Στο πλαίσιο του αφιερώματός μας «Σοβιετική Επιστημονική Φαντασία», θα μιλήσουμε και για το Solaris (1972). Η ταινία αυτή είναι αναγκαίος σταθμός όταν μιλάμε για την επιστημονική φαντασία. Όχι επειδή είναι αριστούργημα ή επειδή είναι μία από τις εφτά ταινίες που κάνουν τον Αντρέι Ταρκόφσκι έναν από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Εκτός από όλα αυτά, το Solaris είναι και μια ταινία για την επιστημονική φαντασία. Η σκέψη του Ταρκόφσκι που έβλεπε το είδος (genre) ως έναν περιορισμό που έπρεπε να νικήσει και η όλη συζήτηση για το κατά πόσο μεταφέρθηκε σωστά το μυθιστόρημα στο οποίο είναι βασισμένη η ταινία, την καθιστούν σταθμό στην πορεία της κινηματογραφικής επιστημονικής φαντασίας, ένα σημείο στο οποίο μπορούμε να σταθούμε, για να κοιτάξουμε αυτό το είδος πιο προσεκτικά.
Να πούμε σύντομα πως το Solaris κυκλοφόρησε το 1972 βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Στανισλαβ Λεμ και δεν ικανοποίησε ούτε τον σκηνοθέτη ούτε τον συγγραφέα του βιβλίου, για τους λόγους που θα δούμε στη συνέχεια. Αγαπήθηκε όμως και από τους κριτικούς και από το κοινό. Βραβεύτηκε στις Κάννες και αποτελεί πάντα ένα από τα αριστουργήματα της 7ης τέχνης που δεν πρέπει να μας ξεφεύγουν. Παρουσιάζει την επίσκεψη ενός ψυχολόγου, τους Κρις Κέλβιν (Ντονάτας Μπανιόνις), στον διαστημικό σταθμό που βρίσκεται σε τροχιά γύρω από τον πλανήτη Solaris μελετώντας τον. Η μελέτη του πλανήτη, που κρατάει τα μυστικά του, φαίνεται όλο και πιο επικίνδυνη για το προσωπικό του διαστημικού σταθμού και οι συνάδελφοί τους στη Γη αποφασίζουν να τερματίσουν τις έρευνες. Γι αυτό ο Κρις επισκέπτεται το σταθμό, όπου θα διαπιστώσει τι ακριβώς συμβαίνει. Ο Solaris επικοινωνεί με τον ψυχικό κόσμο των επιστημόνων που τον μελετούν και του δίνει μορφή. Αυτό για τον Κρις σημαίνει πως θα εμφανιστεί μπροστά του η γυναίκα του που αυτοκτόνησε μετά τον χωρισμό τους πριν 10 χρόνια. Η Χάρη (Ναταλία Μπονταρτσούκ) και όλοι οι «επισκέπτες» που έχουν βρεθεί στον σταθμό είναι… κάτι που δεν μπορεί να προσδιοριστεί από τους επιστήμονες. Ωστόσο η Χάρη σταδιακά γίνεται άνθρωπος… Ας σημειώσουμε εδώ πώς αντάξιες της σκηνοθεσίας του Ταρκόφσκι είναι και οι πολύ δυνατές ερμηνείες.
