Ο αείμνηστος Σωτήρης Μουστάκας είχε πει πως η κωμωδία, στη βάση της, είναι θέμα timing. Λίγο να αργήσεις να πεις το punchline ενός αστείου, λίγο να περάσει η ένταση και η προσδοκία που έχτισε το set up, το αστείο έπεσε στο κενό, δε συνδέθηκε ποτέ με το κοινό του. Αυτή και μόνο η φράση θα αρκούσε ίσως για να περιγράψει τέλεια το γιατί το Don’t Look Up του Adam McKay (The Big Short, Vice) δεν κατάφερε να πετύχει τους στόχους και όταν τελικά είδε το φως της οθόνης ήταν ήδη ξεπερασμένο από μια πραγματικότητα πολύ πιο παράξενη από αυτή που σατιρίζει.
Ως θεματική, η ταινία δεν έχει ουσιαστικά κανένα κενό στη συλλογιστική της. Παρουσιάζει μια εξω-αισθητική κατάσταση, η οποία δεν εξαρτάται δηλαδή από την ανθρώπινη αντίληψη και αλληλεπίδραση, η οποία εισβάλει βίαια στην πραγματικότητα μας και την ανατρέπει. Όταν όμως αυτή η κατάσταση γίνει προσπάθεια να επικοινωνηθεί μέσα από υπάρχοντα δίκτυα (ΜΜΕ, κοινωνικά δίκτυα, διαφήμιση κοκ), η σημασία της διαστρεβλώνεται και η κρισιμότητα της υποβαθμίζεται για εμάς, όσο και αν ακόμα μας απειλεί. Όταν σε αυτή τη σημαντική κρίση επικοινωνίας προστεθούν πολιτικά δίκτυα, όπου η άσκηση πολιτικής γίνεται αποκλειστικά με όρους Infomercial επικοινωνίας (η διακυβέρνηση Τραμπ είναι το παράδειγμα που χρησιμοποιεί πιο έντονα ο McKay, αλλά στη δική μας περίπτωση ο Μητσοτάκης Τζούνιορ είναι μάλλον καλύτερο παράδειγμα) αλλά και δισεκατομμυριούχοι που ελέγχουν την κατά τα άλλα ελεύθερη αγορά που ευαγγελίζονται οι νεοφιλελεύθεροι, το αποτέλεσμα γίνεται σουρεαλιστικά γελοίο και δεν απέχει ιδιαίτερα από αυτό που απεικονίζει η ταινία.
Αυτό όμως είναι και το μεγάλο της μειονέκτημα ως ταινίας και ως κωμωδίας. Η meta συνθήκη την οποία στηλιτεύει είναι πλέον όχι απλά μέρος της εμπειρίας μας, αλλά η ίδια μας η, διαμεσολαβημένη αλλά πάρα πολύ, αληθινή εμπειρία του κόσμου. Ο κόσμος των social media, των ριάλιτι, των χιλιάδων παράλληλων συζητήσεων είναι μια εντελώς ουσιώδης και πραγματική συνθήκη μέσω της οποίας βιώνουμε τον κόσμο. Και δυστυχώς κινείται τόσο γρήγορα που αστεία για αυτή πρέπει να γίνονται, δυστυχώς, εντός της, αλλιώς το ίδιο το timing τα προσπερνά. Έτσι, δεν είναι δυνατόν να γελάσουμε με ό,τι, δυστυχώς, βιώνουμε ως αυταπόδεικτη πραγματικότητα, ακόμα και αν ξέρουμε ότι είναι προβληματική. Αν κάποιος μας πει ότι ο ουρανός είναι μπλε δεν είναι αστείο, είναι μια παρατήρηση, και μάλλον όχι ιδιαίτερα οξυδερκής. Έπομένως όχι μόνο η πραγματικότητα, αλλά και η κωμωδία έχουν ξεπεράσει την ίδια την ταινία, το βασικό πρόβλημα της οποίας είναι το ότι υποτίμησε το πόση ανοησία μπορούμε να ανεχθούμε.
Ερμηνευτικά, αν εξαιρεθεί η ξεπερασμένη και πλέον απλά κουραστική Jennifer Lawrence ( Mother, Joy) η ταινία είναι σχεδόν αψεγάδιαστη. Ο Leonardo DiCaprio (Τhe Revenant, Once Upon A Time In Hollywood) είναι εκωφαντικός στον ρόλο του σεμνού επιστήμονα που παρασύρεται από τα media και το πολιτικό παιχνίδι, η Meryl Streep (Mrs America, Little Women τόσο καλή ως διεφθαρμένη πολιτικός που ίσως ούτε η ίδια δεν εντοπίζει την ειρωνεία του ότι υποδύεται ακριβώς το κινηματογραφικό αντίστοιχο της αγαπημένης της Hillary Clinton και τέλος, η επιβλητική Cate Blanchett (Carol, Blue Jasmine) χάνεται κυριολεκτικά μέσα στον ρόλο της κενής media περσόνας. Oι πιο σύντομες αλλά ξεχωριστές παρουσίες των Jonah Hill (Μaniac, War Dogs) και Timothée Chalamet (Dune, Call Me By Your Name) ενισχύουν το ερμηνευτικό σώμα και γενικότερα είναι απολαυστικές.
Σε κάθε περίπτωση όμως το Don’t Look Up του Netflix δεν είναι ούτε όσο αστείο όσο θα έπρεπε για να αναδειχθεί ως σάτιρα ούτε τόσο παρατηρητικό όσο νομίζει για να πάρει τον χαρακτηρισμό του πολιτικού. Πολύ περισσότερο, είναι μια κάπως κουρασμένη φωνή που φωνάζει ότι ο γιαλός δεν είναι στραβός, όταν όλοι οι υπόλοιποι απλά αρμενίζουμε κάνοντας ύπτιο δίπλα στο πλοίο.