Leatherface- Εκεί που τα franchise πάνε για να πεθάνουν

Nίκος Γιακουμέλος Από Nίκος Γιακουμέλος 4 Λεπτά Ανάγνωσης

Η αέναη μανία και η δίψα των μεγάλων στούντιο να σέρνει πολλά γερασμένα franchise στο κρεβάτι του Προκρούστη για κάποιο ριζικό lifting ή μια πλαστικοποιημένη συνέχεια χτυπά ξανά. Πολλές φορές αυτό καταλήγει σε μια κενή αποτυχία, όπως το πρόσφατο Mummy ή ένα οποιοδήποτε Τransformers. Τι γίνεται όμως όταν τα ηνία αναλαμβάνουν δύο πολλά υποσχόμενοι νέοι σκηνοθέτες, οι οποίοι υπόσχονται πως θα δώσουν σε ένα  franchise τόσο γερασμένο και ξεπερασμένο όπως αυτό του Texas Chainsaw Massacre μια δεύτερη νιότη,  συνδυασμένη με μια κοινωνική χροιά;

Τίποτα.

Το Leatherface των Alexandre Bustillo  και Julien Maury (Aux yeux des vivants, À l’intérieur), ενώ πράγματι ευαγγελίζεται μια πιο κοινωνική και ρεαλιστικά προσγειωμένη οπτική στο καθαρά gore exploitation franchise του Δολοφόνου με το πριόνι, βρίσκεται προς εκπλήξεως όταν διαπιστώνει πως για να κάνει κάτι τέτοιο πρέπει να τραβήξει το αρχικό υλικό του από τα μαλλιά. Το σκηνοθετικό δίδυμο βάζει στην παλέτα του μια ευρεία γκάμα χαρακτήρων, όπου ο ένας ξεπερνά τον άλλον σε γραφικότητα και campiness αδυνατώντας  από την μία να βγάλουν την όποια κοινωνική υπόσταση είχε μέσα της μια τέτοια σειρά ταινιών, αλλά και το gore στοιχείο που θα περίμενε κανείς από ένα hack and slash horror movie. Χωρίς να μπορεί να αποφασίσει τι θέλει να κάνει, το Leatherface σπαταλά χρόνο, φιλμ και τα χρήματα των θεατών.

 

Η ταινία μοιάζει σαν να αγνοεί το αρχικό της υλικό και να επικεντρώνεται σε άλλες ταινίες οι οποίες επηρεάστηκαν από την πρώτη. Ετσι αντιγραφές όπως τα Devil’s Rejects και Mother’s Day είναι διάσπαρτες μέσα στην ιστορία αλλά και στην αισθητική της. Μπορεί πράγματι να θέτονται θέματα όπως η διαπαιδαγώγηση, η κρατική καταστολή και η αντιμετώπιση των ψυχικά ασθενών, όλα όμως είναι επιδερμικά και στην τελική δεν λειτουργούν παρά σαν πρόφαση για άλλο ένα ξέσπασμα καρτουνίστικης βίας, η οποία παραμένει χωρίς αντίκτυπο, αφού ούτε για μια στιγμή κάποιος χαρακτήρας δεν φαντάζει αληθινός ή έστω ενδιαφέρον.

Στο επίπεδο των ερμηνειών, τα πράγματα είναι τόσο άσχημα και ξύλινα που μέχρι και ένας κλασικός b-list ηθοποιός, όπως ο Stephen Dorff (Blade, Riders) κατάφερε και ξαναεμφανίστηκε στην μεγάλη οθόνη, ενώ το μεγαλύτερο όνομα της ταινίας δεν είναι άλλος από την απογοήτευση που ακούσει στο όνομα Finn Jones (Iron Fist, Defenders, Game of Thrones). Η μόνη που άξιζε κάτι καλύτερο από αυτή την μεταχείριση ήταν η Lili Taylor (To the Bone , Το κάλεσμα) η οποία αξιοποίησε την εμπειρία της από άλλες, καλύτερες ταινίες τρόμου, και κατάφερε και προσέδωσε έναν κάπως ψυχαναλυτικό χαρακτήρα στην ιστορία. Μεγάλες ελλείψεις είχε και ο James Bloor ( Dunkirk), ενώ ήταν πραγματικά εκπληκτικό το πόσο κενή ήταν η παρουσία της Vanessa Grasse (It Came from the Desert ).

Με μια ελαφρά δόση υπερβολής, το Leatherface διεκδικεί τον τίτλο της χειρότερης ταινίας του σύμπαντος του Texas Chainsaw Massacre όχι επειδή είναι πράγματι η χειρότερη, αλλά επειδή, σε αντίθεση με τις πιο υποδεέστερες προσθήκες της σειράς, υποσχέθηκε κάτι που δεν ήταν σε θέση να τηρήσει. Και η ειλικρίνεια μερικές φορές μετρά περισσότερο.

Μοιραστείτε το Άρθρο
Γεννήθηκε με μεγάλη επιτυχία αλλά μετά άρχισε καπου να δυσκολεύει το πράγμα. Σπούδασε Επικοινωνία και μετά αποφάσισε πως δεν του αρέσει να επικοινωνεί. Όνειρο του να μετακομίσει στην Σαχάρα όπου θα έχει ησυχία, αλλά μέχρι να το καταφέρει δουλεύει κωπηλάτης.