Το «Γιαρκ» σε μετάφραση της Κατερίνας Φράγκου από τις εκδόσεις Οξύ, αποτελεί έργο του Μπερτράν Σαντινί σε εικονογράφηση του Λοράν Γκαπαγιάρ. Η λυρικότητα που διακρίνει το βιβλίο, οι επιτυχημένες στιχομυθίες και ομοιοκαταληξίες που καθιστούν το έργο ένα ποιητικό πεζογράφημα, αναδεικνύονται μέσα από την εξαιρετική και προσεγμένη μετάφραση της Κατερίνας Φράγκου. Η αφήγηση του Σαντινί είναι απολαυστική, υπαινικτική και χιουμοριστική, χαρακτηριστικά που λειτουργούν με τέτοιο τρόπο ώστε το βιβλίο να είναι ευχάριστο για τον κάθε αναγνώστη.
Το Γιαρκ είναι ένα τριχωτό τέρας που αγαπημένη του λιχουδιά είναι τα παιδάκια. Όχι όμως όλα τα παιδάκια, παρά μόνο τα καλά. Τα κακά του προκαλούν δυσανεξία. Τελικά, όπως συναντούμε και στην περίληψη του βιβλίου, «πού χάθηκαν τα καλά παιδιά;»
Το βιβλίο ξεκινάει από μία φράση του Τζον Λοκ το 1693,
«Κάτι που παρατηρώ στα παιδιά είναι ότι έχουν την τάση να κακομεταχειρίζονται όλα τα πλάσματα στα οποία ασκούν εξουσία».
Από τη φράση αυτή μας δίνεται μία πρόγευση για αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει. Αναρωτιόμαστε γιατί τα παιδιά, συγκεκριμένα, έχουν αυτήν την τάση; Στην αρχή του κυρίως αφηγήματος ξεκαθαρίζει το τοπίο, αφού ο συγγραφέας παραδέχεται πως «Το πιο διαδεδομένο είδος τέρατος στη Γη είναι ο Άνθρωπος.» Μπορεί αυτή η φράση να φαντάζει, ειδικά στις μέρες μας, κλισέ, είναι ωστόσο μία σύνδεση με τη φράση του Τζον Λοκ αλλά και μια επισήμανση για να απαντήσουμε στην ερώτηση που προέκυψε από τη φράση αυτή. Γιατί «τα παιδιά έχουν την τάση να κακομεταχειρίζονται όλα τα πλάσματα στα οποία ασκούν εξουσία;» Είναι γνωστό πως τα παιδιά δεν έχουν διαμορφώσει ακόμα τα φίλτρα της ενηλικίωσης. Απορροφούν ασυνείδητα ιδέες και υιοθετούν πρότυπα και συμπεριφορές. Αν αυτά είναι αρνητικά, τότε τα παιδιά μπορούν να γίνουν ιδιαίτερα σκληρά. Μπορούμε να σκεφτούμε περιπτώσεις παιδιών που ασκούν bullying, γίνονται βίαια, φτάνουν ακόμα και σε σημείο να εγκληματίσουν. Το βιβλίο αυτό λοιπόν, δεν έχει σκοπό να κατηγορήσει τα «κακά» παιδιά αλλά να μας προβληματίσει σχετικά με το για ποιο λόγο δεν συναντούμε πλέον πολλά «καλά» παιδιά. Οι ενήλικες έρχονται λοιπόν, αντιμέτωποι με τον φόβο της ανατροφής ενός παιδιού ενώ τα παιδάκια με τον φόβο ενός καινούργιου τέρατος.
Αν και «Το Γιαρκ» αναφέρεται σε όλες τις ηλικίες, προσωπικά θεωρώ πως σαν ανάγνωσμα ταιριάζει περισσότερο σε έφηβους και σε ενήλικες γιατί το περιεχόμενό του είναι ιδιαίτερα αλληγορικό αλλά και αρκετά σκοτεινό, σε σημείο που να καταντά τρομακτικό (ιδιαίτερα για τις μικρότερες ηλικίες). Οι ιστορίες του γίνονται ακόμα τρομακτικότερες χάρη στην πανέμορφη ασπρόμαυρη εικονογράφηση του Λοράν Γκαπαγιάρ. Πρόκειται για ένα παραμύθι φανερά επηρεασμένο απ’ την κληρονομιά των αδερφών Γκριμ και ανατριχιαστικών παιδικών ιστοριών, όπως ο Χάνσελ και η Γκρέτελ. Το Γιαρκ είναι η ιστορία ενός εναλλακτικού μπαμπούλα, ο οποίος αντί να κυνηγάει τα «κακά» παιδιά, έχει ιδιαίτερη αδυναμία στα «καλά».
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, «Το Γιαρκ» είναι ένα τριχωτό φτερωτό τέρας, αρκετά πανούργο. Δεν είναι άτρωτο, έχει αδυναμίες, όπως σχεδόν πάντα όλα τα τέρατα. Πρώτη αδυναμία του είναι τα «κακά» παιδάκια. Το τέρας αυτό απολαμβάνει μόνο τα «καλά». Στην υπόθεση όμως δυσκολεύεται να βρει «καλά παιδάκια». Διασχίζει χώρες, ηπείρους ολόκληρες, δεν κάνει διακρίσεις. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να εντοπίσει αυτό που τόσο επιθυμεί. Τελικά όμως, αυτή η προσπάθεια αποδεικνύεται άκαρπη καθώς δεν βρίσκει αυτό που τόσο πολύ αναζητά.
Η ιστορία δεν στερείται αλληγοριών και κοινωνικών σχολίων. Ένα από αυτά βρίσκουμε σε ένα σημείο όπου ο αφηγητής μας αναφέρει πως το τέρας στην πραγματικότητα θα προτιμούσε να τρώει τα «κακά» παιδάκια, με κάποιον τρόπο να τα τιμωρούσε για τις κακές τους πράξεις, και τελικά καταλήγει στο σχόλιο πως:
« Η φύση, όμως, δεν έχει ηθική και δεν τη νοιάζει το καλό και το κακό να ξεχωρίζει.
Κι από τα παλιά τα χρόνια, οι καλοί τρώγονται πρώτοι.»
Ο αφηγητής κάνει και μια αναφορά στη σύγχρονη εποχή, μιλάει για τα «μοντέρνα παιδιά» και αναπολεί μέσω του τέρατος τις παλιότερες εποχές.
«Η εποχή μας δυστυχώς δεν καταστρέφει μόνο την παιδική ψυχή. Τρώγοντας κακή τροφή, το μοντέρνο το παιδί έχει χάσει κάθε αξία θρεπτική»
Και η εικονογράφηση συμπληρώνει χιουμοριστικά την «αντίληψη» για το σύγχρονο παιδί.
Το τέρας ταυτόχρονα, βρίσκει άλλες ιδέες προκειμένου να καταφέρει να εντοπίσει ένα «καλό» παιδί. Τελικά, μετά από όλες τις περιπέτειες που θα περάσει θα εγκλωβιστεί, κατά κάποιον τρόπο, συναισθηματικά. Όταν όλοι σε αντιμετωπίζουν σαν τέρας, είναι εύκολο να αποστασιοποιείσαι και να αποκρούεις τα συναισθήματά σου. Όταν όμως αντιμετωπίζεις μία νέα συμπεριφορά, μία πρωτόγνωρη κατάσταση, πώς συμπεριφέρεσαι; Αυτή η κατάσταση που θα διαμορφωθεί, θα αποτελέσει και τη δεύτερη αδυναμία του τέρατος. Πώς ένα αποξενωμένο τέρας θα αρχίσει να νιώθει; Θα αρχίσει να αγαπά; Ποιο ρόλο θα παίξει η αγάπη γενικότερα;
Το αγαπημένο μου κεφάλαιο του βιβλίου αποτελεί το κεφάλαιο με τον τίτλο «Τα άγρια παιδιά». Θα παραθέσω την αρχή:
«Η γέννηση ενός παιδιού είναι πάντα πολύ σημαντικό γεγονός. Η άφιξη του στον φιλόξενο κόσμο των ανθρώπων γιορτάζεται πράγματι με κουφέτα, σαμπάνιες και για τους πιο τυχερούς με το άνοιγμα αποταμιευτικού λογαριασμού. (Υπαινικτικό σχόλιο)
Αλλά αυτή η χρυσή εποχή κρατάει ελάχιστα!
Με την πάροδο του χρόνου το παιδί δυστυχώς χάνει την αρχική του γοητεία. Το σώμα κι ο χαρακτήρας φθείρονται σε κάθε γενέθλια. Ο χρόνος το βαραίνει, το παραμορφώνει, το αποβλακώνει… Ποιος ευθύνεται γι’ αυτό; Μα το ενήλικο τέρας που μεγαλώνει μέσα του, σαν παρασιτικό φυτό που κατακλύζει τον κήπο.»
Ο αφηγητής καλεί το ενήλικο αναγνωστικό κοινό να αναλάβει τις ευθύνες του. Μία προσωπική εναλλακτική ερμηνεία είναι πως τελικά το Γιαρκ είναι το τέρας της ενηλικίωσης που τρέφεται με τη γνήσια αθώα παιδικότητα. Στο τέλος, η ιστορία κλείνει πολύ αισιόδοξα. Προσωπικά, μου υπενθυμίζει πως η αγάπη και η παιδικότητα είναι στοιχεία απαραίτητα για την επιβίωσή μας σε αυτόν τον ανυπόφορο, για πολλούς, κόσμο. Σίγουρα ένα βιβλίο που μπήκε στη λίστα των top 10.