Όταν κυκλοφόρησε η ταινία, διαφημίστηκε (δείτε εδώ αφίσες της ταινίας) ως η απάντηση στο 2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος (2001: Space Odyssey) του Κιούμπρικ (πράγμα που δεν συμφωνούσε με το πνεύμα του Ταρκόφσκι), αλλά ήταν η απάντηση σε πολύ περισσότερα. Το μεγάλο ερώτημα για τον Ταρκόφκσι ήταν βέβαια ο άνθρωπος, η συνείδηση και τα συναισθήματά του. Τι από όσα αντιλαμβανόμαστε είναι πραγματικό και τι όχι; Κι αν αυτό που βλέπουμε δεν είναι πραγματικό, υπάρχει; Πόσο σημαντικό είναι για εμάς; Τι αγαπάμε και γιατί; Θα λέγαμε πως ως ερώτημα που ζητά απαντήσεις αντιμετωπίστηκε και η επιστήμη και συνεπώς η ίδια η επιστημονική φαντασία. Ποια είναι η αξία της επιστήμης για τον άνθρωπο; Ή για να το πούμε διαφορετικά, το Solaris μελετά την επιστήμη και την φαντασία, δηλαδή την επιστήμη και την τέχνη ή την επιστήμη και τον άνθρωπο και το πώς συναντιούνται. Το «Auteur in Space» του Kogonada εκφράζει αναλυτικότερα αυτή την άποψη:
Έτσι έχουμε μια ταινία, για την οποία θα μπορούσαμε να πούμε και ότι είναι μία από τις καλύτερες ταινίες επιστημονικής φαντασίας και ότι δεν ανήκει καν σε αυτό το είδος. Πολύ ταρκοφσκικό αυτό. Για τον Ταρκόφσκι το είδος είναι «ψυχρό όπως ο τάφος». Το συγκεκριμένο είδος, η επιστημονική φαντασία, δεν του άρεσε κι όλας. Δεν του άρεσαν «όλα αυτά τα παιχνίδια με την τεχνολογία, τα διάφορα μελλοντολογικά τρικ και τις εφευρέσεις που είναι πάντα κάπως τεχνητές». «Ψεύτικο» χαρακτήρισε και το 2001:Η Οδύσσεια του διαστήματος αδυνατώντας να καταλάβει την επιθυμία του Κιούμπρικ και άλλων σκηνοθετών να προβλέψουν το μέλλον με τα «προφητικά» τους έργα. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν πάντα ο άνθρωπος και, όπως έχει εξηγήσει, το θέμα του Solaris ήταν το ίδιο με αυτό της προηγούμενης ταινίας του, «Αντρέι Ρουμπλιόφ». Ο λόγος που ο Ταρκόφσκι θέλησε να μεταφέρει το μυθιστόρημα του Λεμ στον κινηματογράφο δεν ήταν το ενδιαφέρον του για την επιστημονική φαντασία αλλά τον ενδιαφέρον του για τα ηθικά ζητήματα που έθετε το συγκεκριμένο έργο. Και είναι φανερό πως δεν θέλησε να καταπιαστεί με αυτά τα «παιχνίδια» που συναντάμε σε άλλες ταινίες του είδους και τα οποία από τη μία θα έμοιαζαν «ψεύτικα» και από την άλλη θα πάλιωναν σύντομα σαμποτάροντας τη διαχρονική αξία της ταινίας του. Προτίμησε να εστιάσει στους ανθρώπους και τις ιστορίες τους. Ό,τι πιο «επιστημονικό» είδαμε, η εκτόξευση του πυραύλου και ειδικά η έλλειψη της βαρύτητας, ήταν μια υπογράμμιση συναισθημάτων. Και τελικά τα πιο χαρακτηριστικά λόγια που ακούστηκαν στην ταινία είναι η αμφισβήτηση των στόχων της επιστήμης και θα λέγαμε και της επιστημονικής φαντασίας από έναν από τους κοσμοναύτες, τον Σνάουτ (Jüri Järvet): «Δε θέλουμε να κατακτήσουμε κόσμους. Θέλουμε να επεκτείνουμε τη γη. Δε θέλουμε άλλους κόσμους. Μόνο έναν καθρέφτη να βλέπουμε τον δικό μας.»
Οι επιλογές του Ταρκόφσκι δεν άρεσαν καθόλου στον Λεμ. Δεν είδε το Solaris του σε αυτή την ταινία αλλά το… Έγκλημα και Τιμωρία. Κατηγόρησε τον Ταρκόφσκι ότι υποτίμησε τα γνωστικά και επιστημολογικά ζητήματα που ήταν κομβικής σημασίας στο μυθιστόρημά του και την αναζήτηση της θέσης του ανθρώπου στο Σύμπαν (θέμα που πραγματεύεται και στο μυθιστόρημα Ανίκητος που πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά) και ότι έριξε όλο το βάρος στην προσωπική ιστορία του πρωταγωνιστή παρουσιάζοντας ακόμα και τους γονείς του στη Γη, στοιχείο που δεν υπήρχε στο μυθιστόρημα.
