Ένας παράνομος έρωτας και μία ληστεία θέτουν σε κίνηση γεγονότα που κανείς δεν μπορεί να σταματήσει. Σύντομα μια μικρή πόλη στην ελληνική επαρχία θα γεμίσει πτώματα και «η Ωραία Κοιμωμένη Όλγα δεν θα μάθει ποτέ από τι πραγματικά έχει γλιτώσει».
Το «Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς», που ξαναβγαίνει στους κινηματογράφους μετά τον ζόφο της καραντίνας εκφράζει την πιο ώριμη και ολοκληρωμένη δουλειά του Γιάννη Οικονομίδη. Σε αυτό άλλωστε βοηθά όχι μόνο η πλέον πιο κατασταλαγμένη του προσωπική εμπειρία από διεθνή φεστιβάλ και θέατρο, αλλά και η συμβολή τόσο των στενών του συνεργατών, όπως ο Χάρης Λαγκούσης, αλλά και του συγγραφέα του καταιγιστικού «Γκιακ» Δημοσθένη Παπαμάρκου.
Το σινεμά που κάνει ο Γιάννης Οικονομίδης είναι σίγουρα ιδιαίτερο και βαθιά προσωπικό. Οι ταινίες του βρέθηκαν πολύ μακριά από τη θεωρητικόλατρεία που ταλανίζει αρκετούς έλληνες δημιουργούς, που στην καλύτερη δημιουργεί μια ασυνέχεια μεταξύ σκοπού και μέσων, ενώ στη χειρότερη αγγίζει τα όρια του δήθεν. Αντίθετα ο Οικονομίδης αγκάλιασε την αμεσότητα, τη βία και την ειλικρίνεια που πηγάζει μέσα από αυτή, είτε αυτή εκφράζονταν με βρισιές είτε με σφαίρες.
Έτσι λοιπόν και η νέα του ταινία, το «Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» μετακομίζει από τους σχιζοειδείς λαβυρίνθους της πόλης στους ανοικτούς χώρους της ελληνικής επαρχίας, χωρίς όμως ούτε εκεί να διαφαίνεται κάποια διαφυγή για όσους εμπλέκονται στις ιστορίες του.
Χτίζοντας πάνω στη φόρμα του νεονουάρ όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα στις δεκαετίες από την ευρωπαϊκή κινηματογραφική εμπειρία, ο Οικονομίδης καταφέρνει να δαμάσει τα θέματα του και να τα συνδυάσει με μια εικόνα της ελληνικής επαρχίας η οποία πάλλεται από ζωή, βία, ακυρωμένες επιθυμίες, ματαιωμένη επικοινωνία η οποία σπαράζει μέσα στις αμέτρητες βρισιές των ηρώων του, ακόμα και όταν το θέμα της συζήτησης δεν το απαιτεί.
Λίγες κουβέντες στον κινηματογράφο του Οικονομίδη δεν έχουν ένταση. Οι περισσότερες είναι έτοιμες να εκραγούν από συναισθήματα, είτε αγάπης είτε μίσους είτε ακόμα και σεβασμού. Όλα μοιάζουν σα γροθιά στο πρόσωπο. Όμως, όταν το αρχικό μούδιασμα και σοκ φύγει, ο θεατής παρατηρεί πλέον τους ήρωες καλύτερα και, κυρίως, τι τους ωθεί σε έναν τέτοιο κώδικα επικοινωνίας.
Γιατί οι τραγουδιστές της καψούρας, οι μαφιόζοι, οι βιομήχανοι, οι φυλακισμένοι και οι δολοφόνοι ήρωες που επιλέγει να ακολουθήσει ο σκηνοθέτης, δεν έχουν άλλον τρόπο έκφρασης.
Βίωσαν βία μια ζωή ολόκληρη με τρόπο τοξικό, όπου ακόμα και η μητέρα τους τους αποπαίρνει και τους φωνάζει «να φαν σκατά» όταν την εκνευρίζουν και τους προκαλεί συνέχεια «να είναι άντρες», να μη λυγίζουν.Όπου ο περίγυρος τους που δε σεβόταν παρά μόνο τη δύναμη. Όπου οι φίλοι τους τους βρίζουν συνεχώς, όπου δεν μπορούσαν να δείξουν σε κανέναν αδυναμία ή να συζητήσουν έναν έρωτα, από φόβο μη τους πουν «φλώρους» και «σχεσάκηδες». Όπου τα αφεντικά τους τους χτυπουν. Όπου η αστυνομία, που πολύ εύκολα δέρνει έναν χρήστη ναρκωτικών, αλλά δίνει τα χέρια με τον έμπορο, τους κυνηγαει.Έμαθαν μια τοξική επικοινωνία, απτή και άμεση. Με αυτή λοιπόν καλούνται να πορευτούν.
Και όμως διαφαίνεται πως είναι κάτι που δε θέλουν. Οι χαρακτήρες του Οικονομίδη πεθαίνουν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, για λίγη αγάπη, για λίγη κατανόηση. Όταν τη βρίσκουν, μπορούν να κάνουν τα πάντα για αυτή. Και ας την εκφράζουν ως καψούρα γιατί δεν μπορούν να κάνουν κάτι άλλο. Και ας μην μπορούν, τελικά, να την αποκτήσουν για πολύ.
Αυτές οι πνιγηρές διαπροσωπικές σχέσεις αναδύονται άλλωστε και από την πλοκή, την οποία προωθούν και την ίδια στιγμή καταδικάζουν. Γιατί σχέσεις βίας, τελικά μόνο σε βία μπορούν να καταλήξουν, καταστροφική για όλους. Ή τουλάχιστον για όσους δεν μπορούν να φανταστούν έναν άλλον τρόπο ζωής.
Τα γενικά, καλοστημένα, σχεδόν καταπραϋντικά πλάνα της ελληνικής επαρχίας, των σπαρμένων χωραφιών, των αγρών, του ανοικτού ουρανού και του δρόμου που περιμένει να ταξιδευτεί είναι μια οξεία αντίθεση με τις διαθέσεις των ανθρώπων. Πράγματι, φαίνεται από νωρίς ότι εκτός της βίας είναι πολύ δύσκολο να υπάρξει άλλη διαφυγή. Ακόμα και οι μετακινήσεις που γίνονται στον χώρο δεν προσφέρουν καμιά σωτηρία, είναι μονάχα προσωρινές ή, ακόμα χειρότερα, παγίδες…
Μπροστά από τις κάμερες, οι παλιοί γνώριμοι του σκηνοθέτη Βίκυ Παπαδοπούλου, Γιάννης Τσορτέκης,(προφανώς ο) Βαγγέλης Μουρίκης, Στάθης Σταμουλακάτος και Βασίλης Μπισμπίκης εκφράζουν το βιτριολικό χιούμορ του σκηνοθέτη, χωρίς όμως να αναιρούν και τη μαύρα ρομαντική του διάθεση. Είναι μια πολύ δύσκολη ισορροπία, στην οποία όμως είναι συνηθισμένοι και έτσι την αποδίδουν αριστοτεχνικά.
Το «Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» έχει σίγουρα λιγότερες ατάκες με τη δυναμική να γίνουν viral από ότι πχ το «Σπιρτόκουτο» ή το διάσημο «Πως τους πετσόκοψες έτσι» από το «Μικρό Ψάρι». Ωστόσο αποτελεί ίσως την πιο ανθρώπινη μπουνιά που έχετε δεχτεί ποτέ και σίγουρα θα βγείτε έξω από τον κινηματογράφο γεμάτοι πόνο και δύναμη.