στην αρχή, να τρεκλίζει ανάμεσα στα δέντρα, με ένα χαμένο ύφος στο πρόσωπο της και αφήνεται να ακολουθεί τον έναν χαρακτήρα μετά τον άλλο, στερώντας από το έργο την δυναμική ηρωίδα που θα θέλαμε, όσο και αν προσπαθούν οι υπόλοιποι γυναίκειοι χαρακτήρες να καλύψουν το κενό.
Bλέποντας το ολοκληρωμένο, το Emerald City ήταν μια παραγωγή που δεν άντεξε τα προβλήματα που είχε, τεχνικά και σεναριακά. Οι καλές του ιδέες θάφτηκαν στο παρασκήνιο, ωστόσο υπάρχουν πράγματα που ίσως άξιζαν μια επιλεκτική θεάση για κάποιον με μεγαλύτερη υπομονή.