Το όνομα του Robert Eggers είναι πλέον συνώνυμο των επιτυχιών της μεγάλης οθόνης. Και ειλικρινά είναι πολύ παρήγορο σκηνοθέτες νέας γενιάς, με τόσο σύγχρονη ματιά στον κινηματογράφο, να παίρνουν το ρίσκο και να ανταμείβονται.
Μετά τα καθηλωτικά The Witch (2015) και The Lighthouse (2019) είναι πλέον ξεκάθαρο ότι έχουμε να κάνουμε με έναν κορυφαίο στο είδος του. Ένα είδος που φαίνεται να υπηρετούν επάξια αρκετοί νέοι σκηνοθέτες, όπως ο Ari Aster (Hereditary, Midsommar) ή ο David Lowery (A Ghost Story, The Green Knight), αυτό του πιο σκοτεινού fantasy και horror, αναμεμειγμένο πάντα με κάτι αρχαίο, μυθικό και ενίοτε παγανιστικό.
Συνεχίζοντας το σερί των αριστουργημάτων του, ο Eggers, κυκλοφόρησε, πριν ελάχιστες μέρες, την τρίτη ταινία του, The Northman, έχοντας μάλιστα στην διάθεσή του αρκετά μεγαλύτερο budget από ό,τι στις δύο προηγούμενες (χωρίς αυτό να σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι ήταν υποδεέστερες).
Ήταν 2016 όταν, μετά από ένα ταξίδι του στην Ισλανδία με την σύζυγό του, Alexandra Shaker, και αφού γνωρίστηκε με την Bjork και τον πολύ γνωστό μυθιστοριογράφο και θεατρικό συγγραφέα Sjon, πείστηκε να γυρίσει μια ταινία με θέμα τους Βίκινγκς. Όραμα που για πολλά χρόνια ήθελε να εκπληρώσει και ο ηθοποιός και πλέον παραγωγός, Alexander Skarsgard.
Το Northman είναι όντως μια συνεργασία όλων των προαναφερθέντων με κάποιους συμβούλους του Πανεπιστημίου της Ισλανδίας και ένα μεγάλο στοίχημα των δημιουργών για πολλούς λόγους. Οι κυριότεροι εξ αυτών ήταν, το κατά πόσο θα μπορούσε να ξεχωρίσει, ανάμεσα στα τόσα τηλεοπτικά και κινηματογραφικά έργα που έχουμε παρακολουθήσει με την ίδια θεματολογία, και πόσο συνεπής θα μπορούσε να σταθεί ο Eggers στο να αποδώσει μια τόσο συγκεκριμένη μυθολογία, μένοντας πιστός στην δική του ιδιαίτερη -γνωστή σε εμάς- αισθητική.
Βασισμένο στην ιστορία του Saxo Grammaticus, που κι αυτή με την σειρά της αντλεί από παλαιότερα ισλανδικά ποιήματα, και προφανώς άρρηκτα συνδεδεμένο με τον Σαίξπηρ, αφηγείται την πορεία ενός μικρού πρίγκηπα της Σκανδιναβίας, Amleth. Βρισκόμαστε στον 9ο μ.Χ. αιώνα, όλα ξεκινούν όταν ο βασιλιάς Aurvandil (Ethan Hawke – Before Sunrise, Gatttaca) επιστρέφει από μία μάχη που έμελλε να είναι η τελευταία του. Εσπευσμένα ενημερώνει τον υιό του ότι θα ανεβεί στον θρόνο και τον οδηγεί σε ένα μυστικιστικό τελετουργικό μέσα σε ένα απόκοσμο σπήλαιο, όπου τον χρίζει βασιλιά με την βοήθεια του σαμάνου γελωτοποιού Heimir (Willem Dafoe – Spider-man, Death Note). Εκεί είναι και η πρώτη από τις πολλές φορές στην διάρκεια της ταινίας που ερχόμαστε αντιμέτωποι με την τότε πρωτόγονη ανδρική φύση, με την εποχή όπου η σωματική δύναμη ήταν συνώνυμο της επιβίωσης. Βγαίνοντας από το σπήλαιο, ο μικρός Amleth (Oscar Novak), γίνεται μάρτυρας της δολοφονίας του αγαπημένου του πατέρα από το χέρι του θείου του, Fjolnir (Claes Bang), ξεφεύγει από αυτούς που ήθελαν να σκοτώσουν και τον ίδιο και αργότερα αντικρύζει την αρπαγή της μητέρας του (Nicole Kidman– His Dark Materials, Bombshell). Τότε, αποφασίζει να εγκαταλείψει τον τόπο του και επαναλαμβάνοντας έναν όρκο που μετατρέπεται σε μάντρα στα χείλη του, καταλαβαίνουμε πως θα γυρίσει για να εκδικηθεί για τον πατέρα του, να σώσει την μητέρα του και να σκοτώσει αυτόν που του στέρησε τα πάντα.
Μεταφερόμαστε δύο δεκαετίες μετά, ο Amleth (Alexander Skarsgard – True Blood, The Legend of Tarzan) έχει μετατραπεί πλέον σε έναν έξαλλο, υπερμυώδη πολεμιστή, με τις ικανότητες ενός υπερήρωα και μια δικαιολογημένη ασίγαστη αιμοδιψία. Μεγάλωσε ως Berserker, τον βλέπουμε με την ομάδα του να λεηλατούν ένα ολόκληρο χωριό και να το βυθίζουν στο αίμα. Το ίδιο βράδυ, ο Amleth συναντάει την μάντισσα Seeress (Bjork). Από εκείνη μαθαίνει πως είναι πολύ κοντά στο να πάρει την εκδίκησή του. Τον καθοδηγεί, σχετικά με το πού θα βρει τον Fjolnir και του λέει πως η μοίρα του είναι μια επιλογή ανάμεσα στο καλό για τους δικούς του και το μίσος για τον εχθρό.
Εγκαταλείποντας για μια ακόμη φορά τον τόπο του, επιβιβάζεται κρυφά σε μια βάρκα που μεταφέρει σκλάβους στον Fjolnir (ο οποίος πλέον έχει αποσυρθεί σε ένα νησί της Ισλανδίας με την οικογένειά του, αφού έχασε το βασίλειό του). Εκεί, γνωρίζει την Olga (Anya Taylor-Joy {Queens’ Gambit, Last Night In Soho}, ένας χαρακτήρας σαν θεότητα της Γης, η οποία του υπόσχεται να είναι η σύμμαχός του.
Φτάνοντας, υποχρεώνεται για πρώτη φορά να σκύψει το κεφάλι στον μεγαλύτερο εχθρό του, αλλά αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά στην εμμονή του για εκδίκηση. Για αυτόν η εκδίκηση είναι το μόνο κίνητρο για την ηρωική του δράση. Είναι καθαρή και αδιαμφισβήτητη, δεν μοιάζει με την αλήθεια και την δικαιοσύνη, ακόμα κι αν αφήνει χάος στο πέρασμα της.
Ο Amleth, ελπίζει σε μια χαρούμενη επανένωση, όμως βρίσκεται μπροστά σε μια καταστροφική αλήθεια της μητέρας του, Queen Gudrun, η οποία μας προσφέρει ίσως και την μεγαλύτερη σαιξπηρική αναφορά. Παρόλα αυτά και ενώ πλέον η παρόρμησή του να εκδικηθεί αποδεικνύεται χτισμένη σε σαθρά θεμέλια, συνεχίζει να ακολουθεί το μονοπάτι που έχει ορίσει για αυτόν η μοίρα, μια δύναμη εφάμιλλη της βαρύτητας.
Ο Eggers έχει δημιουργήσει έναν κόσμο, όπου τα όνειρα, οι υπερφυσικές δυνάμεις και η μαγεία φαντάζουν τόσο αληθινά. Τονίζει σε κάθε ευκαιρία την βαθιά ριζωμένη πίστη των Βίκινγκς στο αναπόδραστο της μοίρας, εμφανίζει τον πρωταγωνιστή σαν τραγικό ήρωα, ανήμπορο να την νικήσει και να ξεφύγει από αυτή, τα πράγματα που τον κάνουν ευτυχισμένο του φαίνονται τόσο ασήμαντα και ακόμα και όταν πια ερωτεύεται και έχει κάτι να χάσει πέρα από την δική του ζωή, η εκδικητική του απελευθέρωση είναι μονόδρομος.
