Το 1912, ο Έντουιν Σεντ Τζον Σεντ Άντριου βρίσκεται εξόριστος από την εύπορη οικογένειά του, σε ένα πλοίο προς τον Καναδά, μετά από ένα οργισμένο ξέσπασμά του για τη βρετανική αποικιοκρατία. Στην κατάφυτη μα μοναχική Νήσο Βανκούβερ όπου καταλήγει, ο Έντουιν βιώνει ένα όραμα – στην καρδιά του δάσους, βρίσκεται ξαφνικά εν μέσω απόλυτου σκότους, σε ένα μέρος που θυμίζει σταθμό τρένων, και ακούει τους ήχους ενός βιολιού. Το 2203, η συγγραφέας Όλιβ Λουέλιν αφήνει πίσω το σπίτι και την οικογένειά της στις αποικίες της Σελήνης για να περιοδεύσει στη Γη και να προμοτάρει το επιτυχημένο βιβλίο της, Μάριενμπαντ, το δυστοπικό χρονικό μιας πανδημίας. Στο βιβλίο αυτό, περιγράφει μια παράδοξη, αλλόκοτη σκηνή, έναν σταθμό αερόπλοιων που ξαφνικά σκοτεινιάζει, δίνει τη θέση του στο ξέφωτο ενός δάσους, ενόσω οι νότες ενός βιολιού ηχούν. 200 χρόνια αργότερα, το 2401, ο Γκάσπερι-Ζακ Ρόμπερτς δουλεύει ως φύλακας ξενοδοχείου στην Πόλη της Νύχτας, όπως ονομάζεται πλέον η Αποικία Δύο στη Σελήνη, αφότου ο θόλος προσομοίωσης της ατμόσφαιρας της Γης κατέρρευσε και ολόκληρη η αποικία βυθίστηκε στο σκοτάδι. Ο Γκάσπερι σκοτώνει τις μέρες του, μέχρι που μια απροσδόκητη εργασιακή ευκαιρία εμφανίζεται, μια ευκαιρία που θα τον στείλει σε ένα μακρινό ταξίδι, για να διερευνήσει ένα παράξενο συμβάν…
Η Καναδή Emily St. John Mandel απέκτησε παγκόσμια φήμη όταν το πρώτο της μυθιστόρημα, Σταθμός Έντεκα, αποδείχθηκε προφητικό για την πανδημία Covid-19, εκτοξεύτηκε στην κορυφή της λίστας των best-seller και μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη από την HBO. Το τελευταίο της μυθιστόρημα, Η Θάλασσα της Hρεμίας που κυκλοφορεί και αυτό στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ίκαρος σε μετάφραση Βάσιας Τζανακάρη, κέρδισε πρόσφατα το βραβείο Goodreads καλύτερου μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας για το 2022.
Στο βιβλίο αυτό, η Mandel επανέρχεται στις θεματικές των προηγούμενων έργων της, ενώνει τις ιστορίες τους, ιδίως αυτές του δεύτερου μυθιστορήματός της, Το Γυάλινο Ξενοδοχείο, και δημιουργεί ένα σαφές, διακριτό νήμα που τις συνδέει: η πρωταγωνίστρια του Γυάλινου Ξενοδοχείου, Βίνσεντ, επανεμφανίζεται εδώ, καθώς είναι η μόνη που κατέγραψε σε βίντεο το συμβάν που βρίσκεται στο επίκεντρο της αφήγησης, και ο ερευνητής Γκάσπαρι-Ζακ θα μιλήσει με τον αδελφό της, που παρουσίασε το βίντεο σε performance του, αλλά και με τη φίλη της, Μιρέλα, χαρακτήρες που όλοι παρελαύνουν στο Γυάλινο Ξενοδοχείο. Με το ύφος και τη μορφή της πρόζας που αποτελούν το σήμα-κατατεθέν της, σε σύντομα κεφάλαια με μικρές σε έκταση παραγράφους και εκτεινόμενο σε πολλαπλά χρονικά πλαίσια, η Mandel συνθέτει ένα πολυφωνικό μωσαϊκό χαρακτήρων των οποίων οι ιστορίες διαπλέκονται, με εναλλασσόμενες οπτικές γωνίες, χρονικά επίπεδα και easter eggs προηγούμενων μυθιστορημάτων της, και οικοδομεί έτσι ένα ενιαίο μυθοπλαστικό σύμπαν, του οποίου η φιλοδοξία και η εμβέλεια φέρνει στον νου το έργο του David Mitchell.
