Κάθε Marvel σειρά του Disney+ είχε τις επιτυχίες και τις αποτυχίες της, καμία ωστόσο δεν κατάφερε να φτάσει ακριβώς στον στόχο της ως κάτι παραπάνω από μία ακόμα προσθήκη στο ευρύτερο οικοδόμημα του MCU. Το WandaVision, βασισμένο πολύ αμυδρά στο μεταμοντέρνο ειρωνικό αριστούργημα Vision του Tom King, είχε κάποιες καλές ιδέες στην αρχή του για τη θεώρηση της (αμερικανικής) τηλεόρασης και τη θέση της στη σύγχρονη ζωή ως comfort zone, γρήγορα όμως αυτά χάθηκαν ξανά μπροστά στο δέλεαρ ενός υπερηρωικού κλωτσομπονιδιού. Το Falcon and the Winter Soldier ήταν, στον πυρήνα του, μια AMERICA FUCK YEAH σειρά, η οποία ούτε ενδιαφέρθηκε ούτε ήθελε να εξετάσει ούτε τις υπόνοιες που άφησε για το deep state και το πολιτικο/στρατιωτικό οικοδόμημα στο οποίο βασίζεται η ισχύς των ΗΠΑ, ούτε και το προσφυγικό ζήτημα, το οποίο βέβαια δεν μπορούσε να εξετάσει κάτω από ένα τόσο σαθρό, liberal, πνεύμα. Το Hawkeye πάλι ήταν ένα παραδοσιακό Disney Channel Christmas special, το οποίο όχι απλά εισήγαγε κάποιους πολύ κακογραμμένους νέους χαρακτήρες, αλλά φέρθηκε και με απαίσιο τρόπο στους παλιούς. Ήταν όμως μόνο το Loki που κατάφερε να ξεχωρίσει όχι απλά ως ένας ακόμα προωθητικός κρίκος του MCU, αλλά και μια πανέμορφη οπτικά σπουδή για έναν από τους καλύτερους χαρακτήρες που ξεπήδησαν από το κινηματογραφικό σύμπαν της Marvel.
ΤοLoki δε βασίζεται απλά στη γοητεία του Tom Hiddleston ( Thor: Ragnarok, Crimson Peak) ο οποίος, μετά από 10 χρόνια στον ρόλο τον έχει κατακτήσει πλήρως, ούτε στην έννοια του πολυσύμπαντος, το οποίο εδώ εισάγεται πλήρως. Η σειρά του Michael Waldron (Rick and Morty, Good Game) καταφέρνει με έναν ιδιαίτερο τρόπο να δομεί μια ιστορία εξιλέωσης πολύ πιο πλήρης και βαθιά από ότι στην τελευταία εμφάνιση του χαρακτήρα, το μοιραίο Avengers: Ιnfinity War. Μας δίνει τον Loki που αγαπήσαμε στο πρώτο Avengers: βαθιά εριστικό, χαοτικό, μεγαλομανή και αυτάρεσκο και τον αποδομεί μπροστά στα μάτια μας, για να βρει τον πυρήνα του: ένα παιδί που απλά βρήκε τη θέση που νόμιζε ότι αξίζει στη σκανδαλιά, που ποτέ δε του έδωσαν τον χώρο που άξιζε και βάλθηκε να τον διεκδικήσει καταστρέφοντας τα πάντα γύρω του. Τελικά, έναν άνθρωπο που τα ξεσπάσματα του για προσοχή και η τιμωρία που αυτά επέφεραν τον έκαναν να πιστεύει πως μόνο αυτό αξίζει: τιμωρία που γεννήθηκε και που υπάρχει. Πίσω από τη εγωμανία του, ο Waldron και ο Hiddleston αντιμετωπίζουν κάθε πτυχή, κάθε variant του χαρακτήρα, σκαλίζουν και βρίσκουν τον πυρήνα του χαρακτήρα: μια απέραντη μοναξιά και διάθεση να ξεφύγει από το ίδιο πράγμα που έτρεχε να φτιάξει: ένα Εγώ που δεν αναγνώριζε και τελικά δεν μπορούσε να το αποδεχθεί.
Ίσως και για αυτό είχε τέτοια σημασία ο αυτάρεσκος έρωτας του για το άλλο του μισό, τη Sylvie της Sophia Di Martino (Flowers, Into the Badlands ), έναν εξαιρετικό χαρακτήρα με παρόμοια αφετηρία αλλά πολύ διαφορετικό ταξίδι. H Di Martino καταφέρνει και παρουσιάζει με μεγάλη ευρωστία όλες τις πτυχές του χαρακτήρα της, από τη δύσπιστη δολοφόνο, στην ερωτευμένη στρατιώτη που τελικά την κερδίζει η εκδίκηση, αρνούμενη να θυσιάσει τα μαθήματα του πόνου και της μοναξιάς που σμίλεψαν τη δική της προσωπικότητα.
