Επιφανειακά, το Enola Holmes του Harry Bradbeer (Fleabag, Killing Eve) είναι μια (πολύ) διασκεδαστική ταινία η οποία στέκεται χάρη στο χαρακτηριστικο σπάσιμο του 4ου τοίχου και στη μαγνητική προσωπικότητα της Millie Bobby Brown (Stranger Things). Ωστόσο, κοιτώντας καλύτερα, τουλάχιστον μερικές πλευρές της ταινίας αξίζουν μια καλύτερη εξέταση.
Η ιστορία της μικρής αδερφής του πασίγνωστου ντετέκτιβ Sherlock Holmes, η οποία το σκάει από την πατρογονική εστία για να βρει την επαναστάτρια μητέρα της που αγνοείται, δίνει την ευκαιρία στους συντελεστές να τσαντίσουν κάπως τους συντηρητικούς οπαδούς του μεγάλου λογοτεχνικού ήρωα, εισάγοντας ετεροχρονίες και μοντέρνα συμπεράσματα, ή, ορθότερα, εστιάζοντας σε εκείνα τα σημεία των ιστορίων για τα οποία ούτε ο ίδιος ο δημιουργός του χαρακτήρα ούτε οι μετέπειτα διασκευαστές ενδιαφερθηκαν. Και αυτά ήταν οι χαρακτήρες του περιθωρίου, όχι όμως στο πλαίσιο του πληροφοριοδότη ή του «σκηνικού».
Τόσο η συγγραφέας Nancy Springer, στης οποία και το βιβλίο βασίστηκε η ταινία όσο και ο σεναριογράφος Jack Thorne νοιάστηκαν για όσους ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο, σε αντίθεση με τον Sherlock. Γιατί, όπως αναφέρεται και στην καλύτερη στιγμή της ταινίας, από μία από τους καλύτερες φιγούρες, την έγχρωμη δασκάλα ζίου ζίτσου της Susan Wokoma (Year of the Rabbit, Crazyhead), είναι λογικό κάποιος να μη θέλει να αλλάξει έναν κόσμο που τον βολεύει τόσο πολύ…
Για να μην είμαστε σκληροί ή άδικοί, ο Conan Doyle έγραψε τον Sherlock Holmes ως μια νίκη της λογικής έναντι των προκαταλήψεων και σε μια εποχή όπου αστική τάξη είχε ακόμα ψήγματα προοδευτικότητας. Η εναλλαγή δε από τη φεουδαρχία στην αστική κυριαρχία στη Βρετανία έγινε με ιδιότυπο τρόπο.Ωστόσο δεν παύει να είναι ένα συντηρητικό σύμβολο που αποκλείει μεγάλες μερίδες του πληθυσμού. Σε αυτή την ένδοξη παράδοση, που έχει ως εκπρόσωπο έναν ψυχρό και υπολογιστικό Sherlock που δεν ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους γύρω του, επιτίθεται η Εnola.
Η Enola Holmes θέλει να αλλάξει τον κόσμο. Και ας μην έχει ακόμα εικόνα του πως θα γίνει αυτό, ή ας επαφίεται σε ψηφίσματα και διαδικασίες του αστικού κοινοβουλευτισμού για να το κάνει, σε αντίθεση με την πιο έμπειρη μητέρα της που πλέον ξέρει και προτιμά τον δυναμίτη. Ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους γύρω της, απορρίπτει τις πατριαρχικές νόρμες και μια μορφωτική διαδικασία που περιόριζε τη γυναίκα στον ρόλο της συζύγου και της μητέρας. Αρνείται τις παραδόσεις.
Μέρος της επίθεσης γίνεται και η απεικόνιση του ίδιου του Sherlock. Για αυτήν επιλέχθηκε ο πολύ αγαπητός, εκφραστικός και ζεστός Henry Cavill (Witcher, Batman Vs Superman) με μια προσέγγιση η οποία έδειχνε τον υπολογιστικό ντετέκτιβ γεμάτο συναισθήματα και αδυναμίες.
Tην ίδια στιγμή δεν ήταν παράξενη ούτε η μήνυση του ιδρύματος Arthur Conan Doyle στο Netflix για αυτές ακριβώς τις επιλογές.
Παρά τις καλές τις προθέσεις βέβαια, και την εξαιρετική δουλειά των περισσότερων συντελεστών μπροστά και πίσω από τις κάμερες, το σύνολο της ταινίας δεν είναι τόσο ενδιαφέρον ή ουσιώδες όσο μέρη του. Το ίδιο το σενάριο, παρά το γεγονός ότι απλώνεται σε δύο ώρες, μόλις που καταφέρνει, και αυτό βιαστικά και τσαπατσούλικα, να ολοκληρώσει τη μία από τις δύο ιστορίες με τις οποίες καταπιάνεται, και αυτή είναι δυστυχώς η λιγότερο ενδιαφέρουσα.
Το «μυστήριο» είναι κακογραμμένο και βαρετό και εστιάζει στον χειρότερο χαρακτήρα της ταινίας, ο οποίος αποδόθηκε εξαιρετικά αδύναμα από τον Louis Partridge (Medici, Paddington 2).Eπιπρόσθετα, ο χαρακτήρα του Mycroft Holmes, ενός παραδοσιακού εκπροσώπου της καθεστηκυίας τάξης, υποτιμήθηκε και ο έμπειρος στις ταινίες εποχής Sam Claflin (Peaky Blinders, The Hunger Games) περιορίστηκε σε έναν αρκετά στερεοτυπικό ρόλο. Αξίζει επιπλέον να αναφερθεί ότι η βαριά ψηφιακή παραγωγή δημιουργεί έναν τελικά φθηνιάρικο χαρακτήρα, κάτι που μερικά κανονικά σκηνικά και μια πιο μελατημένη φωτογραφία θα είχαν διορθώσει…
Την ίδια στιγμή η διαρκής αφήγηση της ταινίας από την πρωταγωνίστρια και τα απότομα flash back στην παιδική της ηλικία, παρά το γεγονός ότι μας δίνουν την ευκαιρία να δούμε περισσότερο τον χαρακτήρα της Helena Bonham Carter (Suffragette, Αlice Through The Looking Glass) γρήγορα κουράζει. Βέβαια, αξιοποιώντας την εμπειρία του σε μία από τις καλύτερες σειρές της δεκαετίας, το Fleabag, o σκηνοθέτης ξέρει πως να αντλήσει θεατρικότητα και όχι διδακτισμό από την Brown. Ωστόσο ίσως μια επεισοδιακή φόρμα να ήταν ορθότερη και το Enola δούλευε καλύτερα ως σειρά.
Όπως και να έχει είναι σίγουρο ότι θα δούμε περισσότερη Εnola στο μέλλον μετά την επιτυχία που είχε η ταινία. Και ποιος ξέρει, ίσως η νέα Ηοlmes για τη νέα εποχή (και για έναν καλύτερο κόσμο) να αποδειχθεί εξίσου διαχρονική με τον διάσημο αδερφό της.