Οι ήρωες της είναι μόνοι, χαμένοι, απολωλότα πρόβατα που θρηνούν για την απολεσθείσα Εδέμ τους, για την οικογένεια, την πατρίδα, για φίλους και συντρόφους που έχασαν, και αναζητούν το νόημα, την εξιλέωση για τα λάθη του παρελθόντος και το υπερβατικό: ένας άντρας εξόριστος από την οικογένειά του, στα πρόθυρα της τρέλας, μια συγγραφέας που νιώθει μόνη όσο περιοδεύει σε μια αφιλόξενη Γη μακριά από την οικογένειά της, μια γυναίκα που θρηνεί τη χαμένη της φίλη και ένας ερευνητής που αναζητά απέλπιδα τον σκοπό της ύπαρξής του σε αλλεπάλληλα ταξίδια, είναι οι χαρακτήρες της Mandel, όλοι συνεκτικά κομμάτια του πολυσύνθετου αφηγηματικού της παζλ. Ιδίως ο χαρακτήρας της Όλιβ Λουέλιν αποτελεί ένα εμφανές alter-ego της ίδιας της συγγραφέα, μια ηρωίδα που η φήμη της εκτοξεύτηκε στα ύψη όταν οραματίστηκε και περιέγραψε μυθοπλαστικά μια πανδημία και τις συνέπειές της, ακριβώς πριν μια αληθινή πανδημία σαρώσει τη Γη και ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Η Mandel γράφει για το τέλος του κόσμου όπως τον γνωρίζουμε, μετά από την κλιματική αλλαγή, διαδοχικές πανδημίες και μαζικές μετεγκαταστάσεις, δημιουργεί μια ευφάνταστη εναλλακτική εκδοχή του μέλλοντος, χωρίς όμως να επικεντρώνεται στις λεπτομέρειες της δομής του, ως είθισται στο genre της επιστημονικής φαντασίας, αλλά στο πώς ο άνθρωπος ανταποκρίνεται σε αυτό – το ανθρώπινο στοιχείο είναι αυτό που την ενδιαφέρει, πρωταρχικά και διαχρονικά, στο έργο της. Στήνει ένα πολύπλοκο αφηγηματικό οικοδόμημα όπου κάθε λεπτομέρεια έχει τη σημασία της, κάθε φράση είναι μεθοδικά τοποθετημένη, κάθε αντικείμενο που επανεμφανίζεται ένας απειλητικός οιωνός. Στην αφήγησή της, τα χρονικά επίπεδα λιώνουν, εξαϋλώνονται και διαπλέκονται μεταξύ τους, η στέρεη υφή της πραγματικότητας διαρρηγνύεται, χάνει την έννοιά της και γκρεμίζεται συθέμελα. Στο φόντο, ένας άτεγκτος, αρτηριοσκληρωτικός κρατικός μηχανισμός, που αντιμετωπίζει τα άτομα ως αναλώσιμα γρανάζια στην παραγωγική μηχανή και που εξαλείφει κάθε είδος ανθρωπιάς στον βωμό της διατήρησης της δομής του.
Μεταξύ των πολλαπλών timeline της ιστορίας της, η Mandel περιγράφει τη χρονική περίοδο ακριβώς πριν την έλευση μιας σαρωτικής, θανατηφόρας πανδημίας που εξαφάνισε ένα μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας, τη σύμφυτη αίσθηση του αλλόκοσμου, του εξωπραγματικού, την πεποίθηση ότι το Κακό δεν μας αφορά, δεν πρόκειται να συμβεί σε εμάς. Περιγράφει την καθημερινότητα της καραντίνας, μέρες ίδιες και απαράλλαχτες μεταξύ τους, όπου το χωροχρονικό συνεχές υποχωρεί, η απελπισία, η παράνοια και ο τρόμος εντείνονται, σε μια από τις πρώτες και πιο επιτυχημένες απόπειρες καταγραφής της συλλογικής εμπειρίας της πανδημίας Covid-19.
Χρησιμοποιώντας ένα ιδιοφυές premise επιστημονικής φαντασίας, η Mandel θέτει μια σειρά από δυσεπίλυτα, πολυδιάστατα ηθικά, φιλοσοφικά και οντολογικά ερωτήματα: οι αναμνήσεις και η βιωθείσα πραγματικότητα συνεχίζουν να έχουν την ίδια αυταξία εάν αποδειχθούν πλαστές και κίβδηλες, ένα τεχνολογικό προϊόν; Τελικά υπάρχει ζωή εντός του θόλου, είτε αυτός μεταφράζεται ως εργαστηριακά κατασκευασμένη πραγματικότητα, είτε ως συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού, καραντίνας και απομόνωσης; Τι είναι, εν τέλει, αυτό που μας κάνει ανθρώπους, η βαθύτερη ουσία της ανθρώπινης φύσης; Η Mandel γνωρίζει πως δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις στα ζητήματα αυτά, γι’ αυτό δεν επιχειρεί να απαντήσει μονοδιάστατα, διδακτικά, αλλά απλώς εγείρει τα ερωτήματα και τα αφήνει στην κρίση του αναγνώστη, με μια εγγενή, πεισματική πίστη στην ανθρώπινη φύση.
Σε έναν κόσμο σε διαρκή πορεία προς την εντροπία, όπου οι μετα-αποκαλυπτικές αφηγήσεις και η λογοτεχνική ψηλάφησή τους ποικίλλουν, η Mandel διερωτάται: πόσες φορές τελειώνει ο κόσμος, πόσα, μικρά ή μεγαλύτερα, προσωπικά ή συλλογικά, τέλη βιώνουν οι άνθρωποι όσο ζουν, και τι σημαίνει πραγματικά η έννοια του τέλους για τον καθέναν από εμάς; Τελικά, αυτό που απομένει, καταλήγει η Mandel, μετά από διαδοχικές πανδημίες, τον ζόφο της καθημερινότητας, το έδαφος που ρευστοποιείται και υποχωρεί κάτω από τα πόδια μας, αυτό που τελικά προκαλεί την ανωμαλία, την παρέκκλιση από τη νόρμα σε ένα σύστημα αδιάφορο για το άτομο, απάνθρωπο και ανηλεές, είναι η ανθρωπιά, η αγάπη, η φροντίδα, η αλληλεγγύη και η αδελφοσύνη. Και ότι μερικές φορές, σε έναν κόσμο αενάως κινούμενο, ανεξέλεγκτης τεχνολογικής προόδου, αδιάλειπτης και εμμονικής πορείας προς τα εμπρός, προς το μέλλον, το άγνωστο και το ανοίκειο, το ζητούμενο είναι να μείνεις σταθερός, αδρανής, να πάψεις να κινείσαι και να απολαύσεις απλά τις νότες ενός βιολιού.