Το νέο Black Mirror είναι εδώ. Η σειρά που βάζει κάθε φορά στοίχημα πόσο θα μας μαυρίσει την ψυχή επέστρεψε αλλά όχι όπως την αφήσαμε. Στα χέρια του Netflix η βρετανικής έμπνευσης τηλεοπτική σειρά μπορεί να νέρωσε (αμυδρά) το μαύρο κρασί της, όμως μας έδωσε δύο πολύ δυνατές σεζόν και τώρα έρχεται με την πρώτη της ταινία. Αλλά, μιας και μιλάμε για το Black Mirror, του οποίου ούτως η άλλως τα επεισόδια μοιάζουν με μικρές ταινίες, το εν λόγω πόνημα δεν θα μπορούσε να είναι μια συνηθισμένη ταινία. Έτσι, το Bandersnatch όπως ονομάζεται, είναι μία πανέξυπνη, διαδραστική ταινία-παγίδα, που σε εγκλωβίζει στις δικές σου επιλογές.
Παρά τις μνείες που ακούστηκαν πως το Bandersnatch θέλει να αλλάξει τον τρόπο που βλέπουμε τηλεόραση, η ίδια η ταινία δεν διεκδικεί τέτοιες δάφνες για τον εαυτό της. Αντίθετα αναγνωρίζει τις ρίζες της στα αντίστοιχα βιβλία/ περιπέτειες αλλά και στα video games, τα οποία μάλιστα έχουν στον πυρήνα τους ως μορφή τέχνης και αφήγησης την διαδραστικότητα. Την ίδια στιγμή βέβαια να σημειωθεί πως η διαδριαστικότητα στον κινηματογράφο δεν είναι κάτι καινούργιο ως δέλεαρ και ήδη έχουν γίνει τέτοια πειράματα, ακόμα και στον ευρύτερο χώρο της μαζικής κουλτούρας, με πρόσφατο μάλιστα παράδειγμα την live ταινία του Woody Harelson, (Solo, Zombieland) στην οποία οι θεατές του κινηματογράφου επέλεγαν την συνέχειά της και οι ηθοποιοί γύριζαν εκείνη την στιγμή το αποτέλεσμα που έβγαζε η πλειοψηφία.
Σε κάθε περίπτωση όμως, το Bandersnatch του παλιού γνώριμου της σειράς David Slade (30 Days of Night, Powers) καταφέρνει κάτι πολύ παραπάνω από ένα χτύπημα στην πειρατεία ή το ξεκαθάρισμα λογαριασμών στον πόλεμο της πλατφόρμας που θα ξεκινήσει οσονούπω. Πετυχαίνει απόλυτα το στοίχημα της διαδραστικότητας, κάνοντας όχι μόνο τον θεατή να νιώσει πως οι επιλογές του έχουν αξία, αλλά και να αποδώσει, με έναν πολύ έξυπνο τρόπο, τις μηδενιστικές μέτα- αντιφάσεις που ενυπάρχουν αυτή την περίοδο στην μαζική κουλτούρα. Όλα αυτά με μια ατμόσφαιρα κλειστοφοβική, διατηρώντας πάντα την λεπτή ισορροπία μεταξύ της απαισιοδόξίας και της τεχνοφοβίας.
Πηγαίνοντας μας πίσω στις απαρχές της entrepreneur culture, στο μεταίχμιο της μετατροπής των εταιρειών νέων τεχνολογιών σε ψηφιακά εργοστάσια, το Bandersnatch μας δίνει τη δυνατότητα να επιλέξουμε την πορεία ενός νεαρού προγραμματιστή που θέλει να πουλήσει σε μια εταιρεία το ομώνυμο παιχνίδι. Ξεκινώντας στην αρχή απλά με επιλογές για το φαγητό και τη μουσική, το Bandersnatch δείχνει πολύ γρήγορα την βάναυση λογική του εμβαθύνοντας συνεχώς τις επιλογές ή ακόμα και καλώντας τον παίκτη/θεατή να “ξαναπροσπαθήσει” και έτσι οξύνει την περιέργεια του, αλλά και την περηφάνια του.