Όσο κι αν αγανακτεί ο Λεμ βλέποντας την ταινία να απομακρύνεται από την επιστημονική φαντασία, ο σκηνοθέτης δεν έφτασε εκεί που ήθελε: «Το Solaris είναι τελικά η λιγότερο επιτυχημένη από τις ταινίες μου, γιατί δεν κατάφερα να αποφύγω στοιχεία της επιστημονικής φαντασίας.» Δεν κατάφερε να αλλοιώσει το είδος με τον τρόπο που ήθελε.
Δε θα πούμε πως τα γυαλιστερά «παιχνίδια» που δεν άρεσαν στον Ταρκόφσκι δεν αρέσουν ούτε σε εμάς. Η προσπάθεια των καλλιτεχνών να φανταστούν το μέλλον και την εξέλιξη της τεχνολογίας είναι ενδιαφέρουσα και γοητευτική, ακόμα κι όταν η προσπάθειά τους να τα αποδώσουν όλα αυτά κάποια στιγμή παλιώνει. Ωστόσο ηχούν ακόμα στα αυτιά μας τα λόγια του Σνάουτ, όταν λέει πώς αυτό που χρειαζόμαστε ή τελικά αυτό που έχουμε είναι απλά ένας καθρέφτης. Αυτά είναι λόγια του Λεμ, που τα κράτησε ο Ταρκόφκσι αν και μάλλον δεν έχουν τον ίδιο ρόλο στο βιβλίο και στην ταινία. Η αδυναμία μας να κατανοήσουμε τον καινούριο κόσμο είναι συνεχώς μπροστά μας. Μπορεί να είναι θέμα ναρκισσισμού, θέμα δυνατοτήτων ή ακόμα και θέμα αναγκών. Ο Ταρκόφσκι, λοιπόν, λέει ότι είναι θέμα αναγκών. Δεν συμφωνούμε απόλυτα με αυτό αλλά είναι μια απάντηση στο μεγάλο ερώτημα και μια σημαντική στιγμή στην ιστορία του είδους.
Ο Ταρκόφσκι επέλεξε να δείξει στον θεατή τα όρια της επιστήμης αλλά και της επιστημονικής φαντασίας. Δεν τα βάζει μόνο με τα φανταχτερά τρικ αλλά συνολικά με το πού κοιτάζει η επιστημονική φαντασία. Δε θα έπρεπε, μας λέει, να κοιτάζει προς τα έξω (όπως ας πούμε κάνει το 2001:H Οδύσσεια του διαστήματος) αλλά προς τα μέσα αποτελώντας τον καθρέφτη που χρειαζόμαστε. Σε ένα έργο που παρουσιάζει τους κοσμοναύτες να μελετάνε έναν πλανήτη που δεν μπορούν να κατανοήσουν, τελικά μελετάμε τον άνθρωπο και τα όριά του, τα οποία δε θα ξεπεραστούν, γιατί ο άνθρωπος και όχι η επιστήμη είναι το κέντρο του ταρκοφσκικού σύμπαντος.
Αυτό που ίσως χάνει ή υποτιμά ο Ταρκόφσκι με αυτή την προσέγγιση είναι το στοιχείο της ουτοπίας, το οποίο μας είναι εξίσου αναγκαίο. Αν πούμε ότι αυτό που αναζητάμε αλλά και που μπορούμε να βρούμε είναι μόνο καθρέφτες, τα όριά μας θεωρούνται φυσικά και αναμφισβήτητα και το κυνήγι της γνώσης και της ουτοπίας είναι μάταιο.
Ακολουθούν σύνδεσμοι για τα άλλα κείμενα του αφιερώματος στη Σοβιετική Επιστημονική Φαντασία: