Eίναι δύσκολο να μιλήσει κανείς ανεπηρέαστα για το Avengers: Εndgame γιατί ουσιαστικά δεν είναι μια απλή ταινία. Είναι η κορύφωση ενός ταξιδιού 10 χρόνων, από τη πρώτη φορά που στο Iron Man του 2008 εμφανίστηκε η μυστηριώδης φιγούρα του Nick Fury εμφανίστηκε για να πει κάτι το Avengers Initiative, μέχρι όλο το κυνήγι για τα Infinity Stones.
Όλη αυτή την πορεία οι αδερφοί Russo (Captain America:Winter Soldier, Avengers: Infinity War) την κατανόησαν και προσπάθησαν να την τιμήσουν στις 3 ώρες της ταινίας, που κυλούν σαν νερό, δημιουργώντας επί της ουσίας δύο ταινίες. Μία που κοιτά πίσω, σε διάφορα σημεία του MCU και δίνει στους ήρωες (αλλά περισσότερο στο κοινό) την ευκαιρία να πουν αντίο και ένα δυνατό φινάλε, όπου the gloves are off, και μας μερικές από τις πιο επικές στιγμές στην ιστορία του υπερηρωικού κινηματογράφου, αλλά και γενικά, κάνουν την εμφάνιση τους.
Έτσι κλείνει ένα κεφάλαιο στην ίδια την ιστορία διασυνδεόμενης αφήγησης την οποία επιχείρησε το MCU.
Το Εndgame βάζει ως βασικό του δάσκαλο μεγαθήρια όπως η κλασική τριλογία Star Wars και το Lord of the Rings, εστιάζοντας πάρα πολύ όχι μόνο στα μεσσιανικά τους χαρακτηριστικά, αλλά και στο πως δομούν μια ιστορία ανατροπών και έπειτα ανατροπής αυτών των ανατροπών στο κινηματογραφικό πανί. Στο πως ουσιαστικά λες αντίο. Εάν βάλει κανείς και την εμπειρία των κόμικ, δημιουργείται μια τεράστια δεξαμενή κοινών εμπειριών, την οποία το δημιουργικό δίδυμο οριακά χρησιμοποιεί ολόκληρη.
Τα πρώτα λεπτά του Endgame μεταφέρουν αυτή την τρομακτική νηνεμία που είχε φέρει το τέλος του Infinity, όταν οι άνεμοι φυσούν και παρασέρνουν τις στάχτες των νεκρών ηρώων. Το πρώτο μέρος μας δίνει μια πολύ σκληρή εικόνα της ζωής όσων απέμειναν μετά τον Thanos τονίζοντας το τραύμα, κάτι που η ίδια η έννοια του υπερήρωα έχει μέσα της: την απώλεια αγαπημένων προσώπων που τους εξωθεί στα άκρα και σε κάποια μορφή αντίδρασης. Εδώ, κάποιοι πέφτουν σε έναν ακραίο, Punisher– ικό vigilantισμό, άλλοι σε μια θλιβερή business as usual λογική, ενώ τέλος , λίγοι, σε μια απόπειρα αποδοχής της.
Όμως ο υπερήρωρας ως έννοια δεν είναι ιδιαίτερα καλός στην αποδοχή: προσπαθεί να αλλάξει αυτό που δεν αλλάζει και η μαγεία τέτοιων ιστοριών είναι προσφέρει τρόπους που αυτό μπορεί να γίνει.. .
Το χρονικό άλμα προς το εμπρός που γίνεται, πριν το άλμα προς τα πίσω, επιτρέπει στις παλιές καραβάνες του MCU να δώσουν στους χαρακτήρες που παίζουν μια νέα πνοή, είτε είναι (αύτο)σαρκαστικής έμπνευσης είτε όντως διαδικασία ωρίμανσης του χαρακτήρα ως ήρωα και, πιο βασικού, ως ανθρώπου. Αυτό αποτέλεσε ούτως η άλλως μια τεράστια ευκαιρία για χαρακτήρες όπως ο Tony Stark (ΑΚΑ Robert Downey Jr, αλήθεια, υπάρχει κάποια διαφορά πλέον;), ο Chris Evans (Gifted, Snowpiercer) και ο Chris Heimworth (Rush, Ghostbusters) που είχαν παίξει τους χαρακτήρες με κάθε τρόπο που μπορούσαν. Παράλληλα οι Russo δίνουν έτσι χρόνο και στους ίδιους να θρηνήσουν, να δημιουργήσουν το πνιγηρό αίσθημα του Snap προκειμένου η αποφόρτιση του επόμενου κομματιού να λειτουργήσει πιο οργανικά. Κομβικός για μια τέτοια στιγμή είναι ο υποτιμημένος Ant-man που παρουσιάζει μια τέτοια λύση.
Και έτσι μπαίνει σε τροχιά το πρώτο μισό της ταινίας, παίρνοντας ουσιαστικά ιδέες, αστεία και διάφορα άλλα από όλο τον σκελετό του MCU και δίνει την ευκαιρία σε παλιές και οριακά ξεχασμένες μορφές να επιστρέψουν, να πουν αντίο ή να δώσουν συμβουλές. Αυτό το κομμάτι της ταινίας είναι ίσως και το πιο αδύνατο. Όχι μόνο η λογική του καταργεί πολλές συμβάσεις που το κοινό είχε αποδεχτεί για την πορεία των ταινιών, αλλά και ο ίδιος ο σκελετός του ήταν γεμάτος από comic reliefs, gags και φάρσες που πολλές φορές ένιωθαν βεβιασμένα ή τραβηγμένα. Παράλληλα οι pop culture αναφορές, ένα ακόμα κλισέ για τέτοιες ταινίες, γίνονται σε καταιγιστικό βαθμό.
