Ένας από τους πιο γόνιμους δημιουργούς sci fi τα τελευταία χρόνια είναι ο Alex Garland (Annihilation, Ex Machina). Aυτό συμβαίνει επειδή έχει γνώση του αντικειμένου, όχι μόνο των τεχνικών (και επιστημονικοφανών) όρων, αλλά κυρίως του φιλοσοφικού υπόβαθρου και της κοινωνικής αναφοράς του. Συμβαίνει γιατί έχει επίγνωση των καιρών που αλλάζουν και το τι πρέπει να λέει η επιστημονική φαντασία, το φάντασμα του μέλλοντος για το Τώρα. Και, κυρίαρχα, γιατί έχει το αισθητικό κριτήριο να υφάνει τις δύο προαναφερθείσες ποιότητες σε ένα ενιαίο καλλιτεχνικό έργο με αξιώσεις.
Έτσι λοιπόν ήρθε στις οθόνες μας το Devs, η πρώτη του τηλεοπτική δουλειά η οποία δεν έτυχε της προσοχής που της άξιζε. Και είναι λογικό αυτό. Το Devs είναι δύσκολη τηλεόραση. Σε αντίθεση με το all female cast και την βαριά μυστηριακή ατμόσφαιρα του Annihilation , το Devs είναι ένα αργό, μειλίχιο μυστήριο χωρίς μυστήριο. Εξαρχής ανοίγει όλα τα χαρτιά του στον θεατή ενώ ακόμα και αυτά που κρατά μέχρι τη μέση τα δίνει μόνο του, όταν έρθει η ώρα. Αυτό δε γίνεται επειδή υποτιμά τον θεατή. Το ενδιαφέρον του Devs δεν είναι τύπου whodunit, ούτε κάποιο επιστημονικοφανές μυστήριο. Περισσότερο ενδιαφέρεται για τις ανθρώπινες αντιδράσεις, τις επιλογές που κάνουν τα άτομα όταν έρχονται αντιμέτωποι όχι μόνο με τις συνέπειες, αλλά ακόμα και με την ίδια τη διαδικασία της επιλογής, με τη γνώση και την επίγνωση της. Αυτό βρίσκεται στον πυρήνα του Devs.
Η διαδικασία της σκέψης για την ιδέα της επιλογής ανοίγει βέβαια μια κουβέντα για το μέλλον, το οποίο διαμορφώνεται άμεσα από αυτές τις ίδιες τις επιλογές. Μπορούμε να μαντέψουμε το αποτέλεσμα αν γνωρίζουμε όλες τις αναρίθμητες μεταβλητές που μας επηρεάζουν, συνειδητές και ασυνείδητες; Και αν ναι, αν έχουμε εικόνα όλων των παραγόντων που μας ωθούν προς μια κατεύθυνση, τότε μήπως η επιλογή τελικά δεν υπάρχει καν και η βούληση είναι ένας μεγάλος, βαρύς μύθος που καταδυναστεύει τους ανθρώπους; Ο ντετερμινισμός, κοινωνικός και ατομικός, γίνεται η βάση εξιλέωσης της σειράς, μια ιδεολογία η οποία πασχίζει να αποκτήσει τεχνικές αποδείξεις και λύσεις προκειμένου να αναδειχθεί σε αξίωμα και να απαλύνει τον κόσμο από τις ευθύνες και τον πόνο που αυτές επιφέρουν.
Βέβαια αυτή η παρήγορη σκέψη, η οποία ταυτόχρονα δε στερεί την ελευθερία, απλά δίνει την επίγνωση των μηχανισμών από πίσω της, έρχεται άμεσα σε σύγκρουση με ένα (κοινωνικό) σύμπαν το οποίο επιταχύνει ασταμάτητα, παίρνει συνεχώς νέες μορφές και, κυρίως, σκέπτεται διαφορετικά, διαχέοντας περισσότερες πληροφορίες με τρόπους πρωτόγνωρους. Καθημερινά δημιουργούνται πράγματα για τα οποία δεν έχουμε αντίστοιχες εικόνες ή τρόπους αντίδρασης. Όλο και περισσότερες καταστάσεις ταυτοχρονικά βιώνονται και βλέπονται από χιλιάδες ανθρώπους, σε μια ημιψηφιακή φάση ζωής, όχι λιγότερο πραγματική από την ενσώματη με εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα για τον καθένα. Κάθε παρακλάδι δημιουργεί άπειρα άλλα, τα οποία συνυπάρχουν με το αρχικό. Ποιο είναι το κυρίαρχο; Ποιο είναι το τελικό; Πώς μπορεί ένα δυαδικό σύστημα να προβλέψει τη συμπεριφορά ενός κβαντικού;
Το Devs παρουσιάζει αυτή τη φαινομενική ασυμφωνία μόνο και μόνο για να την υπερβεί με έναν απόλυτα συνθετικό τρόπο: Όλα είναι κυρίαρχα, γιατί, «ό,τι μπορεί να συμβεί, θα συμβεί». Κάθε απόφαση που παίρνουμε είναι σημαντική, κάθε συνέπεια της δική μας ευθύνη και τελικά, η επίγνωση των διαδικασιών της δεν το αλλάζει αυτό.
