«Δεν καταλαβαίνω γιατί η αγάπη μεταξύ μιας μητέρας και ενός γιού δεν μπορεί να είναι ακριβώς όπως οι άλλες αγάπες. Γιατί δεν μπορούμε να πάψουμε να αγαπιόμαστε. Γιατί δεν μπορούμε να χωρίσουμε».
Η Κονστάνς Ντεμπρέ ήταν διακεκριμένη ποινικολόγος, επί 20 έτη μαζί με τον σύζυγό της, Λωράν, και μητέρα του 8χρονου γιού της, Πωλ. Ζούσε μια ζωή τακτοποιημένη, φιλήσυχη, σύμφωνη με τις συμβάσεις της μεγαλοαστικής καταγωγής της – μέχρι που αποφάσισε να εγκαταλείψει τον Λωράν για να ζήσει ελέυθερα, πλέον ως ομοφυλόφιλη γυναίκα. Όταν τρία χρόνια μετά τον χωρισμό τους ανακοινώνει στον πρώην άντρα της τη νέα σεξουαλική της ταυτότητα και του ζητά διαζύγιο, εκείνος καταθέτει αίτηση για αποκλειστική επιμέλεια του γιού τους, την οποία και κερδίζει. Βάση του αιτήματός του, η στροφή της προς τη διαστροφή και την ανηθικότητα, ο, δήθεν, κίνδυνος στον οποίο θέτει τον γιό τους μέσω της συναναστροφής του με τους ομοφυλόφιλους φίλους της, αλλά και το μέγιστο όπλο του, ο ίδιος ο Πωλ, τον οποίο στρέφει εναντίον της και πλέον αρνείται να έχει επαφές μαζί της. Η Κονστάνς ξεκινά έναν πολυετή, επώδυνο και εξαντλητικό, δικαστικό αγώνα για να κερδίσει πίσω έστω το δικαίωμα επικοινωνίας με τον γιό της, όσο ταυτόχρονα ξοδεύει τις μέρες της κάνοντας σεξ δίχως συναίσθημα με περιστασιακές ερωμένες, χωρίς μόνιμη στέγη και περιουσιακά αντικείμενα στην κατοχή της, μια ζωή μποέμικη, σχεδόν ασκητική, μα καθ’ όλα ελεύθερη.
Η Κονστάνς Ντεμπρέ, στο τρίτο βιβλίο της, που σημείωσε μεγάλη επιτυχία στη Γαλλία και κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση της Χαράς Σκιαδέλλη, γράφει τα απομνημονεύματα μιας οδυνηρής, μα ταυτόχρονα απελευθερωτικής, εποχής της ζωής της: όταν έχασε τον γιό της αλλά κέρδισε την ταυτότητα και την ανεξαρτησία της. Αφήνει πίσω της το ελίτ επάγγελμα της ποινικής δικηγορίας και το πρεστίζ που αυτό φέρει για τη συγγραφή και τη λογοτεχνία, τον straight, μονογαμικό συζυγικό βίο και τη μητρότητα, ως κοινωνικά επιβεβλημένους ρόλους, για μια νέα εξωτερική εμφάνιση, μια νέα σεξουαλικότητα, έναν καινό τρόπο να υπάρχει.
Η Ντεμπρέ βυθίζεται στις λεπτομέρειες της ζωής και της καθημερινότητάς της, καταγράφει τον τρόπο που ντύνεται, τα καφέ όπου πηγαίνει, τις γυναίκες με τις οποίες κοιμάται και τις σεξουαλικές τους περιπτύξεις. Ο χώρος που καταλαμβάνει είναι πλέον περιορισμένος, κυριολεκτικά (τα 9τμ πίσω από το Πάνθεον, ένα στρώμα μόνο στο δάπεδο δίχως κανένα έπιπλο, τα απολύτως απαραίτητα για να ζει) και μεταφορικά (οι ταυτότητες που έχει απολέσει, της συζύγου, μητέρας και ευυπόληπτης μεγαλοαστής), όμως είναι ολόδικός της, ένα αμιγώς προσωπικό και ειλικρινές πεδίο έκφρασης και ύπαρξης.
Περιγράφει τις ταξικές διαστάσεις της κοινωνικής απομόνωσης και περιθωριοποίησής της: η Ντεμπρέ εγκατέλειψε όχι μόνο τη σεξουαλική της ταυτότητα, τον συζυγικό και μητρικό ρόλο, τα έμφυλα καθήκοντά της, αλλά και την τάξη της, το επάγγελμα και τη μεγαλοαστική της καταγωγή, για μια ζωή καθημερινής βιοπάλης και ένδειας, όπου εξασφαλίζει τα προς το ζην με πενιχρές προκαταβολές, δανεικά και μικροκλοπές. Επιθυμεί όσο το δυνατόν λιγότερη ιδιοκτησία, υλικών αγαθών, κατοικίας, ανθρώπων και σεξουαλικών παρτενέρ – οι ερωτικές της περιπτύξεις θυμίζουν εμπορικές συναλλαγές, αμιγώς σαρκικές, άνευ συναισθήματος και συνήθως εφήμερες, το αποτύπωμά της στον καπιταλισμό και τη μικροαστική, συντηρητική κοινωνία όσο το δυνατόν μικρότερο. Γράφει απενοχοποιημένα για το σεξ που κάνει με τις ερωτικές συντρόφους της, τα χαρακτηριστικά των σωμάτων τους και τις προτιμήσεις τους, μια πραγματεία της σεξουαλικής αντικειμενοποίησης ως σωματική αυτοδιάθεση. Η Ντεμπρέ απορρίπτει τις ετεροκανονικές συμβάσεις που η κουήρ κοινότητα, μετά τη θεσμική κατάκτησή τους, σταδιακά υιοθετεί, τη μονογαμία, τον γάμο και την οικογένεια, για μια ζωή μονήρη, ασκητική, αμετανόητα ηδονιστική.