Στο κομμάτι της αφήγησης, συμβολικά και κυριολεκτικά οι Avengers γίνονται δρώντα υποκείμενα και όχι αντιδρώντα, όπως στο Infinity, όπου την πρωτοβουλία των κινήσεων την είχε ο Thanos, πρακτικά και ιδεολογικά. Ήταν ο Mad Titan που έφερε μια ακραία νεοφιλελεύθερη λογική, αυτός που μπόρεσε να δει το τέλος του (μισού σύμπαντος) αλλά όχι του τρόπου παραγωγής που ευνοεί λίγους και δημιουργεί καταπίεση. Οι Avengers είχαν παρουσιαστεί ως παραδοσιακοί προστάτες της λογικής του status quo, που όταν απειλείται από έναν εξωτερικό εχθρό είναι πιο εύκολο να δικαιολογηθεί η προστασία του.
Στο Endame οι Avengers παίρνουν τον πρώτο λόγο, ενώ ο Thanos υποχωρεί, προσφέροντας μόνο μια φυσική, βίαιη παρουσία που πρέπει να ξεπεραστεί και όχι έναν πολιτικό αντίλογο, κάτι που θα έβγαινε έξω από τα όρια που η ταινία είχε θέσει για τον εαυτό της ήδη πριν βγει στις αίθουσες. Τα όρια αυτά δεν ξεπερνούνται στο κομμάτι της ανάγνωσης, αλλά φτάνουν στα λογικά τους άκρα. Το ίδιο το Endgame είναι άλλωστε μια τέτοια ταινία: που παίρνει πολλά πράγματα, πρόσωπα, κατευθύνσεις και χρόνους, τα φτάνει στα άκρα τους και μας τα παραδίδει πίσω χωρίς ουσιαστικά να προκαλεί. Μια ταινία ξεσπάσματος, η οποία όμως μας γυρίζει πίσω πιο ήρεμους.
Στο δεύτερο κομμάτι τα αστεία υποχωρούν, τα γάντια βγαίνουν και οι (συναισθηματικές) γροθιές παίρνουν τον πρώτο λόγο. Η δράση που προσφέρει το υπερεπικό φινάλε δεν είναι η καλά χορογραφημένη, με spotmanlike χάρη του Infinity. Δεν υπάρχει σχέδιο, μόνο οργή. Όταν οι χαρακτήρες παίρνουν τη σκηνή και τα όπλα για τη ζωή τους έχουμε μερικές από τις πιο όμορφα σκηνοθετημένες και grande σκηνές μάχης που έχουμε δει. Ορισμένες ξεπήδησαν κατευθείαν από κόμικ και μάλιστα πολύ πιο πρόσφατα από ότι θα περίμενε κάποιος, μόλις λίγων χρόνων.
Αυτές οι σκηνές, που κοιτούν τον ορισμό του fanservice και τον ξεπερνούν στην επικούρα, είναι γεμάτες ψυχή και συναίσθημα. Μπορεί το πρώτο κομμάτι να ήταν by the book, όμως η αγάπη των Russo για όλο το οικοδόμημα της Marvel, με τα στραβά του, τους αυτόματους πιλότους του και τα κλισέ, τους εφοδιάζει με όλα τα εργαλεία για να το γιορτάσουν όπως του πρέπει: σαν μια εμπειρία που άλλαξε τον κινηματογράφο και θα κάνει και (όλο) το κοινό να γελάσει, να κλάψει και να νιώσει ψυχωμένος όσο δε πάει.
Γενικά, μέσα από την αλληλεγγύη των χαρακτήρων σε αυτές τις larger-than-life στιγμές βλέπουμε και μερικά ψήγματα για το ίδιο το μέλλον του MCU. Τίποτα συγκεκριμένο, απλά κατευθυντήριες για την πορεία του, που ούτως η άλλως έχουμε δει στα κόμικ της Marvel το τελευταίο διάστημα. Ετοιμαζόμαστε λοιπόν για έναν αρκετά γυναικείο πρόσωπο με ναυαρχίδα τη διαστημική Captain Marvel και μια πολύ πιο ανοικτή, στο κομμάτι των δικαιωμάτων και του identity στα καθ’ημών εγκόσμια.
Ναι, το Infinity ήταν μια ταινία που προκαλούσε το υπερηρωικό είδος να αλλάξει, ενώ το Endgame πάει την παλιά φόρμα στα λογικά της όρια, σαν βόμβα συναισθηματικής υπερβολής. Μετά το Endgame τι άλλο θα μπορούσε να μας συγκινήσει;
Kάποιος μπορεί να το δει απλά σαν μία ταινία, με λάθη, plot holes και παραλείψεις που σίγουρα υπάρχουν. Όμως για ένα πολύ μεγάλο μέρος του κοινού δεν είναι απλά μία ταινία. Μέρος του ταξιδιού είναι και το τέλος. Και αυτό ήταν, για τη βιομηχανία έτσι όπως είναι τώρα στημένη, ένα τέλος που έκλεισε όλες τις απορίες, όλα τα κουτάκια και ταυτόχρονα άνοιξε τον δρόμο για άλλα. Δηλαδή ένα τέλος που ταιριάζει σε κάθε υπερηρωικό ταξίδι. Μέχρι να ξεκινήσει ξανά.