Η τρίτη προσθήκη στο αναπάντεχο franchise του John Wick μας υπενθυμίζει ήδη απ’ τα πρώτα λεπτά πως ο κίνδυνος για τη ζωή του John Wick έχει αυξηθεί δραματικά. Με τον αφορισμό του απ’ την οργάνωση των εκτελεστών να επισημοποιείται σε ελάχιστα λεπτά και οι επίδοξοι δολοφόνοι του να ακονίζουν ήδη τα μαχαίρια τους για να κερδίσουν τα 14 εκατομμύρια που τους έχουν υποσχεθεί, ο John Wick τρέχει -όσο του επιτρέπουν τα τραύματα με τα οποία τον αφήσαμε στην προηγούμενη ταινία- να προλάβει να κάνει εκείνες τις στρατηγικές κινήσεις που θα του επιτρέψουν να γλιτώσει τη ζωή του ή αν θέλουμε να είμαστε πιο ειλικρινείς, να γλιτώσει τους εχθρικούς συναδέλφους του απ’ τον βέβαιο θάνατο τους.
Αν και τελικά δέχεται κάποιες απροσδόκητες επιθέσεις, οι οποίες μάλιστα τυχαίνει να είναι και απ’ τις πιο εντυπωσιακές όλου του franchise, καταφέρνει να προσεγγίσει παλιούς του γνώριμους, οι οποίοι ρίχνουν περιορισμένες δόσεις φωτός στο παρελθόν του μυθικού πλέον Jonathan, ενώ αποτελούν και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για ταξίδι στην Καζαμπλάνκα! Με αυτόν τον τρόπο, το σενάριο δράττεται την ευκαιρία να επεκτείνει κι άλλο το χτίσιμο κόσμου που έχει ξεκινήσει ήδη απ’ την πρώτη ταινία, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στον περίεργο αξιακό κώδικα των εκτελεστών, όπου μπορεί η δολοφονία να μην είναι ταμπού, αλλά η καταπάτηση των Κανόνων οφείλει να τιμωρηθεί με θάνατο.
Η σκηνοθεσία αποτίει φόρο τιμής σε διάφορες ταινίες του είδους και μη, απ’ το Villainess μέχρι και το Playtime(!), έχοντας πάντα ως βασικό στόχο την καλύτερη δυνατή αποτύπωση των ευφάνταστων χορογραφιών δράσης που πλέον ενσωματώνουν και ένα απ’ τα δυνατότερα χαρτιά του franchise, τα ζώα, τα οποία πολλές φορές αποδεικνύονται εξίσου θανάσιμα με τον John.
Το σενάριο έχοντας αποβάλλει ήδη απ’ το δεύτερο κεφάλαιο τα συναισθηματικά κίνητρα πίσω απ’ τις πράξεις του John, μετατρέπει τον πρωταγωνιστή της ταινίας σε μια σχεδόν άτρωτη μηχανή θανάτου. Παρ’ όλα αυτά, η ερμηνεία του Keanu Reeves (Matrix, Constantine) καταφέρνει να εξανθρωπίσει τον θεϊκό χαρακτήρα του, βάζοντας όσο πάθος και δύναμη του έχει περισσέψει για να επιβιώσει. Βέβαια, ο πιο απολαυστικός χαρακτήρας της ταινίας είναι εκείνος του Laurence Fishburne (Matrix, Hannibal), με τον ηθοποιό να ευχαριστιέται κάθε δευτερόλεπτο της παρουσίας του, υπενθυμίζοντας μας πως η ταινία ποτέ δεν παίρνει τον εαυτό της απόλυτα στα σοβαρά (και αυτό μόνο θετικό είναι!). Ο Ian McShane (Hellboy, American Gods) ο, τι και να κάνει, πάντα θα παραμένει αβίαστα κουλ, ενώ η Halle Berry (Cloud Atlas, X-Men) αναδεικνύεται σε στιβαρή συνεργάτιδα του John. Απ’ τις νέες προσθήκες όμως, εκείνος που λάμπει, ακολουθώντας τα υπερβολικά μονοπάτια του Fishburne, είναι ο Mark Dacascos, ως το μεγαλύτερο fanboy του μυθικού John Wick, με τους δυο τους να μοιράζονται μερικές πρωτότυπες, κωμικές στιγμές σε αναπάντεχες στιγμές!
Αν και το φινάλε είναι λίγο απογοητευτικό, χωρίς όμως να μπορούμε να πούμε περισσότερα λόγω σπόιλερ, τελικά το Parabellum κερδίζει με ευκολία τις εντυπώσεις. Η ταινία είναι άκρως απολαυστική, σέβεται τους θεατές της, χωρίς να προσπαθεί να γίνει κάτι που δεν μπορεί, συνεχίζοντας να μας υπενθυμίζει πως οι ταινίες δράσεις μπορούν να προσφέρουν μια εναλλακτική πρόταση απέναντι στις αναίμακτες υπερηρωικές ταινίες. Το ενδιαφέρον χτίσιμο κόσμου, που είναι καλύτερο από εκείνο της μέσης ταινίας φαντασίας, είναι μονάχα το κερασάκι στην τούρτα, η αφορμή για να συνεχίζουμε να επισκεπτόμαστε τις συγκεκριμένες ταινίες. Ας ελπίσουμε μόνο, η τεράστια επιτυχία τους να μην οδηγήσει σύντομα στον κορεσμό τους.