Βέβαια, το μη μυστήριο της πλοκής του Devs, συμπληρώνεται αναπόφευκτα, μιας και μιλάμε για επιλογές και ελεύθερη βούληση, από μια μυστηριακή, θεολογική σχεδόν ατμόσφαιρα. Και σε αντίθεση με χιλιοειπωμένες συμβολογίες και εμμονικές αναπαραστάσεις εσταυρωμένων, ο Garland αφήνει τη θρησκειολογία και τη χριστιανική μανία μακριά από την πνευματικότητα της γνώσης. Κατεβάζει τον Υιό του ανθρώπου και ανεβάζει την Κόρη στο βάθρο της θυσίας, μιας θυσίας όμως ανώφελα επώδυνης. Μια νέα θρησκεία για μια νέα εποχή, που εκτιμά τις επιλογές της και την απόλυτη ελευθερία μιας ύπαρξης που πάλλεται σε όλα τα σύμπαντα.
Ο Garland δε θα κατάφερνε να θέσει την ατμόσφαιρα που ήθελε αν δεν είχε τη βοήθεια των ηθοποιών του και, κυρίως, του τρομερού Nick Offerman (Parks and Recreation, Good Place Little Hours), o oποίος, με τεράστια αυτοπεποίθηση και αυτογνωσία, δίνει τη συγκλονιστική ερμηνεία ενός ανθρώπου που καταρρέει. Ένός ανθρώπου με πλήρη αδιαφορία για τα πάντα εκτός από το δικό του τραύμα, με μηδενική κοινωνική ενσυναίσθηση ή ενδιαφέρον και μελέτες για το πώς θα επωφεληθεί ο ίδιος (άρα μια πολύ καλή προσέγγιση στους αληθινούς ιδιοκτήτες εταιρειών τεχνολογίας).
Επιπρόσθετα όμως ο Οfferman, με την εμπειρία του και τη χαρά του επιτέλους να λάμψει (ξανά) σε έναν δραματικό ρόλο, προσθέτει ένα ανθρώπινο και συναισθηματικό υπόβαθρο σε μια απεχθή κατηγορία προσώπων, τόσο μάλιστα που είναι δύσκολο για τον θεατή να μη νιώσει συμπόνια για αυτόν. Στο ίδιο μοτίβο δρα και η Alison Pill (Scott Pilgrim vs. the World, Vice).
Στον αντίποδα, ως κεντρικό σημείο της σειράς υπάρχει η εξαιρετική Sonoya Mizuno (Maniac, Crazy Rich Asians) η οποία καλείται να σπάσει τον κύκλο των ήδη καθορισμένων επιλογών, μόνο και μόνο τελικά για να τον επεκτείνει. Eπίμονη, αποφασισμένη και ολοκληρωτικά δοσμένη στον ρόλο της, καταφέρνει να αντισταθεί στη μοιρολατρία και τελικά να επιτύχει (αποτυγχάνοντας).
Ωστόσο, σε αντίθεση με τις ταινίες του σκηνοθέτη, το Devs παρουσιάζει ελαττώματα. Η τεταμένη ατμόσφαιρα και το στοιχεία κατασκοπίας που συνδυάζεται με το φιλοσοφικό όραμα της σειρά, ανά σημεία, παρουσιάζει κούραση, ενώ κάποιες συνδέσεις φαντάζουν τουλάχιστον άτοπες. Την ίδια στιγμή και οι ξεκομμένες απόπειρες ξερού χιόυμορ, μια απόπειρα να ελαφρύνει η βαριά ατμόσφαιρα της σειράς, είναι δύσκολο να βρουν τον στόχο τους. Η διάρκεια της ιστορίας παρουσιάζει δηλαδή τις περισσότερες προκλήσεις για τον δημιουργό.
Σε κάθε περίπτωση όμως, το Devs είναι μια νέα, δύσκολη τηλεόραση που έχουμε ανάγκη και θέλουμε να βλέπουμε πιο συχνά στις οθόνες μας. Και όσο περισσότερο συζητάμε για τον Garland, τελικά τόσο καλύτεροι γινόμαστε οι ίδιοι.