Εδώ γενικά βλέπουμε πως ενώ σκοπός της Marvel ήταν η εισαγωγή του Multiverse για την επόμενη της φάση, ο Waldron το χρησιμοποιεί σε πρώτo επίπεδο για να κάνει ένα ταξίδι αυτογνωσίας και ενδοσκόπησης στον κεντρικό του χαρακτήρα. Γνωρίζοντας όλο και πιο παράξενες πλευρές του εαυτού του, που είναι εξίσου αληθινές με τον ίδιο, ο Loki έρχεται αντιμέτωπος με όλα αυτά που θα μπορούσε να είναι και τελικά γίνεται κάτι που ούτε ο ίδιος δε θα περίμενε. Ένας Loki ικανός να συγχωρήσει και να αποδεχτεί τον εαυτό του.
Παράλληλα, βοήθεια προσφέρει ίσως ο καλύτερος υπερηρωικός φίλος που έχουμε δει, ο Mobius του (wow) Owen Wilson ( Νο Εscape, Midnight in Paris) o oποίος, με άνεση βετεράνου, πηγαίο χιούμορ και μια σχεδόν πατρική ζεστασιά πλαισιώνει τον Hiddleston στο καλύτερο ντετέκτιβ δίδυμο όχι μόνο της σειράς, αλλά και όλου του 2021. «Mπορείς να γίνεις όποιος θέλεις, ίσως και κάποιος καλός» λέει σε κάποια στιγμή ο παθιασμένος με τα jet ski Mobius και η οθόνη μας πλημύρισε αποδοχή…
Ταυτόχρονα, η όλη η παραγωγή του Loki απέχει παρασάγγας από τα υπόλοιπα show του Disney+. Εμπνευσμένη από μια 50s, ρετροφρουτουριστική και οριακά μπρουταλιστική αισθητική, (η οποία βέβαια στο μυαλό των Αμερικανών συντελεστών σκοπό είχε να στηλιτεύσει τη σοβιετική γραφειοκρατία και τη συλλογική της σκέψη, όπως αυτή αντιτίθεται στην έωλη αίσθηση του ατόμου, στην οποία βασίζεται η αμερικανική σκέψη, τουλάχιστον σε επίπεδο μαζικής κουλτούρας) η σειρά μας έρχεται με μια πανέμορφη εικονογραφία, τόσο σε σκηνικά όσο και σε ύφος.
Ταυτόχρονα, αξίζει και μια ειδική αναφορά στους ανατρεπτικούς κακούς της σειράς. Eδώ, πέρα από τον εξαιρετικό Kang (ή, ορθότερα, He Who Remains) του Jonathan Majors (Lovecraft Country, Da 5 Bloods) εδώ θα βάλουμε και την animated Miss Minutes της Tara Strong (Young Justice, American Dad!). Είναι βέβαια ο Jonathan Majors ο οποίος και με ταπεινή απλότητα και τρομερή ενέργεια υποδύεται τον επόμενο BBEG όλου του MCU και ανυπομονούμε να τον δούμε!
Βέβαια, το πρόβλημα της σειράς, όπως και κάθε άλλης σειράς του MCU είναι ακριβώς αυτό: το MCU. Στην προσπάθεια τους να στήσουν κάθε φορά το επόμενο μεγάλο event, οι προσωπικές ιστορίες των χαρακτήρων ουσιαστικά δεν μετράνε και τόσο. Συγχρόνως το πολλές φορές πιεσμένος και forced χιούμορ της Marvel εισβάλει σε κάθε προσωπικό project, ακόμα και όταν δεν κολλά καθόλου με την εκάστοτε σκηνή. Βέβαια ο Waldron βρίσκει την ευκαιρία και χρησιμοποιεί αυτό το χιούμορ για κάποιες πολύ τραγικές στιγμές ειρωνείας, σώζοντας κάπως την κατάσταση.
To Loki, σε μια χρονιά γεμάτη αλλά ποιοτικά θολή για τη Marvel, κατάφερε και ξεχώρισε από όλα της τις παραγωγές, τηλεοπτικές και κινηματογραφικές. Ελπίζουμε, όταν έρθει η ώρα για τη δεύτερη σεζόν, η οποία προφανώς θα έχει επηρεαστεί από την πορεία των μέχρι εκείνη τη στιγμή ταινιών, να κρατήσει τη δική της προσωπικότητα και να συνεχίσει το ταξίδι του God of Mischief για έναν καλύτερο Loki. Αυτό είναι και το GLORIOUS PURPOSE του Disney+.