Όμως, πρόκειται για συνειδητή πολιτική στάση ή για απότοκο της προϊούσας κατάθλιψής της, για επιλογή ή για αδυναμία να αισθανθεί, να συνδεθεί, να αγαπήσει; Τελικά, η απώλεια του γιού της, ο χώρος που άφησε η απουσία του από τη ζωή της, οδηγεί σε περισσότερη ελευθερία ή σε περισσότερη θλίψη, αποσύνδεση από τον εαυτό και το συναίσθημα; Η Ντεμπρέ θέτει δυσεπίλυτα ερωτήματα, ψυχαναλυτικής, πολιτικής μα και αμιγώς προσωπικής φύσεως, τόσο στον αναγνώστη όσο και στον ίδιο της τον εαυτό, ανατέμνει χειρουργικά τη ζωή, τις αναμνήσεις και τον ψυχισμό της, προσπαθεί να ξεδιαλύνει τα συναισθήματα και τις επιλογές της. Η γλώσσα της είναι απλή και άμεση, οι προτάσεις μικρές και κοφτές, ο ρυθμός μεστός και στακάτος – η Ντεμπρέ μοιάζει να μην ενδιαφέρεται για λογοτεχνικές φιοριτούρες, παρά μόνο για τη ρεαλιστική, αιχμηρή καταγραφή και τους πολιτικούς στοχασμούς που το βίωμα εμπνέει.
Ταυτόχρονα, καταθέτει ένα καταγγελτήριο, ένα δριμύ κατηγορώ εναντίον του συντηρητικού, ομοφοβικού συστήματος αστικής δικαιοσύνης, που εξαρτά απροκάλυπτα το δικαίωμα στη γονεϊκότητα από τη συμμόρφωση στις κοινωνικές συμβάσεις της κυρίαρχης ιδεολογίας, ένα δικαϊκό σύστημα όπου οι ομοφυλόφιλοι θεωρούνται δυνητική απειλή, τα βιβλία του Σαντ και του Μπατάιγ πειστήρια σεξουαλικής διαστροφής και εγκληματικότητας. Η Ντεμπρέ βρίσκεται αντιμέτωπη με την αρτηριοσκληρωτική γραφειοκρατία ενός δύσκαμπτου συστήματος απονομής δικαιοσύνης, όπου επιτρέπεται να δει τον γιό της ανά δεκαπενθήμερο και μόνο υπό το άγρυπνο βλέμμα ειδικών, όπου η ηθική κρίση για την ίδια και τη ζωή της εξαρτάται από έναν διορισμένο από το κράτος ψυχίατρο, αντιμέτωπη με ένα Κράτος προκατειλημμένο και ομοφοβικό, που παρά τον δήθεν δικαιωματισμό του και την ψευδεπίγραφη ισότητα στον γάμο για τα ομόφυλα ζευγάρια, συνεχίζει να αντιμετωπίζει την ομοφυλοφιλία σαν μιαρότητα και εν δυνάμει ποινικό αδίκημα – μια κοινωνική πραγματικότητα καθόλου αλλότρια στην ελληνική. Κι όμως, εκείνη αντιστέκεται σθεναρά, όχι με τις πράξεις της αλλά με την απουσία τους, με τη σταθερότητα και την αδιαλλαξία με την οποία συνεχίζει να ζει όπως επέλεξε.
Τι συμβαίνει όταν η ελευθερία συγκρούεται με την αγάπη, όταν οι ρόλοι και οι ταυτότητες αποτελούν τροχοπέδη, όταν χρειάζεται να εγκαταλειφθούν; Η αγάπη παραμένει, ένα έμφυτο ένστικτο δίχως δυνατότητα απαγκίστρωσης από αυτό, ή φεύγει – τελικά, η μητρική αγάπη είναι ανάγκη ή επιλογή; Η Ντεμπρέ δε γνωρίζει μετά βεβαιότητας την απάντηση, όμως σκάβει βαθιά στα μύχια της ψυχής της για να τη βρει, σε αυτό το συγκλονιστικό, σπαρακτικό memoir, προσωπικό και συνάμα βαθιά πολιτικό, μια de profundis μαρτυρία απώλειας, και αναγέννησης.