Ο Κόσμος των Βαμπίρ (πρωτότυπος τίτλος Vampyrrhic) είναι ένα από τα πιο γνωστά βιβλία του συγγραφέα τρόμου, Σάιμον Κλαρκ. Κυκλοφόρησε το 1998 και έκτοτε έχει βγει ένα σίκουελ (Vampyrrhic Rites) καθώς και αρκετά ακόμα βιβλία του ίδιου συγγραφέα που κινούνται στο ίδιο μοτίβο. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 2020 μία νέα έκδοση από τις εκδόσεις Οξύ.
Η πλοκή του βιβλίου εξελίσσεται στη μικρή επαρχιακή πόλη Λέπινγκτον. Ο πρωταγωνιστής, Ντέιβιντ Λέπινγκτον ανήκει στην οικογένεια που έδωσε στην πόλη το όνομα της και για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες επιστρέφει στον τόπο καταγωγής του. Η επιστροφή του θέτει σε κίνηση εξελίξεις που αποκαλύπτουν το μυστικό που μένει κρυμμένο κάτω από την πόλη. Τα βαμπίρ, που για αιώνες ζούσαν σε υπόγειους διαδρόμους και σπηλιές, αναζητούν τρόπους να βγουν στην επιφάνεια. Ο Ντέιβιντ συγκεντρώνει γύρω του μία ετερόκλιτη ομάδα που προσπαθούν να καταλάβουν τα ανεξήγητα φαινόμενα γύρω από το ξενοδοχείο στο οποίο μένει.
Η συγγραφή ενός ακόμα βιβλίου με βαμπίρ δεν είναι ποτέ κάτι εύκολο. Υπάρχει η απαίτηση για κάτι διαφορετικό που θα προσδώσει σε έναν χιλιοειπωμένο μύθο κάτι νέο και ενδιαφέρον. Ο Κλαρκ αντιγράφει σε ένα βαθμό τον Στίβεν Κινγκ και συγκεκριμένα το Σάλεμς Λοτ και εστιάζει στο σκηνικό της μικρής –αγγλικής σε αυτή την περίπτωση– πόλης, τις σχέσεις μεταξύ των κατοίκων και την ιστορία της. Εκεί όμως που πρωτοτυπεί Ο κόσμος των βαμπίρ είναι στην καταγωγή των αποκρουστικών τεράτων. Αντλεί από την παγανιστική παράδοσης της αγγλικής επαρχίας και τη σύγκρουση με τους πρώτους χριστιανούς ιερείς και ηγεμόνες. Τα βαμπίρ είναι ένα κατάλοιπο της μαγείας που δεν εξαλείφτηκε από την επικράτηση του χριστιανισμού, ένας δεσμός με θρησκευτικά και πολιτισμικά συστήματα του παρελθόντος. Εκεί που οι νέες θρησκείες απέτυχαν, έρχεται η σειρά του Ντείβιντ Λέπινγκτον να προσπαθήσει, εφαρμόζοντας τον ορθολογισμό και τις επιστημονικές γνώσεις του ως γιατρός προκειμένου να αμφισβητήσει με λογικό τρόπο την ύπαρξη των βαμπίρ. Αυτή η ανημπόρια της ορθής λογικής μπροστά στο μεταφυσικό και το υπερβατικό στοιχείο διαπερνούν όλο το βιβλίο και είναι από τα καλύτερα στοιχεία του.
Βέβαια, δεν είναι επιτυχημένες όλες οι επιλογές του συγγραφέα. Η προσπάθεια να προ-οικονομηθούν οι πιο δραματικές στιγμές του βιβλίου μέσα από τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών δεν καταφέρνει πάντα το σκοπό της. Επιπλέον, ο Κλαρκ δεν αποφεύγει πάντα τα κλισέ στη γραφή του με ό,τι προβλήματα αυτά συνεπάγονται. Για παράδειγμα, η φιγούρα της γυναίκας «ελαφρών ηθών» που τιμωρείται για τις επιλογές της με ένα βίαιο θάνατο σχετικά νωρίς στην εξέλιξη της πλοκής, πέρα από σεξιστική είναι και ξεπερασμένη στο σημερινό είδος τρόμου, είτε μιλάμε για βιβλία είτε για ταινίες.
Όμως τα παραπάνω δεν αναιρούν τα προτερήματα της γραφής του Κλαρκ. Το στυλ του είναι απότομο, κοφτό και λιτό. Οι περιγραφές είναι περιορισμένες και πάντα επιλεγμένες σε συνδυασμό με κάποιο κομβικό σημείο της πλοκής. Εστιάζει ιδιαίτερα στον αποκρουστικό χαρακτήρα των βαμπίρ — όπως έχει πει και ο ίδιος ο συγγραφέας, ήθελε να επαναφέρει αυτό το θέμα στις πιο αποκρουστικές ρίζες του και να απομακρυνθεί από την εικόνα του γοητευτικού, γλυκού βαμπίρ. Η ροή του βιβλίου είναι πολύ καλή και διευκολύνεται από τη συχνή χρήση διαλόγων και την εναλλαγή της εστίασης μεταξύ των τεσσάρων κεντρικών χαρακτήρων. Η ένταση χτίζεται αργά και σταθερά και οι αναγνώστες παρασύρονται από το ρυθμό της γραφής, όπως πρέπει να συμβαίνει με κάθε καλό βιβλίο, ειδικά όταν πρόκειται για έργο της λογοτεχνίας τρόμου. Χωρίς κατάχρηση της δράσης και των gore περιγραφών, η πλοκή φτάνει στην κλιμάκωση και τη λύση, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος.
Οι πρωταγωνιστές μας δεν βγαίνουν ως πανίσχυροι ήρωες του θρύλου από όλη αυτή την περιπέτεια. Βγαίνουν με τραύματα και απώλειες κάθε είδους. Δεν είναι πιο σίγουροι για τη θέση τους στον κόσμο αλλά κλονισμένοι · όλα όσα (νόμιζαν ότι) ήξεραν, δεν τους προστάτευσαν από τη φρίκη.