O Eggers αναδημιουργεί με απόλυτη ακρίβεια τον κόσμο των μεσαιωνικών χρόνων για να μας βυθίσει σε έναν μύθο που μοιάζει αρχέγονος και παράξενος. Παρακολουθούμε μια τρομερά βίαιη, νιχιλιστική και χαοτική ιστορία για έναν ατέλειωτο κύκλο βίας, που όμως η απεικόνισή του γίνεται με παροιμιώδη ψυχραιμία. Ο φακός του Jarin Blaschke είναι γεμάτος εναλλαγές ανάμεσα στο όνειρο και το θαύμα, την βρομιά και την βαρβαρότητα, οι υπολογισμένες αντανακλάσεις αναμειγνύουν το απτό της γης και το απόκοσμο με έναν συνεχώς εντυπωσιακό τρόπο. Στην υπνωτιστική ατμόσφαιρα συμβάλλουν και οι συνθέσεις του Robin Carolan και του Sebastian Gainsborough και έτσι, το οπτικοακουστικό κομμάτι είναι πλήρως σχεδιασμένο για να διεγείρει όλες τις αισθήσεις στον μέγιστο βαθμό.
Βρισκόμαστε μπροστά σε έναν κόσμο φαντασίας με υπερβολική επιστημονική συνέπεια και ισορροπία ανάμεσα στο εξωγήινο του σκανδιναβικού μύθου και τις ανθρώπινες διαστάσεις ενός παραμυθιού. Οι αρχαϊκές μορφές πίστης στο Northman δεν αντιμετωπίζονται σαν γραφικές δεισιδαιμονίες -όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή- αλλά ως τρόποι κατανόησης του τρομακτικού και του ανεξήγητου.
Οι μάγισσες και οι γοργόνες είναι πιο αληθινές από οτιδήποτε άλλο, παίζουν κομβικό ρόλο στο πεπρωμένο του Amleth. Η Βαλκυρία, που αναπαριστά την μεγαλειώδη μεταθανάτια ζωή των πολεμιστών παρουσιάζεται πιο επιβλητική από ποτέ. Και όντως φαίνεται σαν να φοράει σιδεράκια, αλλά στην πραγματικότητα και, σύμφωνα με την απάντηση του Robert Eggers στο GQ, αυτό προκύπτει από τα ευρήματα πολλών κρανιών των Βίκινγκς, στα δόντια των οποίων είχαν σχηματιστεί οριζόντιες αυλακώσεις. Υπάρχει μάλιστα μια θεωρία πως αυτές οι αυλακώσεις γεμίζονταν με χρωματιστό σμάλτο.
Λαμβάνοντας υπόψη τον καθοριστικό ρόλο των γυναικείων χαρακτήρων της ταινίας, μπορούμε να εξάγουμε ένα σύγχρονο μήνυμα για την τοξική αρρενωπότητα που καταστρέφει τους άνδρες κυριολεκτικά για αιώνες και για τις γυναίκες που δεν μπορούσαν να την απωθήσουν. Ο Amleth καθόλη την διάρκεια παρουσιάζεται ως μαινόμενο ηφαίστειο, έχει μια άσβεστη επιθυμία για αντίποινα και έναν ανυποχώρητο ανδρισμό. Παρόλα αυτά, όλες του οι πράξεις διακατέχονται από μία αφέλεια, καθοδηγούνται από τις γυναίκες που συναντάει, οι οποίες βρίσκονται εκεί για να του υπενθυμίζουν την μοίρα του μέχρι την στιγμή που πετυχαίνει τον στόχο του, ακόμα κι αν φαίνεται πια να εκπλήρωσε μια ανούσια προφητεία, είναι, όμως, αργά για τον εγωισμό του να κάνει πίσω.
Ο πυρήνας παραμένει ο ίδιος, μια ιστορία προδοσίας, γενναιότητας και εχθρότητας, αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με μία πολύ νέα εκδοχή μιας πολύ παλιάς ιστορίας. Ο Robert Eggers δημιούργησε ένα arthouse, Βίκινγκ έπος. Κατάφερε για άλλη μία φορά να συνδυάσει την αυθεντικότητα του παρελθόντος με τον κόσμο των παραισθήσεων και να αφηγηθεί μια Οδύσσεια εκδίκησης κατά την οποία οι θεατές διατηρούμε την απαραίτητη απόσταση από το νόημα της ζωής και του θανάτου που εκφράζεται μέσα από αυτές τις σκληρές ιδέες τιμής και δύναμης και μπορούμε ταυτόχρονα να αντιληφθούμε αυτό το μοναδικό κινηματογραφικό επίτευγμα που συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας.