Αν είναι να υποθέσουμε ότι υπάρχει μία βασική σταθερά στις κοινότητες της pop κουλτούρας τότε αυτή μάλλον είναι η εξής: το υπερηρωικό είδος είναι κάτι που δημιουργήθηκε και ανήκει στα κόμικς. Αν και το συγκεκριμένο είδος τα τελευταία χρόνια κατάφερνε να αποδράσει κάπως από τη χάρτινη υπόστασή του, και να εισχωρήσει και σε άλλες μορφές ψυχαγωγίας όπως ο κινηματογράφος, θεσπίζοντας άλλωστε και το υπερηρωικό είδος, αλλά και τα βιντεοπαιχνίδια, οι υπερήρωες πάντα θα μοιάζουν σαν κάτι το οποίο ουσιαστικά απασχολεί πρώτα και κύρια τα ίδια τα κόμικ.
Τα αχανή world-buildings, η συνύπαρξη απλών ανθρώπων με υπερφυσικά alter egos και αλλόκοσμες υπάρξεις, η αιώνια διαμάχη καλού και κακού αλλά και η αέναη επανάληψη αρχετυπικών χαρακτήρων και ιστοριών, δεν μπορεί παρά να μας οδηγεί στο συμπέρασμα – σημειολογικά τουλάχιστον – ότι οι υπερήρωες αποτελούν τη μυθολογία του σύγχρονου ανθρώπου. Ακόμα και κάποιος που δεν έχει διαβάσει ούτε ένα κόμικ ή δεν έχει δει ούτε μία υπερηρωική ταινία στη ζωή του, μπορεί να αναγνωρίσει χαρακτήρες σαν τον Superman, τον Batman και τον Spider-man. Βέβαια η βασική διαφορά που θα συναντήσει σε αυτό το δίπολο είναι ότι ενώ η μυθολογία δημιουργήθηκε σε έναν πρώτο βαθμό για να εξηγήσει τους ανθρώπινους φόβους και αδυναμίες και σε έναν δεύτερο για να ψυχαγωγήσει και να συναρπάσει, η “υπερήρωική μυθολογία” φτιάχτηκε με αποκλειστικό και μόνο σκοπό την ψυχαγωγία. Ίσως είναι κι αυτός ο λόγος που δεν μπορούμε να τη θεωρούμε ατόφια μυθολογία (όπως και πολλοί άλλοι λόγοι που δε θα αναλύσουμε όμως αυτή τη στιγμή). Κι όμως από την πρώτη εμφάνιση του Superman το 1938 μέχρι και τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, δεν μπορούμε παρά να παραδεχτούμε ότι οι υπερήρωες έχουνε δώσει τα πάντα.
Γι’αυτό εταιρίες όπως η DC και η Marvel καταφεύγουν στις ανελέητες τακτικές των reboots και των elsewords ή το λανσάρισμα νέων brands όπως κινηματογραφικές, ταινίες και σειρές. Γιατί ο μόνος τρόπος για να μην αφήσεις έναν μύθο να πεθάνει (και να είναι και κερδοφόρος μεταξύ άλλων) είναι να συνεχίσεις συνεχώς να τον λες παραλλαγμένα ώστε να μη χάσει το ενδιαφέρον του. Και να που με ούτε καν εκατό χρόνια από την εμφάνιση του πρώτου υπερήρωα το υπερηρωικό είδος μοιάζει να έχει γεράσει πριν την ώρα του. Κι όμως ξαφνικά, σαν από τον πουθενά, έκανε την εμφάνισή του ένα κόμικ το οποίο επειχείρησε να πει τη δικιά του ιστορία με σουπερήρωες πλήρως αποκομμένη από το status quo που κυριάρχουσε μέχρι τώρα στο είδος. Το κατάφερε; Αυτό θα δούμε στη συνέχεια.
Το Invincible κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 2003 μέσω της εκδοτικής Image comics από τον Robert Kirkman (Walking Dead) και τον Cory Walker. Αν και δεν αποτελούσε την πρώτη έκδοση της εκδοτικής πάνω στο είδος καθώς είχε προηγηθεί ήδη το “αιρετικό” Spawn του Todd McFarlane και το Savage Dragon Eric Larsen, αποτέλεσε ίσως τον πιο επιτυχημένο τίτλο της. Η σειρά κράτησε 144 τεύχη και ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 2016 με τον Ryan Ottley (The Amazing Spider-Man) να σχεδιάζει σχεδόν όλα τα τεύχη της σειράς. Από το πρώτο του κιόλας κεφάλαιο, το Invincible υποσχόταν μία διαφορετική υπερηρωική ιστορία από αυτές που είχαμε συνηθίσει.
Η ιστορία ακολουθεί τον Mark Grayson, τον γιο του υπερήρωα Omni-Man. Ο Mark στην αρχή της ιστορίας θαυμάζει τον πατέρα του, αλλά ο ίδιος είναι απλά ένα φυσιολογικό παιδί. Πηγαίνει στο σχολείο, θέλει να μπει στο πανεπιστήμιο, έχει μία δουλειά μερικής απασχόλησης και γενικά ζει τη ζωή του σαν ένα φυσιολογικό παιδί. Μέχρι που μια μέρα ξαφνικά, αποκτάει τις δυνάμεις του. Σύντομα όμως θα συνειδητοποιήσει ότι αυτές οι υπερδυνάμεις θα φέρουν και κάποιες ευθύνες και έτσι στα καλά καθούμενα ο Mark θα βρεθεί αντιμέτωπος με κάποιες τρομακτικές αλλαγές, τις οποίες θα κληθεί να αντιμετωπίσει. Και τότε είναι που ο κόσμος θα αλλάξει ριζικά μπροστά στα μάτια του.
Αυτό που πρέπει να πούμε εξαρχής για το Invincible είναι ότι είναι μία πολύ μεγάλη ιστορία, πράγμα ανήκουστο για τα αμερικανικά τουλάχιστον κόμικς. Συνήθως το ότι οι υπερήρωες αποτελούν προϊόντα και ανήκουν στις εκδοτικές τους και όχι στους ανθρώπους που τους δημιούργησαν έχει σαν αποτέλεσμα να αναλώνονται σε μικρές ιστορίες. οι οποίες ολοκληρώνουν τον κύκλο τους το πολύ σε δώδεκα κεφάλαια. Το Invincible κάτω από το καθεστώς της Image, η οποία δίνει τα δικαιώματα αποκλειστικά στους δημιουργούς, μπορούσε να αποφύγει την εύκολη και πεπατημένη συνταγή των μεγάλων εκδοτικών. Έτσι λοιπόν δημιούργησε μία τεράστια ιστορία η οποία αν και υπερηρωική, θέλησε μεταξύ άλλων να κριτικάρει το υπερηρωικό είδος στο οποίο και η ίδια ανήκε. Τα κατάφερε; Και ναι και όχι.
Και πάμε τώρα στο ίδιο το κόμικ. Όταν ο οποιοσδήποτε αποφασίζει να κάνει μία μεγάλη ιστορία, έρχεται αναπόφευκτα αντιμέτωπος με πολλά προβλήματα τα οποία θα κληθεί να ξεπεράσει. Και φυσικά ο Kirkman δεν μπόρεσε να το αποφύγει αυτό. Παρόλ’ αυτά καταφέρνει σχετικά εύκολα να σπάσει την κομιξική φόρμα δημιουργώντας έναν τεράστιο κόσμο, με μία απέραντη έκταση χαρακτήρων και οντοτήτων. Καταφέρνει ακόμα να κριτικάρει και να αποδομήσει τις κλασσικές φόρμες και τα κλισέ των υπερηρωικών ιστοριών παρουσιάζοντάς μας έναν χαρακτήρα που παρά το όνομά του κάθε άλλο παρά ανίκητος είναι. Η μεγάλη έκταση του Invincible βοηθάει την ιστορία ώστε να καταφέρει αυτό στο οποίο η πλειοψηφία των αμερικανικών κόμικ αποτυγχάνει. Καθώς είναι πλήρως αποκομμένο από το ατέρμονο continuity και τις επιχειρηματικές τακτικές που μαστίζουν το υπερηρωικό κόμικ, η έμφαση δίνεται αποκλειστικά στην ανάπτυξη της ιστορίας και των χαρακτήρων καταλήγοντας σε μία ιστορία η οποία αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος για το είδος. Αγάπη για τις υπερηρωικές ιστορίες και τους χαρακτήρες που μεγάλωσαν γενιές αναγνωστών και μίσος για την ίδια τη βιομηχανία η οποία θυσιάζει τις καλές ιστορίες στον βωμό του εύκολου και γρήγορου κέρδους.
Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι το Invincible κάνει τα πάντα σωστά. Αντιθέτως, στην προσπάθειά του να καυτηρίασει τα αρνητικά στοιχεία της βιομηχανίας, όσο η ιστορία προχωράει θα βρεθεί και το ίδιο να κάνει τα πράγματα τα οποία κατηγορεί. Έτσι λοιπόν σταδιακά αρχίζει να δημιουργεί στοιχεία της ιστορίας τα οποία εξηγούνται σε tie-ins χωρισμένα από την κύρια ιστορία ενώ αρκετά πράγματα μένουν ανεξήγητα σαν να ξεχνιούνται μέχρι και από τον ίδιο τον Kirkman. Η ποιότητα της ιστορία από ένα σημείο και έπειτα αρχίζει να πέφτει ραγδαία, όπως είναι αναμενόμενο να γίνει, όταν μία μορφή τέχνης διαδίδεται σε ένα πιο mainstream κοινό. Σε μία αντίθετη τροχιά ωστόσο φαίνεται να κινείται το σχέδιο του Ryan Ottley. Όντας η πρώτη σειρά του βετεράνου πλέον σχεδιαστή, στα περισσότερα τεύχη της πρώτης περιόδου του κόμικ το σχέδιό του μπορούμε να πούμε ότι είναι από αδιάφορο μέχρι και κακό. Τα φόντα παρουσιάζονται χωρίς πολλές λεπτομέρειες, ενώ υπάρχει και τεράστια απουσία βάθους αλλά και αδιάφοροι χρωματισμοί που δε σώζονται από το κατά τα άλλα καρτουνίστικο στυλ της σειράς. Όσο όμως η σειρά εξελίσσεται – και οι απαιτήσεις γίνονται όλο και περισσότερες – παρατηρούμε ότι ο Ottley εξελίσσεται μαζί της. Είναι πολύ σημαντικό και όμορφο να βλέπεις τη βελτίωση ενός καλλιτέχνη μέσα στην πάροδο των χρόνων και το Invincible είναι μία εξαιρετική απεικόνιση της εξέλιξης του Ottley ως σχεδιαστή. Από ένα σημείο και μετά το σχέδιό του φτάνει σε ένα επίπεδο που δεν μπορείς να πιστέψεις ότι πρόκειται για το ίδιο άτομο που σχεδίασε τα πρώτα κεφάλαια αυτού το κόμικ με όλο και πιο ευφάνταστους χαρακτήρες και λεπτομερέστατες σκηνές δράσης. Ο Ottley είναι ένας εξαιρετικός σχεδιαστής και είναι πραγματικά κρίμα που δε βλέπουμε αυτή την εξαιρετική πτυχή του και στα τωρινά τεύχη του Spider-Man.
Σε ένα γενικότερο πλαίσιο λοιπόν, αν και το Invincible προσπαθεί να γίνει κάτι διαφορετικό, δυστυχώς κάπως χάνεται μέσα σε αυτή την προσπάθεια. Όμως αυτό δεν το κάνει λιγότερο διασκεδαστικό. Αυτό στο οποίο πρέπει να ποντάρει ένας αναγνώστης με το συγκεκριμένο κόμικ είναι η χαρά του ταξιδιού. Και αν μη τι άλλο το Invincible προσφέρει ένα ξέφρενο και απίστευτα διασκεδαστικό ταξίδι. Η απόλυτη ελευθερία που δίνεται στους δημιουργούς της σειράς, επιτρέπει να εξερευνηθούν όλα τα όρια και οι αντοχές ενός κόμικ τόσο μεγάλου που δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί επικό. Και αυτό φυσικά δεν μπορούσε να ξεφύγει από το στόχαστρο της Amazon η οποία ανακοίνωσε την τηλεοπτική μεταφορά του σε μορφή κινουμένων σχεδίων. Με ένα all star cast, όπως ο Steven Yeun (The Walking Dead), ο J.K. Simmons και ο Mark Hamill και τον ίδιο τον Kirkman στα ηνία της παραγωγής δεν μπορούμε παρά να ελπίζουμε ότι η σειρά θα καταφέρει να το αποδώσει επάξια και να κάνει ακόμα περισσότερο κόσμο να γνωρίσει την επική ιστορία του Mark Grayson.