Τελικά όμως γρήγορα καταλαβαίνει κανείς τo… black mirror-ικo twist, όταν, μετά από όλες τις αποφάσεις, όλα τα πράγματα που μαθαίνεις για τον χαρακτήρα, με τη ψυχασθένεια του να είναι το πιο χαρακτηριστικό, πιάνεις τον εαυτό σου να αμφισβητεί το κριτήριο με το οποίο παίρνεις αποφάσεις: θα έκανα εγώ το ίδιο ως άτομο που τα βιώνει αυτά; Ή θέλω απλά να δω ένα (σκοτεινό, ψυχωτικό) θέαμα; Τελικά, o Slade θέτει την διαδραστικότητα ως μέσο και όχι ως σκοπό και καταφέρνει να πάει την λογική του Haneke στο Funny Games στα λογικά της άκρα, με έναν τρόπο πιο έντονο. Κάνει τον θεατή να επενδύει συναισθηματικά με επιλογές που δηλώνουν ταυτίσεις, σε ένα θεάμα που τελικά ο ίδιος παράγει και καταναλώνει. Και, τελικά, όταν το δυστοπικό φινάλε κλιμακώνεται, ο ίδιος είναι αυτός που σπρώχνει τον χαρακτήρα στο όποιο τέλος από τα πολλά. Ή και σε όλα, αν έχει επιμονή, κάτι που η ίδια η ταινία το προκαλεί. Επιπρόσθετα, αυτή η διαδραστικότητα πάει και την μετα-μοντέρνα πάλη δημιουργού- μέσου στα επιτρεπτά από ένα σύστημα κατανάλωσης εικόνων όριά της, χωρίς βέβαια να αφήνει ποτέ το χαλινάρι, αλλά αντίθετα σφίγγοντάς το με αυστηρό χιούμορ τις στιγμές που η κουρτίνα απειλεί να σηκωθεί παραπάνω από όσο επιτρέπει.
Την ίδια στιγμή, μέσα σε αυτές τις επιφάσεις επιλογών, καθώς οι ίδιες οι οδοί δράσης είναι προμελετημένες και ήδη σκηνοθετημένες, αναδεικνύεται και μια σειρά θεματικών που τα τελευταία χρόνια παίζουν όλο και μεγαλύτερο ρόλο σε προϊόντα της μαζικής κουλτούρας, και σειρές παλμογράφοι, όπως το Black Mirror, έχουν καταπιαστεί με αυτά. Έτσι, σε ένα ενισχυμένο, διαδραστικό επεισόδιο/ταινία όπως το Bandersnatch μια επισκόπησή τους δε θα μπορούσε να λείπει. Ο θεατής έχει την ευκαιρία να επιλέξει μια διαδρομή (ή και όλες) μέσα από post-truth θεωρίες συνωμοσίας, έναν γνήσιο μετα-φυσικό μηδενισμό, όπως αυτόν με τον οποίο μας έχει εξοικειώσει το Rick and Morty, αλλά και παραδοσιακές στιγμές οιδιποδείου και επιθυμίας. Μέσα από φόνους, δαίμονες, μητρικές εικόνες και παραισθησιογόνα τριπάκια, το Bandersnatch μας επιτρέπει να παράξουμε, ως έναν βαθμό, σε μαζική κλίμακα, την δυστοπική τηλεόραση που βλέπουμε.
Ωστόσο σε αυτό το ταξίδι επιλογών δεν είμαστε μόνοι. Οι θεατές καλούνται να επενδύσουν πολλά στην κενή, προβληματισμένη και σχεδόν ξεθωριασμένη μορφή του Fionn Whitehead (Him, Dunkirk ) η οποία απέδωσε πλήρως. Επίσης, ο γνώριμος και πάντα ανατριχιαστικός Will Poulter (The Maze Runner, The Chronicles of Narnia: The Voyage of the Dawn Treader) συνέβαλε στο να νιώθουμε οικεία και άβολα ταυτόχρονα.
Το Bandersnatch ξέρει τι είναι: Γνωρίζει πως η κατανάλωσή του είναι μεν βαριά άλλα όχι αυτή που θα αλλάξει τον τρόπο που βλέπουμε τηλεόραση. Ανοίγει όμως ένα κεφάλαιο στη συζήτηση για το streaming, που κάποια στιγμή θα πρέπει να κάνουμε όμως…
Και για όσους δεν έχουν τον χρόνο, αλλά θέλουν να βιώσουν όλη την εμπειρία σκατοψυχιάς, το reddit νοιάζεται!